φωτο από το pixabay.com
Home » Blog » Χρονογραφήματα »
Εισαγωγή στο «Άνθρωποι της θάλασσας»
Να είστε επιφυλακτικοί με όσους σας λένε ότι γνωρίζουν καλά το «Polignano a mare», έναν από τους πιο εμβληματικούς οικισμούς της Απουλίας. Υπάρχουν πολλοί, όλο και περισσότεροι, που τον επισκέπτονται τακτικά, που επιστρέφουν εγκαίρως για τις καλοκαιρινές τους διακοπές ή που τον έχουν επιλέξει ως τον τόπο αναψυχής τους, χαράσσοντας τη δική τους ευτυχισμένη γωνιά στους τοίχους φτιαγμένους από πέτρες τούφα κάποιας αρχαίας κατοικίας. Και μετά υπάρχουν και εκείνοι που τον γνώρισαν μέσα από τις μαγευτικές εικόνες επιτυχημένων ταινιών ή που έτυχε να βρεθούν τυχαία, για μια παράσταση στην πλατεία ή για το καθιερωμένο φεστιβάλ βιβλίου, και συνεχίζουν να μη χάνουν ευκαιρία να επιστρέψουν. Όλοι, μετά από λίγο, κινούνται άνετα στο ιστορικό κέντρο και σύντομα αισθάνονται ότι η ψυχή του τόπου δεν έχει άλλα μυστικά γι΄ αυτούς.
Να είστε επιφυλακτικοί, να είστε επιφυλακτικοί με όσους σας λένε ότι το γνωρίζουν καλά. Να είστε επιφυλακτικοί γιατί το Polignano είναι σαν ένα παγόβουνο: το ορατό μέρος, που είναι πολύ γνώριμο σε όλους, είναι μόνο ένα μικρό μέρος του όλου. Μετά υπάρχει το Polignano που κρύβεται στα έγκατα της γης και κατακλύζεται από τη θάλασσα, αλλά πάνω απ’ όλα υπάρχουν οι ιστορίες του Polignano, αυτές που γνωρίζουν όσοι γεννήθηκαν και έζησαν εκεί. Ιστορίες όπως αυτή της δραματικής ελαφρότητας δύο πληθωρικών νέων και ενός άνδρα που δεν παραδίδεται στη λογική της τραγικής πραγματικότητας. Μια ιστορία που είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς αν δεν είχε συμβεί μπροστά στα μάτια τόσων ανθρώπων. Γι’ αυτό και αποτελεί μέρος του “Φανταστικά Αληθινό”, του podcast που μιλάει για πραγματικότητες που -ως τέτοιες- δεν χρειάζεται να είναι αληθοφανείς.
Γράφει ο Bepi Costantino
Φωνή: Μίλτος Μόσχος
Μετάφραση: Μίλτος Μόσχος και Bepi Costantino
Μουσική: Andrea Violante
Στο Polignano, ο ουρανός και η θάλασσα δεν έχουν ποτέ το ίδιο χρώμα δύο φορές. Ό,τι κι αν είναι, διαρκεί λίγο, αλλάζει, φωτίζεται, σκουραίνει, γίνεται πιο έντονο ή ισοπεδώνεται. Είτε είναι μπλε, γαλάζιο ή πράσινο, μπορείτε να εντοπίσετε κάθε διαβάθμιση, απόχρωση, τόνο, σκιά, αλλά πάντα θα υπάρχει μια παραλλαγή που θα σας διαφεύγει. Και το ίδιο συμβαίνει και με την ακτογραμμή, μια μοναδικότητα που πρέπει να απολαμβάνεται αποκλειστικά από τη θάλασσα. Εξάλλου, υπάρχουν μόνο λίγα χιλιόμετρα βράχων, οι ψηλότεροι από αυτούς σκαρφαλωμένοι πάνω στο νερό, αλλά είναι πάντα διαφορετικοί: είναι βράχοι, θα έπρεπε να είναι σταθεροί και αμετάβλητοι, και αντ’ αυτού αντανακλούν το φως ή δημιουργούν διαρκώς μεταβαλλόμενες σκιές.
Οι ντόπιοι ψαράδες το γνωρίζουν αυτό. Αντιλαμβάνονται τις συνεχείς αλλαγές σε αυτό το μοναδικό τοπίο, γνωρίζουν τη γλώσσα του, διαβάζουν τα ρεύματα στην επιφάνεια της θάλασσας, προβλέπουν τον καιρό μυρίζοντας τον αέρα και ακούγοντας το θρόισμα του υποβρύχιου ρεύματος. Και κατά την άμπωτη γλιστρούν τα μικρά καΐκια τους μέσα στις σπηλιές χωρίς προφανή λόγο, από συνήθεια ή από στοργικό σεβασμό, σαν να επισκέπτονται έναν παλιό θείο.
Κάθε φαράγγι έχει ένα όνομα, σπάνια προϊόν μεγάλης φαντασίας: υπάρχει η σπηλιά της φώκιας και αυτή των χελιδονιών, η σπηλιά των αρραβωνιασμένων, η σπηλιά της αρχιεπισκοπής, η σπηλιά των καλογραιών, αυτή των σπουργιτιών και αυτή των περιστεριών. Η σπηλιά της Chinagella, όπου πήγαιναν οι μητέρες των κοριτσιών που απήγαγαν οι Σαρακηνοί για να κλάψουν και να φωνάξουν την απελπισία τους. Πιο πέρα, το σπήλαιο του Νερού του Χριστού, όπου υπάρχει μια φυσική πηγή, μερικώς προσβάσιμη την ώρα της χαμηλότερης παλίρροιας, από την οποία αναβλύζει νερό με αμφίβολες θεραπευτικές ιδιότητες, αλλά σίγουρα καθαρτικό. Και στη συνέχεια υπάρχουν τα σπήλαια του San Gennaro, του χασάπικου και της μύτης του γαϊδάρου, το περίφημο Palazzese, αυτό των αψίδων και το σπήλαιο της γερμένης κολώνας.
Αυτά τα σπήλαια, σμιλεμένα από τη θάλασσα και τον άνεμο κατά τη διάρκεια των χιλιετιών, διασχίζουν την ακτογραμμή της Απουλίας, το ένα πίσω από το άλλο για μερικά χιλιόμετρα, μερικά ευρύχωρα και μεγαλοπρεπή, προσβάσιμα ακόμη και όταν υπάρχει κύμα. Άλλα είναι στενά ή ρηχά, στα οποία οι πιο έμπειροι μπορούν να γλιστρήσουν όταν η παλίρροια είναι χαμηλή, και μερικές φορές μόνο στη χαμηλή άμπωτη, παίζοντας επιδέξια με τα κουπιά των μικρών σκαφών. Άλλα πάλι με θόλους στην επιφάνεια του νερού, στους οποίους μπορεί κανείς να μπει μόνο κολυμπώντας και οι οποίοι προσφέρουν ίσως το πιο εντυπωσιακό παιχνίδι του φωτός: η ακτή αυτή είναι στραμμένη προς τα ανατολικά και, τις πρώτες πρωινές ώρες, οι ακτίνες του ήλιου διαπερνούν σαν λεπίδες τις ρωγμές των βράχων, εισέρχονται υπό μικρή γωνία κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και προσφέρουν αφάνταστα καλειδοσκόπια στα τοιχώματα και στους θόλους των σχισμών.
Ακόμα πιο συναρπαστικά και μυστηριώδη είναι τα υποθαλάσσια σπήλαια, σε μεγάλο βαθμό άγνωστα και ανεξερεύνητα, πολλά από αυτά πνιγμένα τελείως στον βάλτο ενός καρστικού υπεδάφους, μερικά επικοινωνούν με κάποιο τρόπο με τα σπήλαια πάνω από αυτά, άλλα συνδέονται με σήραγγες που φτάνουν κάπου εκεί στην ύπαιθρο της Απουλίας, μερικές φορές ακόμη και αρκετά χιλιόμετρα μακριά. Οι χαράδρες αυτές δεν είναι απαραίτητα πολύ βαθιές, αλλά βυθίζονται διαρκώς στο απόλυτο σκοτάδι, χωρίς κανενός είδους βλάστηση, επειδή δεν υπάρχουν φύκια που να ζουν χωρίς φως, αλλά συχνάζουν ορισμένα είδη ψαριών, όπως αυτά που ψάχνουν τις εκβολές των ψυχρών υπόγειων ρευμάτων του γλυκού νερού.
Ολόκληρη η ακτή του Polignano είναι ένας σαγηνευτικός κόσμος για όποιον έλκεται από τη θάλασσα, ένας μοναδικός πόλος έλξης για τους σπηλαιοκαταδύτες, σχεδόν πάντα σπηλαιολόγους που γίνονται καταδύτες για να διευρύνουν το πεδίο της εξερεύνησης, και για τους λάτρεις των καταδύσεων που υποκύπτουν στην επικίνδυνη γοητεία του άγνωστου και της περιπέτειας.
Ο Antonio Giovene και ο Horst Hartmann ανήκουν στην τελευταία κατηγορία. Και οι δύο είκοσι επτά ετών, όμορφοι σαν τον ήλιο, ψηλοί και καλογυμνασμένοι, ο ένας είναι το πρότυπο της Μεσογείου με καστανές μπούκλες, ατημέλητα γένια και σκοτεινό βλέμμα, ο άλλος έχει τη γοητεία ενός ξανθού Σκανδιναβού με γαλάζια μάτια. Ο Αντόνιο είναι από τη Mola του Bari, λιγότερο από είκοσι χιλιόμετρα βόρεια του Polignano. Ο Horst είναι από το Aschaffenburg, περίπου σαράντα χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Φρανκφούρτης. Είναι φίλοι εδώ και χρόνια, μοιράζονται μια έλξη για τον κόσμο που υπάρχει κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, περνούν συχνά τις διακοπές τους μαζί. Ο Γερμανός έχει δίπλωμα κατάδυσης, ο Ιταλός είναι βασικά αυτοδίδακτος.
Είναι καλοκαίρι του 1992. Ο Χορστ, υπάλληλος του αεροδρομίου, έχει πάρει ως συνήθως, διακοπές δύο εβδομάδων και έχει κανονίσει να πάει στην Απουλία με τη Γκέρντα, τη σύζυγό του που είναι μαζί εδώ και λίγους μήνες, και τον Μπερτ, επίσης Γερμανό και φανατικό δύτη. Η συνάντηση είναι πάντα ευχάριστη, η συζήτηση οδηγείται εύκολα σε κοινά ενδιαφέροντα. Ο Αντόνιο είναι ενθουσιασμένος που λέει στον Horst και στον Bert για μια πρόσφατη ανακάλυψή του: πρόσβαση σε μια υποθαλάσσια σήραγγα που φτάνει ποιος ξέρει πού, όχι μακριά από το Grottone, ένα από τα πιο διάσημα σπήλαια του Polignano, σε βάθος μικρότερο από δέκα μέτρα. Η απόσταση από την περιγραφή του βράχου που κρύβει το άνοιγμα μέχρι την οργάνωση της εξερευνητικής αποστολής είναι μικρή.
Το πρωί του δεκαπενταύγουστου, το ραντεβού είναι στο λιμάνι. Ο Λουτσιάνο, ένας από τους τέσσερις αδελφούς του Αντόνιο (συν τρεις αδελφές), επίσης λάτρης των καταδύσεων, έχει ένα όμορφο σκάφος στο οποίο επιβιβάζονται η Γκέρντα και άλλες νεαρές γυναίκες, καθώς και οι τέσσερις δύτες. Η μέρα είναι πανέμορφη, κομμένη και ραμμένη για τέτοιες αποστολές: ήρεμη θάλασσα, διάφανα νερά, καθαρός ουρανός, λαμπερός ήλιος. Και βέβαια δεν λείπουν οι Απουλιανές πίτες focaccia, τα φρέσκα φρούτα και ένα φορητό ψυγείο με ποτά στο σκάφος.
Η σύντομη διαδρομή κατά μήκος της ακτής, από το λιμάνι της Mola προς τα νότια, είναι ευχάριστη. Το τοπίο κατεβαίνει απαλά προς τα χαμηλά βράχια. Η ακτή Ripagnola φαίνεται από τη θάλασσα σαν η πιο εμβληματική εικόνα της Απουλίας, μια γη χτενισμένη από έμπειρα άροτρα, πράσινη σαν τη σαλάτα, κόκκινη σαν τη ντομάτα, πιτσιλιές με λευκά άσπρα σπίτια. Μια φευγαλέα ματιά στον φιλόξενο κόλπο του San Giovanni, μετά μια υπόκλιση στο αβαείο του San Vito και τον μικρό πύργο των Σαρακηνών, μετά το Porto Contessa και το Porto Cavallo, δύο κόλποι μικροί και οικείοι, αλλά και πάλι τίποτα δεν προμηνύει την έκπληξη για την πόλη που κρέμεται πάνω στον γκρεμό, όπως είναι το Polignano, που στρογγυλοκάθεται στη μοναδική προβλήτα της περιοχής που την προστατεύει από τις ριπές του αέρα.
Όταν ο άνθρωπος αποφάσισε να ζήσει στην ακτή, συχνά δημιούργησε απόλυτες μοναδικότητες. Στην περίπτωση του Polignano a mare, είχε εύκολο έργο, επειδή η μητέρα φύση είχε ήδη κάνει τη σμίλευση: οι νεαροί Γερμανοί δεν πιστεύουν στα μάτια τους όταν βουτούν στο βαθύ μπλε μιας θάλασσας έτοιμης να την πιείς. Σε απόσταση αναπνοής από αυτό που μοιάζει με κυκλώπεια φέτα μιλφέιγ, αποτελούμενη από λευκά σπίτια που κρέμονται πάνω από το σπήλαιο, με παράθυρα και μπαλκόνια από τα οποία πάντα κάποιος απολάμβανε να ρίχνει μια πετονιά για τη μοναδική απόλαυση ώστε τελικά το ψάρι να πάει κατευθείαν από τη θάλασσα στην κατσαρόλα.
Γύρω στις 3.30 μ.μ. η ομάδα βρίσκεται μπροστά στο Grottone, λίγα μέτρα από την ακτή, και εκεί το σκάφος ρίχνει άγκυρα. Οι δύτες προετοιμάζουν σχολαστικά τον εξοπλισμό τους, ενώ τα κορίτσια κάνουν άλλη μια βουτιά και λιάζονται στον ήλιο.
Ο Αντόνιο και ο Λουτσιάνο διαθέτουν από μια καταδυτική συσκευή με δύο μπουκάλες που εξασφαλίζει αυτονομία πάνω από μιάμιση ώρα στο προγραμματισμένο βάθος κατάδυσης. Καθένας από τους δύο Γερμανούς, από την άλλη, διαθέτει μία μόνο φιάλη, η οποία επαρκεί για εξερεύνηση περίπου πενήντα λεπτών. Είναι παθιασμένοι με την υποβρύχια φωτογραφία, ανυπόμονοι να φέρουν πίσω στη Γερμανία μοναδικές εικόνες του βυθού της Απουλίας. Έχουν όλοι τους ισχυρούς φακούς, επειδή στα υποθαλάσσια περάσματα επικρατεί απόλυτο σκοτάδι.
Οι τέσσερις τους σχεδιάζουν να καταδυθούν για μερικές δεκάδες λεπτά, να επιθεωρήσουν την είσοδο της σήραγγας, να πάρουν μια ιδέα για το τι είδους λαβύρινθος μπορεί να υπάρχει πέρα από το πρώτο τμήμα και στη συνέχεια να οργανώσουν ενδεχομένως περαιτέρω εξερεύνηση.
Οι δύτες κατεβαίνουν και αρχίζουν να εξερευνούν τον βράχο. Ο Αντόνιο είναι πεπεισμένος ότι μπορεί εύκολα να εντοπίσει το άνοιγμα που είχε δει φευγαλέα τις προηγούμενες ημέρες, έχει πάρει νοερά μια σειρά από σημάδια, βράχους, προεξοχές, χαράδρες. Αλλά δεν το κάνει. Συνεχίζει να ψαχουλεύει παντού χωρίς να βρίσκει ίχνος, και έτσι το κουαρτέτο ξοδεύει πάνω από μισή ώρα μάταιης αναζήτησης. Ο Αντόνιο και ο Χορστ δεν θέλουν να τα παρατήσουν, παρόλο που ο Γερμανός έχει ακόμα μόνο περίπου δέκα λεπτά αέρα, ενώ ο Λουτσιάνο και ο Μπερτ παραιτούνται και ανεβαίνουν ξανά στο σκάφος.
Ο ήλιος βρίσκεται ήδη στην πορεία του προς την κοιλάδα της Ίτριας, το σκάφος είναι αγκυροβολημένο στη σκιά του ψηλού βράχου. “Κορίτσια, αρχίστε να ετοιμάζεστε”, λέει ο Λουτσιάνο καθώς τακτοποιεί τον καταδυτικό εξοπλισμό του, “θα ανέβουν σύντομα, θα βάλω μπροστά τη μηχανή και θα φύγουμε».
Από τη βάρκα όλοι πλέον κοιτάζουν την επιφάνεια της θάλασσας στο σημείο όπου βρίσκεται η σήραγγα, ο Αντόνιο και ο Χορστ δεν μπορούν να μείνουν για πολύ κάτω από το νερό.
Τα λεπτά περνούν, αλλά οι δύο δεν εμφανίζονται. Ο Λουτσιάνο ξέρει ότι αυτό δεν είναι αστείο και αμέσως σκέφτεται ότι κάτι μπορεί να έχει συμβεί. Καταδύεται ξανά αλλά δεν βρίσκει κανένα ίχνος ούτε του αδελφού του ούτε του φίλου του. Συνειδητοποιεί ότι οι δυο τους έχουν γλιστρήσει στο λαγούμι και έχουν πρόβλημα γιατί κοιτάζει το ρολόι του και συνειδητοποιεί ότι τα αποθέματα αέρα του Χορστ έχουν πλέον εξαντληθεί. Τρομοκρατημένος ανεβαίνει ξανά στη βάρκα και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Τα λεπτά περνούν αλλά τίποτα δεν συμβαίνει. Ο χρόνος περνάει αδυσώπητα και πλέον είναι βέβαιο ότι οι δύο δύτες είχαν σοβαρά προβλήματα. Η φιάλη του Γερμανού έχει πλέον εξαντληθεί και του Αντόνιο τελειώνει.
Πάνω από μιάμιση ώρα περνάει μέχρι την άφιξη της ομάδας δυτών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας του Τάραντα. Δύο δύτες, ο Cataldo Paladino, ένας έμπειρος αρχηγός της ομάδας, και ο Rocco Mortato, ένας νέος, δυνατός άνδρας, καλά προετοιμασμένος για δύσκολες επεμβάσεις όπως αυτή. Καθοδηγούμενοι από τις οδηγίες του Luciano, δεν αργούν να εντοπίσουν την είσοδο της σήραγγας, στα βράχια της ακτής σε βάθος που δεν ξεπερνά τα οκτώ μέτρα. Πλησιάζουν με προσοχή, φωτίζοντας το κανάλι και κάθε γωνιά με ισχυρά υποβρύχια φώτα, και σύντομα φτάνουν σε μια λίγο μεγαλύτερη σπηλιά, στην οροφή της οποίας ξεχωρίζει η σκιά του άψυχου σώματος του Χορστ.
Η ανάσυρση του πτώματος του άτυχου αγοριού είναι πολύ περίπλοκη. Η σήραγγα είναι στενή, δεν υπάρχει χώρος για να εργαστούν δύο άτομα. Ο Rocco Mortato αναλαμβάνει την ευθύνη τραβώντας αργά, με δυσκολία, το πτώμα, φωτίζοντας το μονοπάτι με τον φακό του, μέτρο με μέτρο, και φτάνει εξαντλημένος στην έξοδο.
Οι δύο δύτες της Πυροσβεστικής δεν βρήκαν κανένα ίχνος του Αντόνιο. Η σήραγγα συνεχίζεται πέρα από το σημείο όπου βρέθηκε ο Γερμανός και μπορεί να έχει διακλαδώσεις. Η επιχείρηση έχει ήδη καταναλώσει μεγάλη ενέργεια, τα αποθέματα αέρα του Αντόνιο έχουν εξαντληθεί εδώ και αρκετές ώρες και δεν υπάρχει ελπίδα να βρεθεί ζωντανός. Επιπλέον, η εμπειρία διδάσκει να αντιμετωπίζονται τέτοιες πολύπλοκες και επικίνδυνες επιχειρήσεις κάτω από τις καλύτερες δυνατές συνθήκες. Η απόφαση είναι σχεδόν αναγκαστική: οι συνάδελφοι της επόμενης βάρδιας θα συνεχίσουν την επιχείρηση.
Ο Palladino, ο επικεφαλής της ομάδας, έρχεται σε επαφή με τη Διοίκηση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας του Τάραντα: “Βρήκαμε το πρώτο από τα δύο πτώματα, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε την έρευνα για το δεύτερο, φτιάξτε την ομάδα που πρόκειται να ξεκινήσει τη βάρδια της σε λίγο, στις 8 μ.μ.”.
Δυστυχώς, η Διοίκηση μόλις έλαβε ειδοποίηση για τη μη διαθεσιμότητα, για λόγους υγείας για δύο από τους δύτες που επρόκειτο να αναλάβουν σύντομα τα καθήκοντά τους: δεν υπάρχει ο ελάχιστος αριθμός πυροσβεστών για να λειτουργήσει με ασφάλεια. Η βάρδια που διαρκεί από τις 8 το βράδυ έως το επόμενο πρωί στις 8 είναι ακάλυπτη- δεν υπάρχουν δύτες της Πυροσβεστικής σε ολόκληρη την Απουλία και τη Basilicata που να μπορούν να φύγουν για το Polignano πριν από το επόμενο πρωί, όταν η ομάδα του Μπρίντιζι θα αναλάβει υπηρεσία.
Είναι το 1992. Λίγοι άνθρωποι έχουν κινητό τηλέφωνο, κάτι που έφτασε στην Ιταλία μόλις πριν από μερικά χρόνια, αλλά ορισμένες ειδήσεις ταξιδεύουν γρήγορα ούτως ή άλλως. Ο 33χρονος Onofrio Sciddurlo, το δεξί χέρι του Giovanni Giovene, ιδρυτή της Condotte Strade S.r.l., μιας εταιρείας στην οποία εργάζονται επίσης οι γιοι του, Antonio και Luciano, είναι από τους πρώτους που μαθαίνει για το ατύχημα και αναλαμβάνει να εντοπίσει τον επικεφαλής της εταιρείας. Μια γρήγορη βόλτα στην κεντρική πλατεία της πόλης, που είναι γεμάτη κόσμο τον δεκαπενταύγουστου, όπως και κάθε άλλη γιορτή. Ο Onofrio βρίσκει τον Giovanni, του λέει τι έχει συμβεί μέχρι εκείνη τη στιγμή, την ανακάλυψη του πτώματος του Horst, την προσωρινή αναστολή της αναζήτησης. Ο Giovanni είναι απελπισμένος, δεν μπορεί να πιστέψει αυτά που ακούει. Η οικογένεια και οι φίλοι αρχίζουν μια αγωνιώδη αναζήτηση για δύτες πρόθυμους να βουτήξουν στη σήραγγα, αλλά δεν μπορεί να βρεθεί κανείς πρόθυμος να πάρει ένα τόσο μεγάλο ρίσκο: δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνει κανείς παρά να περιμένει την επίσημη βοήθεια.
“Αλλά είναι ποτέ δυνατόν να μην υπάρχει κανείς που να μπορεί να παρέμβει τώρα; Ο Αντόνιο, ο γιος μου, είναι εκεί κάτω, γαμώτο! Η αστυνομία, το λιμεναρχείο, το ναυτικό, τι στο καλό ξέρω εγώ! Με λίγα λόγια, κάποιος να πάει να τον βρει, πώς μπορούμε να καθόμαστε και να περιμένουμε έτσι”
“Οι μόνοι που μπορούν να ασχοληθούν με αυτά τα πράγματα είναι οι άνδρες των καταδυτικών ομάδων μας, – εξηγεί ένας φίλος πυροσβέστης στην οικογένειά του – πρόκειται για δύσκολες επιχειρήσεις, κάθε φορά που οι πυροσβέστες διακινδυνεύουν τη ζωή τους. Για να μπορέσουν να επιχειρήσουν, πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ένας άνθρωπος που χειρίζεται τη λέμβο και παραμένει στο σκάφος, ενώ ένας συνάδελφος, τον οποίο αποκαλούμε “οδηγό”, επιβλέπει τις κινήσεις των δυτών από την επιφάνεια – τουλάχιστον ένας, ελπίζουμε δύο. Οι βάρδιες των δώδεκα ωρών η καθεμία προβλέπονται από τον διαπεριφερειακό συντονισμό της Puglia (πούλια) και της Basilicata, αλλά προς το παρόν δεν υπάρχουν άλλοι διαθέσιμοι άνδρες. Δυστυχώς, αυτή είναι η κατάσταση. Ωστόσο, μόλις έλαβα επιβεβαίωση: η ανώτατη διοίκηση έχει ενημερωθεί, είμαι βέβαιος ότι προσπαθούν να λύσουν το πρόβλημα το συντομότερο δυνατό”.
Στο σπίτι του Giovene, κανείς δεν έχει το θάρρος να προφέρει την επίσημη ανακοίνωση που δίνεται σε επιχειρήσεις αυτού του είδους: “Αναζήτηση ενός πιθανολογούμενου πνιγμένου ατόμου”. Επιπλέον, δεν πρόκειται για έναν “αγνοούμενο στη θάλασσα”, αλλά για έναν δύτη που δεν έχει πάρει αέρα για πολλές ώρες. Η σορός του συντρόφου του έχει ήδη ανασυρθεί.
Ο Felice Visone, μηχανικός, είναι υπεύθυνος της Διαπεριφερειακής Επιθεώρησης του Πυροσβεστικού Σώματος. Περνάει τον δεκαπενταύγουστο με την οικογένειά του όταν πληροφορείται το περιστατικό. Ζητά να τον ενημερώνουν ώρα με την ώρα, μέχρι τον τραγικό επίλογο της ανεύρεσης του νεαρού Γερμανού δύτη και της αδυναμίας συνέχισης των ερευνών για δώδεκα ώρες. Ο μηχανισμός που θα έπρεπε να εξασφαλίζει επείγουσες επεμβάσεις δείχνει τα όρια που επιβάλλονται από την ανεπάρκεια των διαθέσιμων ανδρών: δεν υπάρχει κανείς που να ευθύνεται. Χωρίς τον ελάχιστο αριθμό πυροσβεστών για να σχηματιστεί μια ομάδα, δεν είναι δυνατή η επέμβαση, λείπουν οι προϋποθέσεις για την ασφαλή λειτουργία.
Ο Visone το γνωρίζει αυτό πολύ καλά. Αλλά γνωρίζει επίσης την αγωνία των μελών της οικογένειας, των φίλων, των γνωστών και μιας ολόκληρης κοινότητας όταν συμβαίνουν ιδιαίτερα οδυνηρές καταστροφές όπως αυτή. Στο Polignano, όπως του λένε, δεκάδες άνθρωποι παρακολούθησαν τις επιχειρήσεις για την ανάσυρση του σώματος του Horst που βρισκόταν στον γκρεμό κοντά στο Grottone. Και από εκεί οι άνθρωποι συνεχίζουν να σαρώνουν την επιφάνεια της θάλασσας γύρω από το σημείο όπου οι δύο τελευταίοι βούτηξαν.
Μετά το ηλιοβασίλεμα κάποιος φέρνει λίγο φως, αλλά η λάμψη του φεγγαριού, που ήταν γεμάτο μόλις πριν από δύο ημέρες, είναι αρκετή για να δει κανείς ό,τι αναδύεται στην επιφάνεια αυτής της απαλής σαν λάδι θάλασσας.
Ο Visone είναι έμπειρο στέλεχος. Αντιλαμβάνεται πλήρως τη λεπτότητα, την πολυπλοκότητα και την επικινδυνότητα της επιχείρησης. Η παρέμβαση της ομάδας Taranto κατάφερε να περισυλλέξει μόνο το ένα από τα δύο πτώματα, αν και με δυσκολία και προσπάθεια. Όλοι, ξεκινώντας από τους συγγενείς του Antonio Giovene, περίμεναν ότι η έρευνα θα συνεχιζόταν αδιάκοπα: σε αυτές τις σπηλιές, στις στενές σήραγγες, προχωρά κανείς μόνο με το φως του φακού. Η έλευση της νύχτας δεν επηρέασε τις επιχειρήσεις των διασωστών. Αυτή η διακοπή -αν και απολύτως δικαιολογημένη- αμαυρώνει την εικόνα της μεγάλης αποτελεσματικότητας της πυροσβεστικής.
Ο επικεφαλής της Διαπεριφερειακής Επιθεώρησης δεν μπορεί να κάνει τίποτα, η πρώτη διαθέσιμη ομάδα θα είναι από τη Διοίκηση του Μπρίντιζι αύριο το πρωί. Ταυτόχρονα, όμως, θεωρεί ότι πρέπει να επιχειρηθεί το ακατόρθωτο για να ολοκληρωθεί σύντομα η επιχείρηση.
Ο Τάραντας δεν έχει αρκετούς άνδρες. Ο Visone συνεννοείται με τους υπεύθυνους στο Μπάρι και το Μπρίντιζι σε μια προσπάθεια να κερδίσει λίγες ώρες, αλλά είναι ακόμα βράδυ του δεκαπενταύγουστου και η εύρεση των δυτών που δεν είναι σε υπηρεσία είναι αντικειμενικά περίπλοκη.
Ο Λουίτζι Μπισκάρντι, μηχανικός, είναι επικεφαλής της Διοίκησης της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας του Μπάρι. Παρακολουθεί και αυτός το περιστατικό μέσω ασύρματου και συμφωνεί με τον διαπεριφερειακό επιθεωρητή για την ανάγκη να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για να συνεχιστεί η έρευνα το συντομότερο δυνατό, αλλά ταυτόχρονα και οι δύο υπεύθυνοι γνωρίζουν καλά την πολυπλοκότητα και τον κίνδυνο που ενέχει.
Έχουμε τον κατάλληλο άνθρωπο για να ασχοληθεί με ένα τόσο σοβαρό θέμα’, λέει ο Μπισκάρντι στον Visone, ‘αλλά δυστυχώς είναι σε διακοπές. Θα κάνω προσωπικά μια προσπάθεια να τον εντοπίσω, για να δούμε αν είμαστε τυχεροί’.
Ήταν λίγο μετά τις δέκα το βράδυ όταν χτύπησε το τηλέφωνο στο σπίτι του Nico Fumai, σαρανταπεντάχρονου, επικεφαλής της καταδυτικής ομάδας του Μπάρι, ο οποίος έχει πραγματοποιήσει αμέτρητες επεμβάσεις κάθε είδους, στη θάλασσα, σε λίμνες και ποτάμια, στις πιο διαφορετικές συνθήκες. Επεμβάσεις που του έχουν ήδη αποφέρει πολλές βραβεύσεις, μεταξύ των οποίων το πιο σημαντικό, σε ηλικία μόλις τριάντα οκτώ ετών, του Ιππότη της Δημοκρατίας.
Ο Νίκο βρίσκεται στην κουζίνα, μόνος του, η γυναίκα και τα παιδιά του είναι στο κρεβάτι. Ο διοικητής Μπισκάρντι του λέει για την κατάσταση, ζητά τη γνώμη του και τη διαθεσιμότητά του για να παρέμβει πριν από την ομάδα που πρόκειται να αναχωρήσει από το Μπρίντιζι αύριο στις οκτώ το πρωί. Ο Fumai είναι ενήμερος για την κατάσταση, η τηλεόραση και το ραδιόφωνο έχουν ήδη μιλήσει γι’ αυτήν. Δεν έχει κανέναν δισταγμό, απλώς ελπίζει να μπορέσει να εντοπίσει γρήγορα τους συναδέλφους του στην ομάδα πριν δώσει επιβεβαίωση στον διοικητή.
Έπιασε δουλειά. Καλεί τον Antonio Caforio, τον αναπληρωτή του, ο οποίος με τη σειρά του καταφέρνει να έρθει σε επαφή με τους άλλους δύο δύτες της Πυροσβεστικής, τον Giuseppe Zaza και τον Pasquale Magrone. Όλοι συμφωνούν αμέσως, στις έξι η ώρα πρέπει να είναι έτοιμοι να φύγουν από το αρχηγείο της Μονάδας Καταδύσεων στο λιμάνι του Μπάρι.
Ο Νίκο παίρνει στυλό και χαρτί και εκεί, στο τραπέζι της κουζίνας, αρχίζει να καταρτίζει σημείο προς σημείο το πρόγραμμα της επέμβασης. Ένας άνθρωπος με την εμπειρία του γνωρίζει ότι πρέπει πάντα να εστιάζει προσεκτικά σε κάθε λεπτομέρεια, ότι η ανάσυρση ενός πτώματος είναι μια επίπονη αλλά απαραίτητη επιχείρηση. Όμως ότι ταυτόχρονα είναι επιτακτική ανάγκη να ληφθεί η μέγιστη δυνατή μέριμνα για τη διαφύλαξη της ζωής όσων έχουν επιφορτιστεί με τη δύσκολη αυτή εργασία. Μια ευθύνη που, σε περιπτώσεις όπως αυτή, πέφτει σε μεγάλο βαθμό στον επικεφαλής της ομάδας.
Ο Nico συνεχίζει να καταγράφει τις λεπτομέρειες της επιχείρησης. Καταρτίζει έναν κατάλογο με τον εξοπλισμό που θα χρησιμοποιηθεί. Αποφασίζει τον ακριβή ρόλο που θα ανατεθεί σε κάθε μέλος της ομάδας. Φαντάζεται την εργασία που πρέπει να εκτελεστεί, βήμα προς βήμα. Τα εξετάζει όλα αρκετές φορές με κάθε λεπτομέρεια, με μανιώδη ακρίβεια.
Ενώ είναι συγκεντρωμένος σε αυτές τις σκέψεις, το βλέμμα του πέφτει σε μια μικρή εικόνα του Αγίου Νικολάου που τυχαίνει να βρίσκεται εκεί πάνω στο τραπέζι. Είναι σαν το βλέμμα του να διασταυρώνεται με εκείνο του προστάτη του Μπάρι, στον οποίο είναι αφιερωμένος, σίγουρα από πίστη, αλλά και από ένα είδος προορισμού, με το όνομα που του έχει δοθεί και το επάγγελμα που ασκεί με τόσο πάθος: “Ο Άγιος Νικόλαος του Μπάρι έρχεται από τη θάλασσα και είναι ο προστάτης των ανθρώπων τις θάλασσας”, γράφει μια επιγραφή στην είσοδο της παλιάς πόλης, δίπλα στη βασιλική που είναι αφιερωμένη στον πολιούχο.
Μια σκέψη περνάει ξαφνικά από το μυαλό του: “Ποιος είπε ότι είναι νεκρός;”. Πρόκειται για ένα είδος ηλεκτροπληξίας, δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο που να κάνει δυνατή την επιβίωση κάτω από το νερό, με τόσο λιγοστή παροχή αέρα όσο αυτή που είχε στη διάθεσή του ο Αντόνιο. Δεν υπάρχει καμία άμεση ή έμμεση εμπειρία που θα μπορούσε στο παραμικρό να καλλιεργήσει μια τέτοια ελπίδα, αλλά αυτή η σκέψη τρυπώνει στο μυαλό του Νίκο.
Ο επικεφαλής δύτης κοιτάζει για άλλη μια φορά το ρολόι του. Τώρα πια είναι μεσάνυχτα, αλλά δεν διστάζει να σηκώσει το τηλέφωνο και να ειδοποιήσει τους τρεις άνδρες της ομάδας του για άλλη μια φορά: “Είμαστε μια ώρα νωρίτερα, πέντε η ώρα ακριβώς και έτοιμοι να ξεκινήσουμε.
Ο Fumai φτάνει νωρίς στην έδρα της ομάδας κατάδυσης στο λιμάνι του Μπάρι, αλλά οι συνάδελφοί του είναι ακόμη πιο επιμελείς: το όχημα που μεταφέρει τη λέμβο και το φορτηγάκι με όλο τον εξοπλισμό είναι ήδη στον δρόμο, και η ομάδα ξεκινά γρήγορα για το Polignano.
Η καθέλκυση πραγματοποιείται ομαλά από τον προβλήτα της Cala Paura, δίπλα στο Grottone. Στη θάλασσα υπάρχει ένα παρατηρητήριο της ακτοφυλακής και ένα σκάφος του Λιμεναρχείου. Στον δρόμο που περνάει ψηλά πάνω από τον βράχο μερικές δεκάδες άνθρωποι και μια νεκροφόρα, όπως συνηθίζεται στην αναζήτηση ενός “πιθανολογούμενου πνιγμένου”.
Υπάρχει απόλυτη ηρεμία. Η θάλασσα είναι σαν λάδι, όπως και χθες, και η επιχείρηση μπορεί να ξεκινήσει απρόσκοπτα σύμφωνα με το σχέδιο που έχει εκπονήσει ο Fumai: ο Giuseppe Zaza παραμένει στη λέμβο, με τις δύο μηχανές σε λειτουργία. Ο Pasquale Magrone φοράει στολή, μάσκα και αναπνευστήρα, χωρίς φιάλες, επειδή πρέπει να παραμείνει στην επιφάνεια, σε οπτική επαφή με τον Antonio Caforio, ο οποίος καταδύεται, σταματά στην είσοδο του λαγουμιού, σε βάθος επτά μέτρων, και κρατάει στα χέρια του το σκοινί που θα μεταφέρει μέσα στο λαγούμι ο Nico Fumai και το οποίο χρησιμοποιείται για την επικοινωνία τους με συμβατικά σήματα.
Ο επικεφαλής της ομάδας διαθέτει συσκευή με δύο φιάλες και δύο ρυθμιστές. Δεν φοράει εκείνο το φουσκωτό μπουφάν, που ρυθμίζεται και που είναι πολύ χρήσιμο για να εργάζεται σε σταθερό βάθος. Χρειάζεται προσοχή στους στενούς χώρους των σπηλαίων, με τα επικίνδυνα αιχμηρά βράχια, φέρει επίσης έναν ισχυρό υποβρύχιο φακό, ένα δίχτυ εργαλείων με έναν δεύτερο φακό και μια ζώνη με επτά κιλά έρματος.
Και τώρα είμαι σε θέση να σας διηγηθώ, λέξη προς λέξη, τον απολογισμό του Nico Fumai:
“Μπαίνω στο λαγούμι και αμέσως, στα δεξιά, βλέπω μια χαράδρα με ένα μεγάλο χέλι που παραμένει ακίνητο όταν η δέσμη του φωτός το φωτίζει. Του δίνω ένα όνομα, το βαφτίζω “φύλακα της σπηλιάς”. Συνεχίζω για άλλα έξι ή επτά μέτρα και βρίσκω μια διακλάδωση. Πρέπει να αποφασίσω ποια από τις δύο σήραγγες θα εξερευνήσω πρώτα. Κοιτάζω προσεκτικά γύρω μου και βλέπω στα αριστερά, πεσμένη στον πυθμένα, μια μάσκα κατάδυσης: την παίρνω, τη βάζω στο δίχτυ εργαλείων, φαίνεται σημαντικό σημάδι, αποφασίζω να πάω προς αυτή την κατεύθυνση. Μετά από άλλα δύο ή τρία μέτρα βρίσκω μια ζώνη με βαρίδια έρματος: ο Αντόνιο πέρασε από εδώ! Σε αυτό το σημείο επηρεάστηκα καθοριστικά, πεπεισμένος ότι βρίσκομαι στο σωστό δρόμο.
Ο επιβλέπων Caforio, αισθάνεται το κορδόνι να γλιστράει μέσα από τα δάχτυλά του και ζητά συνεχώς επιβεβαίωση ότι δεν υπάρχουν προβλήματα: δύο γρήγορα, μικρά τραβήγματα και η ίδια απάντηση.
“Ξαφνικά η σήραγγα στενεύει, μπροστά μου βλέπω μόνο μια εντελώς στενή τρύπα. Δεν μπορώ να περάσω μέσα από αυτήν με τις μπουκάλες στην πλάτη μου. Φωτίζω με τον προβολέα μου, βλέπω ότι πέρα από το μικρό άνοιγμα το τούνελ διευρύνεται ξανά, και τότε ξεκρεμάω τις φιάλες, τις σπρώχνω μπροστά, ο σωλήνας του ρυθμιστή μου είναι αρκετά μακρύς, περνάω κι εγώ, και μετά ξαναβάζω τις φιάλες. Η σήραγγα συνεχίζει, εξακολουθεί να είναι στενόχωρη, και τώρα έχει κλίση προς τα πάνω. Λίγα μέτρα ακόμα και φτάνω σε μια σπηλιά, στο μέγεθος ενός δωματίου. Αρχίζω να κοιτάζω γύρω μου και ξαφνικά η στενή δέσμη φωτός από τον προβολέα μου φωτίζει στο υψηλότερο σημείο της χαράδρας, στα δεξιά, δύο πόδια που φαίνονται να κουνιούνται και που ξεπροβάλλουν από ένα μικρό άνοιγμα στην “οροφή”, με κάτω από αυτά ένα ζευγάρι πτερύγια που στηρίζονται σε δύο μπουκάλες κατάδυσης. Βλέπω ότι οι φυσαλίδες αέρα της συσκευής μου πηγαίνουν ακριβώς προς αυτή την τρύπα, είναι σαφές ότι εκεί είναι το υψηλότερο σημείο της σπηλιάς. Πλησιάζω, διακρίνω το μαγιό, αγγίζω τους αστραγάλους, ένα χέρι ξεπροβάλλει από τη ρωγμή, αρπάζει τον αριστερό μου καρπό και τον σφίγγει: ο Αντόνιο είναι ζωντανός!”
“Δεν ξέρω σε τι σωματική και πνευματική κατάσταση βρίσκεται ο Αντόνιο. Πρέπει να καταλάβω αν είναι σε θέση να με ακολουθήσει στην περίπλοκη επιστροφή στην επιφάνεια. Βρίσκομαι από κάτω του, βλέπω την άσπρη μπλούζα του, λερωμένη με αίμα, αλλά δεν μπορώ να διακρίνω το πρόσωπό του. Καταλαβαίνω ότι βρίσκεται σε μια μικρή κοιλότητα στην οποία υπάρχει αέρας, μάλλον λίγος, γιατί όταν του δίνω το δεύτερο ακροφύσιο μου το αρπάζει και τον ακούω να αναπνέει κοπιαστικά, αλλά μόνο για λίγο, μετά σιγά σιγά ο ρυθμός της αναπνοής του γίνεται πιο κανονικός.
“Εν τω μεταξύ οι φυσαλίδες αέρα του εξοπλισμού μου ανεβαίνουν προς την τρύπα και έτσι ο Αντόνιο καταλαβαίνει ότι έχουμε δύο ακροφύσια. Εν τω μεταξύ το χέρι του συνεχίζει να πιάνει τον καρπό μου, δεν τον αφήνει ούτε όταν θέλω να ελευθερωθώ γιατί πρέπει να χρησιμοποιήσω και τα δύο χέρια. Ωστόσο, κινούμαι με αργές κινήσεις, δεν πιέζω τίποτα, πρέπει να του μεταδώσω ηρεμία και εμπιστοσύνη.
Τώρα τραβώ αργά τη μπλούζα του προς τα κάτω, τον παρακινώ να βγει από τη φούσκα του αέρα και να βουτήξει. Αργά. Να ‘τος, κατεβαίνει, μπαίνει ολόκληρος στο νερό, παίρνει μερικές βαθιές ανάσες και μου κάνει σήμα ότι δεν μπορεί γιατί όταν εκπνέει, οι φυσαλίδες αέρα μπαίνουν στη μύτη του, βήχει και μετά ξαναμπαίνει μέσα στη μικρή κοιλότητα. Μου φαίνεται απίστευτο ότι μετά από δεκαεπτά ώρες στη θάλασσα, με το κεφάλι του κολλημένο σε μια τρύπα όχι μεγαλύτερη από ένα μπολ, στο σκοτάδι, χωρίς καμία δυνατότητα να καλέσει βοήθεια, είναι ακόμα τόσο διαυγής!”
“Στο δίχτυ εργαλείων μου έχω τη μάσκα που βρήκα στην αρχή της σήραγγας. Του τη δίνω. Αν δεν την είχα, θα του έδινα τη δική μου, θα ήταν πιο περίπλοκο, αλλά ξέρω ότι με κάποιο τρόπο θα τα κατάφερνα και πάλι. Αλλά ευτυχώς έχουμε δύο. Ο Αντόνιο βάζει τη δικιά του, βουτάει μέσα, σφίγγει ακόμα πιο σφιχτά τον καρπό μου, η αναπνοή του είναι λίγο πιο γρήγορη αλλά καταλαβαίνω ότι είναι παρών, δεν είναι σε σύγχυση. Του δείχνω το σκοινί που φτάνει στον Caforio τον επιβλέποντα, στην είσοδο της σήραγγας, και καταλαβαίνει ότι μας οδηγεί προς την έξοδο. Συνειδητοποιώ ότι δεν μπορεί να κινηθεί εύκολα, στην πραγματικότητα είναι εντελώς άκαμπτος, ένα μόνο σώμα που πρέπει να το καθοδηγήσω αργά.
“Φτάνουμε στο σημείο συμφόρησης, το πιο περίπλοκο πέρασμα. Τώρα που είμαστε δύο, δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω την ίδια τεχνική με πριν. Η μόνη δυνατότητα είναι να σταματήσω εγώ να αναπνέω μέχρι να βρεθούμε και οι δύο, με τις φιάλες, στην άλλη πλευρά. Παίρνω βαθιά αναπνοή και του αφήνω τον ρυθμιστή μου. Στην άπνοια μου γλιστράω μέσα, τραβώντας τον Antonio πίσω μου, ο οποίος με τη σειρά του σέρνει τις φιάλες. Όταν βρισκόμαστε στην άλλη πλευρά, βάζω τον εξοπλισμό μου ξανά στους ώμους μου. Πάντα αργά, ήρεμα. Ο Αντόνιο συνεχίζει να κρατάει τον αριστερό μου καρπό, χωρίς να τον αφήνει ποτέ.
Τώρα νιώθω την αναπνοή του να βελτιώνεται. Έχουμε ακόμα περίπου δέκα μέτρα μπροστά μας μέχρι την έξοδο από τη σήραγγα. Ο βοηθός μου, ο Caforio, ο οποίος πάντα κρατούσε λίγο τεντωμένο το σχοινί που μας ενώνει, συνεχίζει να το ανασύρει και ως εκ τούτου είναι σε υψηλή επιφυλακή, περιμένει να με δει να βγαίνω από το βράχο ανά πάσα στιγμή.
Ο Pasquale, ο πυροσβέστης, που παρέμεινε στην επιφάνεια, δεν έχασε ποτέ από τα μάτια του τον Caforio, που παραμόνευε πάντα μπροστά από την είσοδο της σήραγγας. Όταν βλέπει τον νεαρό με το μαγιό του και το λευκό μπλουζάκι, βοηθούμενος από τους δύο συναδέλφους του με τις μαύρες στολές και τη συσκευή κατάδυσης, να έρχεται προς την επιφάνεια, δεν πιστεύει στα μάτια του: βγάζει τον αναπνευστήρα του και φωνάζει δυνατά: “Είναι ζωντανός! Είναι ζωντανός!”
Στην περιοχή αυτή, η ακτογραμμή βρίσκεται ψηλά πάνω από τη θάλασσα. Υπάρχει μόνο ένα σημείο όπου υπάρχει ένα μικρό σκαλοπάτι, μια εσοχή στον βράχο που στη συνέχεια ανεβαίνει απότομα, αλλά βατή, μέχρι τον δρόμο που βρίσκεται από πάνω. Από εκεί κατεβαίνουν κάποιοι συγγενείς, φίλοι, που περίμεναν και οι οποίοι σπεύδουν να τραβήξουν τον Αντώνιο από τη θάλασσα. Τον βοηθούν να καθίσει σε εκείνο το σκαλοπάτι στην άκρη του νερού, ενώ ο Νίκο παραμένει στη θάλασσα και συνεχίζει να τον αγγίζει, να τον κάνει να νιώσει την παρουσία του, και είναι αυτός που τον παροτρύνει με μεγάλη θέρμη: Μην το βάζεις κάτω! Μην τα παρατάς! Πέρασες την πιο δύσκολη δοκιμασία, μην το βάζεις κάτω! Έλα, μπορείς να τα καταφέρεις!”
Ο Αντόνιο κάθεται στον βράχο. Υπάρχουν πέντε ή έξι γύρω του, που του δίνουν μικρές γουλιές νερού, του κάνουν μασάζ στα άκρα, βγάζουν τα ρούχα τους και τα βάζουν στον Αντόνιο. Τον φωνάζουν, του μιλάνε, εκείνος απαντά μόνο με χειρονομίες, αλλά είναι σαφές ότι είναι παρών, ότι είναι σε επαρκή εγρήγορση.
Δεν υπάρχει τρόπος να τον μεταφέρουν στην πλάτη από αυτόν τον βράχο μέχρι ψηλά. Ο Αντόνιο πρέπει να κάνει αυτή την τελευταία προσπάθεια μόνος του, ανεβαίνοντας στον βράχο, όσο κι αν τον βοηθούν και τον στηρίζουν βήμα προς βήμα οι άνθρωποι που ανεβαίνουν μαζί του προς τα πάνω. Η νεκροφόρα που βρισκόταν εκεί από την αυγή φεύγει. Κανείς δεν σκέφτηκε να καλέσει ασθενοφόρο. Για όλους ήταν μια επιχείρηση ανάσυρσης νεκρού. Ο Antonio μεταφέρθηκε με αυτοκίνητο στο πλησιέστερο νοσοκομείο, στη Mola, και στη συνέχεια στο πιο εξειδικευμένο στην Acquaviva. Εδώ ο Pierluigi De Napoli, πνευμονολόγος, δύτης και ναυτικός επίσης “άνθρωπος της θάλασσας”, του έδωσε τις πρώτες βοήθειες, τον υπέβαλε σε μια σειρά από εξετάσεις και στη συνέχεια, δηλώνοντας ότι ήταν εκτός κινδύνου, είπε: “Ήταν τυχερός, δεν θα μπορούσε να είχε επιβιώσει σε αυτές τις συνθήκες, δεν είχε πάνω από μια ώρα ζωής”.
Μία ώρα. Όταν ο Νίκο Φουμάι μαθαίνει τη δήλωση του Δρ Ντε Νάπολι, δεν μπορεί παρά να θυμηθεί εκείνο το είδος της ηλεκτροπληξίας που είχε, όταν όλοι πίστευαν ότι υπήρχε ένα πτώμα προς ανάκτηση. Εκείνη η παράλογη διαίσθηση που τον οδήγησε στην απόφαση να επισπεύσει την έναρξη της επιχείρησης κατά μία ώρα. Μια ώρα. Ο Νίκο χάιδεψε τον αριστερό του καρπό με το δεξί του χέρι, εκείνο που ο Αντόνιο είχε σφίξει με αφάνταστη δύναμη καθ’ όλη τη διάρκεια της εξόδου. Πονάει ακόμα λίγο, αλλά είναι ένας πόνος που τον έχει συμπαθήσει, σχεδόν εύχεται να μην έφευγε ποτέ.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο Νίκο Φουμάι λαμβάνει το διεθνές βραβείο “Captains Courageous (κουράτζους)”, το οποίο απονεμήθηκε πριν από αυτόν σε ανθρώπους όπως ο Φράνσις Τσίτσεστερ, ο Αμπρότζιο Φόγκαρ, ο Ζακ Κουστώ, ο Τσίνο Ρίτσι, ο Φόλκο Κουίλιτσι, ο Έντσο Μαγιόρκα, η Ροσάνα Μαγιόρκα, ο Ζακ Μαγιόλ και ο Φρανσίσκο Φερέρας, γνωστός ως “Πίπιν”.
Άνθρωποι της Θάλασσας!