Home » Blog » Ελληνικός Πολιτισμός »
γράφει η Σταυρούλα Καραμπάτου
κατηγορία:
Ελληνικός Πολιτισμός / Νεότερη περίοδος / Κοινωνική ζωή / Πολιτική Οργάνωση
Οι κυριότερες θεσμικές, πολιτειακές και πολιτικο-ιδεολογικές μεταβολές.
Η έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης σήμανε τη λήξη της οθωμανικής κυριαρχίας και την έναρξη της θεμελίωσης του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Η διαμόρφωση της πολιτικής του ιστορίας από το 1821 ως το 1864, την οποία θα μπορούσαμε να χωρίσουμε σε πέντε περιόδους, καθώς και τις σπουδαιότερες θεσμικές, πολιτειακές και πολιτικο-ιδεολογικές μεταβολές, που σημειώθηκαν στα πλαίσιά τους, παρουσιάζονται σε έξι ενότητες.
Στην πρώτη ενότητα γίνεται μια σύντομη αναφορά στην τουρκοκρατία και στον γενικότερο, και στον ευρωπαϊκό χώρο, κλίμα μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν και ωρίμασαν οι συνθήκες που οδήγησαν στην Επανάσταση. Στη συνέχεια εξετάζουμε τις πέντε περιόδους που προαναφέραμε ως εξής: στη δεύτερη ενότητα την Επαναστατική περίοδο (1821-1828), στην τρίτη την περίοδο της διακυβέρνησης του Καποδίστρια (1828-1831), στην τέταρτη την Απολυταρχική περίοδο (1833-1843), στην πέμπτη την περίοδο της Συνταγματικής Μοναρχίας (1844-1864) και τέλος στην έκτη ενότητα την έναρξη της περιόδου της Βασιλευομένης Δημοκρατίας (1864).
Τουρκοκρατία
Κατά τη διάρκεια της μακραίωνης περιόδου της οθωμανικής κυριαρχίας, η οποία άρχισε συμβατικά με την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453, [στον ευρύτερο βυζαντινό χώρο η τουρκική παρουσία σημειώθηκε νωρίτερα, ή και αργότερα από το 1453. Π.χ. το εσωτερικό της Μ. Ασίας κατακτήθηκε από το 1071-μάχη Ματζικέρτ- και έπειτα, ενώ η Κρήτη το 1669] ο ελληνισμός κατόρθωσε να επιβιώσει, μέσα σε ένα «φεουδαρχικού» συστήματος κράτος, χωρίς σταθερούς νόμους [εξαρτημένους από τη βούληση και την αυθαιρεσία του Σουλτάνου], δουλεύοντας σκληρά και παλεύοντας με κάθε τρόπο [δημιουργία σώματος κλεφτών – τάξη ανδρών που δεν υπέκυψαν στον τουρκικό ζυγό, κινήματα π.χ. Λοιδωρικιωτών 1574, επανάσταση 1770 κλπ.] εναντίον των πολλαπλών πιέσεων [παιδομάζωμα, βαριά φορολογία, έλεγχος και εξάρτηση από τους αφέντες] που δεχόταν. Αφ΄ ενός μεν η ανάπτυξη του ευρωπαϊκού εμπορίου στην ανατολική Μεσόγειο, αφ΄ ετέρου δε η εντονότερη μετανάστευση λόγω των δυσκολιών που προαναφέραμε και η δημιουργία παροικιών τον 18ο αι., έφεραν σε επαφή τους ραγιάδες [Χριστιανοί υπήκοοι του Σουλτάνου] με την Ευρώπη και το πνευματικό (φιλοσοφικό και πολιτικό) κίνημα του Διαφωτισμού.
Στόχοι του ήταν η ιδέα της προόδου ολόκληρης της κοινωνίας και η αναζήτηση της ευμάρειάς της, ενώ τα μέσα για την επίτευξή τους ήταν η απόκτηση επιστημονικής γνώσης που στηρίχτηκε στην πρόοδο των μαθηματικών, της αστρονομίας, της φυσικής, της χημείας και η καλλιέργεια της ανθρώπινης λογικής με την απελευθέρωση από τα δόγματα και την αναζήτηση. Ο επιστημονικός ορθολογισμός συνδέθηκε με την κοινωνία και την πολιτική. Η δημοσίευση της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, μετά το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης (1789), σύμφωνα με την οποία το έθνος ορίστηκε ως μοναδική πηγή εξουσίας, αντανακλά την επίδραση του Διαφωτισμού στην πολιτική.
Σύμφωνα με τις αρχές του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού δημιουργήθηκε, κατά το δεύτερο μισό του 18ου αι., ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, με κύριους εκφραστές τον Ρ. Βελεστινλή-Φερραίο και τον Αδ. Κοραή και στόχο να «φωτίσει» το λαό, με την ίδρυση σχολείων και την έκδοση βιβλίων, και να τονώσει την αυτοπεποίθησή [με τη σύνδεσή του με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και τα κατορθώματα των προγόνων του] του και το αγωνιστικό του πνεύμα, προετοιμάζοντάς τον έτσι για τον αγώνα της ανεξαρτησίας.
Για την επιτυχία αυτού του σκοπού έπρεπε να συγκεντρωθούν όλες οι τάσεις και οι δυνατότητες που είχαν δημιουργηθεί και να πειθαρχήσουν κάτω από τη διεύθυνση μιας αρχής. Το έργο αυτό ανέλαβε η μυστική οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας, η οποία ιδρύθηκε στην Οδησσό το 1814. Οι ιδρυτές της Ν. Σκουφάς, Αθ. Τσακάλωφ, Εμμ. Ξάνθος, για να εξασφαλίσουν μεγάλη συμμετοχή, επινόησαν το μύθο της Αόρατης Αρχής αφήνοντας να εννοηθεί η Ρωσία, που βρισκόταν «πίσω» από την οργάνωση, δημιουργώντας έτσι αίσθημα εμπιστοσύνης.
Η Ελληνική Επανάσταση, αποτέλεσμα διεργασιών πολλών ετών, που στόχευε, στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων της ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και της τιμής, στη δημιουργία έθνους-κράτους και στην ανατροπή του απολυταρχισμού του σουλτάνου, κηρύχθηκε, κάτω από πιεστικές συγκυρίες [αναταραχές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, κίνδυνος αποκάλυψης μυστικών της Φιλικής Εταιρείας], στις 22 Φεβρουαρίου 1821 στο Ιάσιο της Μολδαβίας από τον Αλ. Υψηλάντη (αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας) και γρήγορα εξαπλώθηκε.
Επαναστατική περίοδος (1821-1828)
Η έναρξη του αγώνα στον ελληνικό χώρο έγινε κατά τόπους με διαφορετικούς αρχηγούς, χωρίς την κατεύθυνση οργανωμένης πολιτικής εξουσίας [λόγω της αμέλειας των Φιλικών να φροντίσουν τα ζητήματα διακυβένησης, πεπεισμένοι ότι κάποιο σημαντικό πρόσωπο θα αναλάμβανε την τύχη της Ελλάδος], έχοντας ως στρατιώτες ανθρώπους διαφορετικών τάξεων [γεωργοί, κτηνοτρόφοι, έμποροι, ναυτικοί, πρόκριτοι, αρματολοί, κλέφτες, λόγιοι, Φαναριώτες] και κατά συνέπεια διαφορετικών αντιλήψεων και συμφερόντων. Η εδραίωση της Επανάστασης μετά από συνεχείς επιτυχίες [καταλήψεις Καλαμάτας, Σαλώνων, Λιβαδειάς, Κάτω πόλης Αθηνών), που δημιούργησε την ανάγκη της εξεύρεσης οικονομκών πόρων, και ο κίνδυνος της δημιουργίας καθεστώτος αυθαιρεσίας, έκαναν αναγκαία την ύπαρξη κεντρικής εξουσίας.
Η σύσταση της Πελοποννησιακής Γερουσίας στις 26 Μαϊου 1821, από προύχοντες, αρχιερείς και οπλαρχηγούς, με σκοπό να κυβερνά ως απόλυτη αρχή και των άλλων τοπικών Οργανισμών –Γερουσία στη Δυτική Στερεά, που ιδρύθηκε από τον Μαυροκορδάτο και ΄Αρειος Πάγος στην Ανατολική Στερεά, που ιδρύθηκε από τον Νέγρη- δεν έλυσε το πρόβλημα. Μετά τις επιτυχίες κατά το πρώτο εξάμηνο της Επανάστασης και με αποκορύφωμα την άλωση της Τριπολιτσάς, στρατιωτικού και διοικητικού κέντρου των Οθωμανών στο Μοριά, στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, μπήκε το θέμα της παγίωσης της ανεξαρτησίας με τη δημιουργία κυβέρνησης. Οι ισχυρές ομάδες (Προεστοί, καπεταναίοι, δημογέροντες νησιών), που διεκδικούσαν την εξουσία και δεν είχαν να αναδείξουν κάποιον αρχηγό με ιδιαίτερα προσόντα και γνώσεις -βάσει των ευρωπαϊκών προτύπων πάνω στα οποία έπρεπε να στηριχτεί το νέο κράτος για να επιβιώσει-, συσπειρώθηκαν γύρω από τους αρχηγούς δύο νέων ομάδων-κομμάτων, γόνους αριστοκρατικών οικογενειών από το Φανάρι, με κύρος, διασυνδέσεις και ευρωπαϊκή παιδεία και συμπεριφορά, τον Δ. Υψηλάντη, που εκπροσωπούσε τους στρατιωτικούς (μαζί του τάχθηκαν οι δυσαρεστημένοι από τις αποφάσεις της Πελοποννησιακής Γερουσίας, κυρίως οπλαρχηγοί), και τον Αλ. Μαυροκορδάτο, που εκπροσωπούσε τους πολιτικούς (μαζί του τάχθηκαν οι προεστοί).
Κατά την Α΄ Εθνική Συνέλευση, που συνήλθε στην Επίδαυρο, με πρόεδρο τον Μαυροκορδάτο (το κύρος του είχε ενισχυθεί από την επιρροή του στην δυτική Στερεά και τη δημιουργία του συνταγματικού κειμένου της Γερουσίας της Δυτικής Ελλάδας, πάνω στο οποίο στηρίχτηκε ο συνταγματικός χάρτης του νέου κράτους), έγινε η Διακήρυξη της Ελληνικής Ανεξαρτησίας στις 1 Ιανουαρίου 1822 και η ψήφιση με δημοκρατικές διαδικασίες (ψήφιση από την ολομέλεια της Εθνικής Συνέλευσης, μετά την επεξεργασία προσχεδίων από επιτροπή) του φιλελεύθερου (επηρεασμένο από τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση) Α΄ Συντάγματος (Οργανικός νόμος), που έβαλαν τα θεμέλια του ελεύθερου ελληνικού κράτους.
Ορίστηκαν επίσης το Βουλευτικό με πρόεδρο τον Υψηλάντη, το Εκτελεστικό με πρόεδρο τον Μαυροκορδάτο και η κυβέρνηση. Το Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος ήταν το καθεστώς που προέκυψε και το οποίο διατυπώθηκε έτσι ώστε να μπορεί να δεχτεί μονάρχη από τη Δύση.
Στην περίοδο που ακολούθησε, το νεότευκτο κράτος, που γνώρισε ήττες (μάχη του Πέτα τον Ιούλιο του 1822 με αρχηγό το Μαυροκορδάτο, του οποίου το κύρος θίχτηκε και μαζί του οργανωμένου κράτους και των ευρωπαϊκών πολεμικών τακτικών), εσωτερικές αντιθέσεις (του ΄Αρειου Πάγου στην Ανατολική Στερεά με τους στρατιωτικούς, που οδήγησε σε ανταρσία και διώξεις) και νίκες (Δερβενάκια τον Ιούλιο του 1822, Ναύπλιο τον Νοέμβριο του 1822), δεν κατάφερε να γίνει ισχυρό και ενιαίο, ώστε να επιβάλλει την ανεξαρτησία του.
Μέσα σ΄ αυτό το κλίμα, συνήλθε τον Απρίλιο του 1823 η Β΄ Εθνική Συνέλευση στο Άστρος, με σκοπό να αποκαταστήσει το κύρος της κεντρικής εξουσίας. Στην ουσία διόρθωσε ορισμένες διατάξεις του Α΄ Συντάγματος και εξέδωσε το Νόμο της Επιδαύρου (νέος θεσμικός χάρτης). Αντικατέστησε επίσης και τον πρόεδρο του Εκτελεστικού. Νέος πρόεδρος ορίστηκε ο Π. Μαυρομιχάλης.
Η κατάσταση όμως δεν άλλαξε. Οι αυθαιρεσίες δημιουργούσαν και νέες εντάσεις μεταξύ του Εκτελεστικού και του Βουλευτικού, θέτοντας σε κίνδυνο την τύχη της Επανάστασης. Οι ελπίδες είχαν στραφεί πια προς την εξεύρεση λύσης από τη Δύση, η οποία επετεύχθη ως αποτέλεσμα των φιλελληνικών κινήσεων στην Ευρώπη (δημιουργία φιλελληνικών επιτροπών Παρίσι, Γένοβα, Ζυρίχη κλπ, επιρροή Λόδρου Μπάυρον) και της συνειδητοποίησης από την πλευρά των Μεγάλων Δυνάμεων της αδυναμίας των δύο αντιπάλων της επανάστασης να δώσουν τέλος στον αγώνα, διατηρώντας ανοιχτά μέτωπα συγκρούσεων και αναταραχών. Η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων άλλαξε, η Ελληνική Κυβέρνηση αναγνωρίστηκε, χορηγήθηκαν δάνεια. Η παραλαβή του πρώτου δανείου από την Αγγλία στις αρχές του 1824 όχι μόνο δεν στήριξε το κράτος, αλλά προκάλεσε εμφύλιο πόλεμο (η καθεμιά από τις ισχυρές ομάδες ήθελε να διαχειριστεί τα χρήματα του δανείου και να επιβάλλει την εξουσία της στους υπολοίπους), ενώ ο αγώνας είχε φθάσει σε αδιέξοδο.
Μέσα σ΄ αυτό το κλίμα, παράλληλα με τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1827, που επιβεβαίωνε την πρόθεση των Μεγάλων Δυνάμεων για μεσολάβηση, συνήλθε η Γ΄ Εθνική Συνέλευση στην Τροιζήνα και αποφάσισε σύμφωνα με την κοινή γνώμη, για το συμφέρον της πατρίδας και του αγώνα, να μετατρέψει το πολίτευμα σε Μοναρχικό, ώστε να αναλάβει τη διεύθυνση του κράτους ένας μόνο κυβερνήτης και να λείψουν τα προβλήματα της πολυαρχίας. Ο υποψήφιος θα έπρεπε να ήταν Έλληνας του εξωτερικού με σημαντική θέση στην Ευρώπη. Ανακηρύχτηκε κυβερνήτης για 7 χρόνια ο επικρατέστερος για τη θέση αυτή, κόμης Ιωάννης Καποδίστριας, Κερκυραϊκής καταγωγής, τέως υπουργός εξωτερικών της ρωσικής κυβέρνησης (παραιτήθηκε το 1822, μετά την αποτυχία του να πείσει τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄ να βοηθήσει τους επαναστατημένους Έλληνες), που ζούσε στη Γενεύη, απ΄ όπου αγωνιζόταν για τη συμπαράσταση κυβερνήσεων και προσωπικοτήτων στον επαναστατικό αγώνα.
Περίοδος της διακυβέρνησης του Καποδίστρια (1828-1831)
Αφού ξεπέρασε τους ενδοιασμούς (προβληματιζόταν να αναλάβει ένα κράτος χωρίς διοικητικές προϋποθέσεις και οικονομικούς πόρους, όμως μετά την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου τον Οκτώβριο του 1827 και τη στρατιωτική ήττα των αντιπάλων της Επανάστασης, ήλπιζε στη συνδρομή τους) του, αποδέχτηκε το αξίωμα και ανέλαβε, με τη συμπαράσταστη του πολύπαθου λαού, που τον υποδέχτηκε ως σωτήρα, το δύσκολο έργο της δημιουργίας και τη διακυβέρνησης του ελληνικού κράτους, με την άφιξή του στην Αίγινα στις 12 Ιανουαρίου του 1828, χωρίς την υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων. Στόχος του ήταν η συγκρότηση ενός κράτους ενιαίου και οργανωμένου σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Για να τον πετύχει έκρινε απαραίτητη την ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας, που την πραγματοποίησε με τη διάλυση της Εθνικής Συνέλευσης και τη συγκέντρωση της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας στα χέρια του. Το Πανελλήνιο Συμβούλιο, που δημιούργησε σε αντικατάστασή της, είχε μόνο γνωμοδοτικό χαρακτήρα.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα αποκατέστησε τη δημόσια ασφάλεια με την καταστολή της αναρχίας και της πειρατίας, ανόρθωσε την οικονομία με την Ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας και κοπής νομισμάτων, έβαλε τις βάσεις της εκπαίδευσης με την ίδρυση και ανέγερση σχολείων, διαίρεσε το κράτος διοικητικά σε Τμήματα (νομούς) και διόρισε Επιτρόπους (διοικητές), ανασύνταξε τον στρατό και τον στόλο, ανακατέλαβε τη Στερεά (1828-1829), πέτυχε τη διεύρυνση των συνόρων της Ελλάδας με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, 10 Μαρτίου 1829.
Παρ΄ όλα αυτά όμως ο συγκεντρωτισμός του Καποδίστρια είχε από την αρχή δημιουργήσει δυσαρέσκειες στους προκρίτους (κυρίως της Μάνης), οι οποίες ενισχύθηκαν από την αναβλητικότητά του σχετικά με τη διεξαγωγή εκλογών για τη σύγκληση Εθνικής Συνέλευσης υπόσχεση την οποία είχε δώσει όταν διέλυσε την Εθνική Συνέλευση. Αυταρχικοί χειρισμοί πριν από τις εκλογές (ενίσχυση του Πανελληνίου με μέλη, τα οποία εξασφάλισαν την υποστήριξη της άποψης του Καποδίστρια για τη συμμετοχή μόνο αυτόχθονων στις εκλογές) και κατά τη διάρκειά τους (ανάμιξη των υπαλλήλων του), επέτειναν τις δυσαρέσκειες και δημιούργησαν νέα μέτωπα.
Η Δ΄ Εθνική Συνέλευση, που έγινε τελικά τον Ιούλιο του 1829 στο Άργος, ουσιαστικά επικύρωσε τις ενέργειες του Κυβερνήτη και του παραχώρησε την απόλυτη εξουσία για τον χειρισμό των εθνικών θεμάτων, ενώ ορισμένες αυταρχικές αποφάσεις -εκλογή των μελών της Γερουσίας από τον Κυβερνήτη και όχι από την Εθνική Συνέλευση, ή από το λαό- της Συνέλευσης έστρεψαν εναντίον του και τους δημοκρατικούς. Η προετοιμασία της διανομής των εθνικών γαιών στους ακτήμονες ενίσχυσε την αντιπολίτευση, η οποία πήρε πλέον επιθετικό χαρακτήρα, υπό την αρχηγία των Υδραίων -ο Καποδίστριας δεν είχε τηρήσει την υπόσχεση που τους είχε δώσει για ευνοϊκές κυβερνητικές ενέργειες, ως ανταμοιβή της θυσίας τους υπέρ του αγώνα. Μια σειρά εξεγέρσεων που ξέσπασαν (στο Λιμένι, στη Λαμία, στην ΄Υδρα, στη Σύρο, στη Μάνη) και τα μέτρα -διώξεις, κατάργηση της ελευθεροτυπίας κλπ.- που πήρε ο Καποδίστριας για την καταστολή τους έκαναν ακόμα πιο δυσμενή τη θέση του με αποτέλεσμα, για τον ίδιο να δολοφονηθεί από τους Μανιάτες Κωνσταντίνο και τον Γεώριο Μαυρομιχάλη στις 27 Σεπτεμβρίου 1831, και για το πολίτευμα να πάρει τον δρόμο για την εγκαθίδρυση του απολυταρχικού πολιτεύματος, που τον είχε ανοίξει η Δ΄ Εθνική Συνέλευση.
Απολυταρχική περίοδος (1833-1843)
Η περίοδος των συγκρούσεων και των αναταραχών που ακολούθησε έληξε με την άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο στις 25 Ιανουαρίου 1833, η οποία σηματοδοτεί την έναρξη της απολυταρχικής περιόδου, στην οποία θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο υποπεριόδους.
Η πρώτη περιλαμβάνει τα χρόνια της Αντιβασιλείας του ΄Οθωνα (1833-1835) και η δεύτερη τα χρόνια της Απόλυτης Μοναρχίας του (1835-1843).
Στη διάρκεια της Ε΄ Εθνικής Συνέλευσης (Δεκέμβριος 1831-Μάρτιος 1832), που συνήλθε στο Άργος, ψηφίστηκε το νέο Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος που εγκαθίδρυε το μοναρχικό πολίτευμα, σύμφωνα με το πρότυπο της Γαλλικής Παλινόρθωσης, με την ελπίδα να επιβληθεί η τάξη και να σωθεί το κράτος από το χάος. Ο βασιλιάς, κληρονομικό αξίωμα, είχε πολλά προνόμια, χωρίς να φέρει ευθύνες. Η απεριόριστη και νομικά αδέσμευτη εξουσία (λόγω της απουσίας συντάγματος) του μονάρχη επικυρωνόταν και από τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1832, η οποία: ανέθετε την κυριαρχία της Ελλάδας στον ανήλικο Όθωνα, εξουσιοδοτούσε τον πατέρα του Λουδοβίκο-Βασιλιά της Βαυαρίας, να διορίσει τριμελή Αντιβασιλεία ως την ενηλικίωσή του, προέβλεπε τον σχηματισμό στρατιωτικού σώματος και έθετε το νέο βασίλειο υπό την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων για την εξασφάλιση και την αποπληρωμή δανείου.
Πράγματι, η Αντιβασιλεία, που απαρτιζόνταν από τρεις διακεκριμένες προσωπικότητες, τον κόμη ΄Αρμανσμπεργκ (πρόεδρο και υπεύθυνο των οικονομικών), τον καθηγητή Γεώργιο Μάουρερ (υπεύθυνο του θεσμικού) και τον ΄Ευντεκ (υπεύθυνο των στρατιωτικών), ανέλαβε την εξουσία τον Ιανουάριο του 1833. Οι Αντιβασιλείς, νόμιμοι εκπρόσωποι του Λουδοβίκου, εξαρτημένοι από την κρίση του, άσκησαν την Απόλυτη Μοναρχία, συγκεντρώνοντας τη νομοθετική και δικαστική εξουσία στα χέρια τους.
Σκοπός τους ήταν «η θεραπεία των κακών και η παρασκευή μέλλοντος ευδαίμονος» [Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού ΄Εθνους, Τόμος Ζ΄, Μέρος Β΄, Κεφάλαιο ΙΣΤ΄, Από της τελευταίας περιόδου του αγώνος του 1821 μέχρι του 1881, Νίκας, Αθήνα 1972, σελ. 257], για την επίτευξη του οποίου εργάστηκαν οι ίδιοι και πλήθος Βαυαρών πάνω σε ευρωπαϊκά πρότυπα διαμόρφωσης θεσμών του κράτους.
Οργάνωσαν: την πολιτική διοίκηση του κράτους, διαιρώντας το σε νομαρχίες και δήμους, τη δημόσια εκπαίδευση, ιδρύοντας γυμνάσια και δημοτικά σχολεία, την εκκλησιαστική διοίκηση, ανακηρύσσοντας την Εκκλησία της Ελλάδος σε Aυτοκέφαλη, και δημιούργησαν τακτικό στρατό.
Όμως, η συμμετοχή Βαυαρών στον στρατό δημιούργησε αντιθέσεις και η παρουσία τους σε σημαντικές θέσεις του κρατικού μηχανισμού δυσαρέστησε προύχοντες και διανοουμένους, που ήλπιζαν στην ανάληψή τους. Η αντιμετώπιση των κομμάτων από την Αντιβασιλεία πρόσθεσε και άλλες δυσαρέσκειες.
Τα Πολιτικά Κόμματα, που είχαν τις ρίζες τους στις οργανωτικές μεθόδους της Φιλικής Εταιρείας και στις κοινωνικο-ιδεολογικές αντιθέσεις κυρίως κατά τη διάρκεια της επανάστασης, διαμορφώθηκαν μετά το 1824, όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις πήραν θέση απέναντι στο ελληνικό ζήτημα, και διακρίνονται στο Αγγλικό, το Γαλλικό και το Ρωσικό [Γ. Μαργαρίτης, Σπ. Μαρκέτος, Κ. Μαυρέας, Ν. Ροτζώκος, Ελληνική Ιστορία, Τόμος Γ΄, Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 1999, Σελ. 117, 146-7].
Η Αντιβασιλεία για να στηρίξει την εξουσία της, με αποκλεισμό από αξιώματα, διώξεις και φυλακίσεις έπληξε το δυνατότερο, το Ρωσικό και ευνόησε τα ασθενέστερα. Αποτέλεσμα των σφαλμάτων της ήταν να γίνουν λανθασμένες κινήσεις, κάτω από πιέσεις και προβλήματα, που έφεραν τη σύγκρουση μεταξύ των μελών της και την αποχώρηση του Μάουρερ, καθώς επίσης και εσωτερικές εντάσεις και εξεγέρσεις στη Μάνη και στη Μεσσηνία.
Το κλίμα έντασης συνεχίστηκε και μετά την ενηλικίωση του Όθωνα και την ανάληψη των καθηκόντων του, τον Μάιο του 1835. Οι προσδοκίες της κοινής γνώμης για συμμετοχή της στην ελληνική κυβέρνηση, που έπεσαν στο κενό με το διορισμό του ΄Αρμανσμπεργκ (ως αρχιγραμματέα) και στη συνέχεια του Ιγνάτιου φον Ρούντχαρντ (ως πρωθυπουργού), καθώς και η νέα φορολογία, τροφοδότησαν τη δυσαρέσκεια του λαού. Ο απολυταρχισμός του Όθωνα, που «απέλυσε» τον αρχιγραμματέα του και οδήγησε σε παραίτηση τον πρωθυπουργό του, άνοιξε νέα μέτωπα με τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε ένα μέγιστο έργο για τη μέλλουσα πνευματική και επιστημονική ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας και της εθνικής ιδεολογίας, την ίδρυση του «Πανεπιστημίου Όθωνος», τον Μάιο του 1837, επί κυβερνήσεως Ρούντχαρντ.
Οι εντάσεις και οι δυσαρέσκειες, στις οποίες προστέθηκαν και άλλες εξ΄ αιτίας άτυχων διπλωματικών χειρισμών (εμπορική συνθήκη με την Τουρκία (Μάρτιος 1840) και οικονομικής κρίσης (αδυναμία εξασφάλισης νέου δανείου), δημιούργησαν έναν νέο κοινό στόχο μεταξύ των κομμάτων της αντιπολίτευσης, τη διεκδίκηση συντάγματος, δηλαδή αντιπροσωπευτικού συστήματος διακυβέρνησης του κράτους. Υπήρχαν και από νωρίτερα οι κοινοί στόχοι, της ανεξαρτησίας, της ενότητας και του αλυτρωτισμού, απελευθέρωση όλων των Ελλήνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, είτε με τον κατακερματισμό της, είτε με την αντικατάσταση του Σουλτάνου από ορθόδοξο αυτοκράτορα.
Δύο συνωμοσίες οργανώθηκαν για το σκοπό αυτό. Η μεν πρώτη (1839) αποκαλύφθηκε λίγες μέρες πριν την εκδήλωσή της, η δε δεύτερη (3 Σεπτεμβρίου 1843) όχι μόνο εκδηλώθηκε, αλλά σήμανε και το τέλος της Απολυταρχικής Περιόδου. Τα τρία κόμματα με τη συμμετοχή των στρατιωτικών οργάνωσαν κίνημα και επέβαλαν στον Όθωνα την παραχώρηση συντάγματος, την επικύρωση της νέας κυβέρνησης, που μόλις είχαν εκλέξει και την προκήρυξη εκλογών για την ανάδειξη Εθνικής Συνέλευσης. Πράγματι, οι εργασίες της άρχισαν, με τη συμμετοχή εκλεγμένων αντιπροσώπων (και από τις υπόδουλες περιοχές), τον Νοέμβριο και τελείωσαν τον Μάρτιο του 1844, οπότε με την ψήφιση του Συντάγματος και την εφαρμογή του άρχισε η περίοδος της Συνταγματικής Μοναρχίας, δηλαδή της διακυβέρνησης από τον μονάρχη, του οποίου όμως οι εξουσίες και τα δικαιώματα ορίζονταν από το Σύνταγμα.
Συνταγματική Μοναρχία (1844-1864)
Το Σύνταγμα του 1844, βασισμένο κυρίως στο Γαλλικό (1830) και λιγότερο στο Βελγικό (1831), ήταν συντηρητικό με ορισμένες φιλελεύθερες διατάξεις, κυρίως για την προστασία ατομικών ελευθεριών (π.χ. ανεξιθρησκεία, απόρρητο επιστολών). Συγκεκριμένα, καθιέρωνε τον βασιλιά ως ανώτατο (κυρίαρχο) όργανο του κράτους, με εκτελεστική εξουσία (που την ασκούσε μέσω των υπουργών, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τις πράξεις του) και νομοθετική (που την ασκούσε άμεσα με τη νομοθετική πρωτοβουλία και την κύρωση των νόμων και έμμεσα με τον διορισμό των μελών της Γερουσίας –δεύτερο νομοθετικό σώμα που ίδρυε το Σύνταγμα- και τη διάλυση της Βουλής), από τον οποίο πήγαζε η δικαιοσύνη (που διενεργείτο από δικαστές που είχε ο ίδιος διορίσει). [Ν. Αλιβιζάτος, Εισαγωγή στην ελληνική συνταγματική ιστορία, 1821-1940, Σάκκουλας, Αθήνα 1981, σελ. 62-65].
Στην περίοδο που ακολούθησε την ψήφιση του Συντάγματος βελτιώθηκε η θέση των αρχουσών ομάδων (προυχόντων και οπλαρχηγών), με την ανάληψη εξουσιών, και του λαού, με τη γενική (των ανδρών) συμμετοχή του στις ψηφοφορίες. Η αναβάθμιση του ρόλου των κομμάτων και οι μεταβολές των μεταξύ τους συμμαχιών προκάλεσαν συνεχείς εντάσεις. Οι επεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων δεν έλειψαν, όπως και η εξάρτηση του κράτους από τον δανεισμό τους, που το οδήγησε σε δεινή οικονομική θέση. Η ληστεία επέτεινε τα προβλήματα. Γενικότερα, το κράτος, αυτοϋπονομευόμενο, αδιαφόρησε για τη δημιουργία υποδομών ανάπτυξης. Τη νομιμοποίησή του την εξασφάλιζε με την υιοθέτηση της πολιτικής του αλυτρωτισμού, «…εμερίμνα περί του μεγάλου εθνικού μέλλοντος ή περί της τακτικής αναπτύξεως των εσωτερικών…» [Ε. Σκοπετέα, Το «Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα. ΄Οψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), Πολύτυπο, Αθήνα 1988].
Τη Μεγάλη Ιδέα, που διατύπωσε ο πρωθυπουργός Ι. Κωλέττης το 1844, ο οποίος ανέθεσε στο ελληνικό βασίλειο να «φωτίσει την Ανατολή» ενώνοντας ολόκληρη την «ελληνική φυλή», ενστερνίστηκε ο Όθωνας, βάσει της οποίας κατεύθυνε την εξωτερική του πολιτική. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν διπλωματικά επεισόδια [απειλή της Ελλάδας με εμπάργκο από τους Τούρκους, μετά την προσβολή του πρεσβευτή τους στην Αθήνα, Κ. Μουσούρου, από τον ΄Οθωνα], εξεγέρσεις επαναστατικών ομάδων και ως αποκορύφωμα ήττα του αλυτρωτισμού, με την επιβολή στην ελληνική κυβέρνηση αντιρωσικής πολιτικής από τις Μεγάλες Δυνάμεις, μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1854-6).
Τη δυσαρέσκεια του λαού τροφοδότησαν νέα επεισόδια (Σκιαδικά) και διώξεις αντικαθεστωτικών στρατιωτικών, που οδήγησαν στη Στάση του Ναυπλίου (Φεβρουάριος 1862) και σε εξεγέρσεις (στη Σύρο, του στρατηγού Θ. Γρίβα στην Αιτωλοακαρνανία και στον Κορινθιακό κόλπο) και κατέληξαν στην έξωση του Όθωνα, με την επικράτηση του κινήματος του πολιτικού Επ. Δεληγιώργη στην Αθήνα, στις 10 Οκτωβρίου. Η προσωρινή κυβέρνηση, που ορίστηκε, συγκάλεσε τη Β΄ Εθνική Συνέλευση στην οποία συμμετείχαν και εκπρόσωποι των Ιονίων νησιών που εν τω μεταξύ ενώθηκαν με την Ελλάδα, με σκοπό την επιλογή ηγεμόνα και την επεξεργασία δημοκρατικού συντάγματος. Βασιλιάς εξελέγη ο πρίγκιπας Γουλιέλμος Γεώργιος της Δανίας και ανέλαβε, με τη συγκατάθεση των Μεγάλων Δυνάμεων, τα καθήκοντά του στις 19 Οκτωβρίου 1863. Ακολούθησε η ψήφιση του φιλελεύθερου Συντάγματος τον Οκτώβριο του 1864, που άλλαξε το πολίτευμα σε Βασιλευομένη Δημοκρατία και άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας.
Εναρξη της Βασιλευομένης Δημοκρατίας (1864)
Οι θεμελιώδεις αρχές του νέου Συντάγματος ήταν: η επίσημη ανακήρυξη της λαϊκής κυριαρχίας (από την οποία πήγαζαν και επικυρώνονταν όλες οι εξουσίες) και ο περιορισμός των δικαιωμάτων του βασιλιά, η βελτίωση των ατομικών ελευθεριών [κατοχυρώθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι] , η κατάργηση της Γερουσίας και ο καθορισμός του συστήματος της μιας Βουλής, της οποίας τα μέλη θα εκλέγονταν με καθολική (των ανδρών) ψηφοφορία απ΄ ευθείας από τον λαό και θα είχαν 4ετή θητεία.
Η Εθνική Συνέλευση, μετά την ψήφιση και του Νέου Εκλογικού Νόμου, που όριζε τη διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών στις αρχές του νέου έτους, διαλύθηκε, τον Νοέμβριο του 1864, αφού έθεσε τις βάσεις του κοινοβουλευτικού συστήματος, μέσω του οποίου απόκτησαν σαφή ιδεολογική μορφή τα κόμματα, αναδείχτηκαν σπουδαίες προσωπικότητες της πολιτικής (π.χ. Αλ. Κουμουνδούρος) και έγιναν βήματα για κοινωνική ισότητα με τη διανομή μεγάλου τμήματος των εθνικών γαιών και οικονομική ανάπτυξη.
Στις ιστορικές περιόδους που εξετάστηκαν δημιουργήθηκαν οι δομές του νεότευκτου Ελληνικού κράτους. Όμως, το ίδιο το Ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε από το θαύμα της επαναστατικής περιόδου, που μέσα από τον ρομαντισμό του αγώνα προσέφερε στο έθνος ό,τι πιο ευγενές και αλτρουϊστικό είχε να επιδείξει ο χαρακτήρας του στη Νεότερη Ιστορία. Οι ταραχώδεις και ασταθείς υπόλοιπες περίοδοι δημιούργησαν τραυματικές εμπειρίες που επρόκειτο να σημαδέψουν την Ελλάδα ως τις μέρες μας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ν. Αλιβιζάτος, Εισαγωγή στην ελληνική συνταγματική ιστορία, 1821-1940, Σάκκουλας, Αθήνα 1981
Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ ΄Εγχρωμη, Τόμος 5, Δομή, Αθήνα 1970
Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ ΄Εγχρωμη, Τόμος 7, Δομή, Αθήνα 1970
Π. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1996
Γ. Μαργαρίτης, Σπ. Μαρκέτος, Κ. Μαυρέας, Ν. Ροτζώκος, Ελληνική Ιστορία, Τόμος Γ΄, Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 1999
Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού ΄Εθνους, Τόμος ΣΤ΄, Νίκας, Αθήνα 1972
Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού ΄Εθνους, Τόμος Ζ΄, Νίκας, Αθήνα 1972
Ε. Σκοπετέα, Το «Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα. ΄Οψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), Πολύτυπο, Αθήνα, 1988
Βιογραφικό της συγγραφέως

H Σταυρούλα Καραμπάτου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα.
Είναι πτυχιούχος του τμήματος Ελληνικού Πολιτισμού της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, με βαθμό Λίαν Καλώς.
Περαιτέρω το ενδιαφέρον της στράφηκε στην Ελληνική Παλαιογραφία, την ανάγνωση και μελέτη των χειρόγραφων κωδίκων. Παρακολούθησε μαθήματα, μετέχοντας στο Φροντιστήριο Ιστορικών Επιστημών του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, κατά το ακαδημαϊκό έτος 2009-2010. Για το ίδιο γνωστικό αντικείμενο παρακολούθησε επίσης τα Μαθήματα και των τριών ετών του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2011-2013. Πέραν της Ελληνικής Παλαιογραφίας παρακολούθησε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, στο ίδιο Ινστιτούτο, τα μαθήματα της Επιγραφικής και της Κωδικολογίας κατά το ακαδημαϊκό έτος 2009-2010, της Βυζαντινής Σφραγιστικής και της Εραλδικής κατά το ακαδημαϊκό έτος 2010-2011. Eπίσης στο πλαίσιο των Μορφωτικών του Εκδηλώσεων το Μάρτιο του 2010, τον Κύκλο Ομιλιών με γενικό τίτλο «Άνθρωπος και Περιβάλλον στο Βυζάντιο». Στο πλαίσιο του Προγράμματος Συμπληρωματικής εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών παρακολούθησε το Φθινόπωρο του 2021 το Επιμορφωτικό Πρόγραμμα «Οι Γυναίκες στην Επανάσταση του 1821 μέσα από τη Λογοτεχνία».
Τα προσωπικά της ενδιαφέροντα είναι ο ελληνικός παραδοσιακός χορός και το νεοελληνικό θέατρο.