Home » Blog » Ελληνικός Πολιτισμός »
γράφει η Σταυρούλα Καραμπάτου
κατηγορία:
Ελληνικός Πολιτισμός / Αρχαιότητα / Πνευματική δημιουργία / Φιλοσοφία
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Κρίτων είναι ένας φιλοσοφικός διάλογος [στους φιλοσοφικούς διαλόγους αναπτύσσονται επιχειρήματα με προτάσεις και συμπεράσματα], που αποτελεί μέρος του διασωθέντος γραπτού φιλοσοφικού έργου του Πλάτωνα και συγκαταλέγεται στους πρώιμούς του, στους οποίους παρουσιάζει τα ζητήματα που τον απασχολούν χωρίς να έχει να προτείνει κάποια φιλοσοφική λύση.
Πρωταγωνιστές του έργου είναι ο Σωκράτης –όπως άλλωστε και όλων των υπολοίπων πρώιμων πλατωνικών διαλόγων- και ο μαθητής του Κρίτων, οι οποίοι διαλέγονται στο χώρο της φυλακής όπου κρατείται ο Σωκράτης μετά την καταδικαστική απόφαση εις βάρος του, λίγο πριν την εκτέλεσή του.
Θέμα του είναι η απόπειρα που κάνει ο Κρίτων να πείσει τον δάσκαλό του να δραπετεύσει, δεδομένου ότι κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε άδικα, ο οποίος όμως αρνείται, σεβόμενος την ετυμηγορία και παραμένοντας πιστός στις αρχές του.
Η απόφαση αυτή έχει οδηγήσει τους μελετητές του πλατωνικού έργου σε διαφορετικές αναγνώσεις του Κρίτωνα, λόγω προβλημάτων στην επιχειρηματολογία, τα οποία αποτελούν το θέμα αυτής της εργασίας, που θα αναπτυχθεί σε δύο ενότητες. Οι ερμηνευτικές δυσκολίες που προκύπτουν από την ανάλυση συγκεκριμένων επιχειρημάτων που χρησιμοποιεί ο Σωκράτης στον διάλογο θα παρουσιαστούν στην πρώτη ενότητα, ενώ στη δεύτερη θα σχολιαστεί η σημασία της αναφοράς στη συνέπεια απέναντι στα λογικά επιχειρήματα.
ΕΝΟΤΗΤΑ 1 – Οι βασισμένες σε επιχειρήματα του Σωκράτη ερμηνευτικές δυσκολίες που διαφοροποιούν τη στάση των μελετητών του Κρίτωνα
Ο συγκεκριμένος διάλογος, που είναι ένα από τα πρώτα έργα του Πλάτωνα, θα μπορούσε να διακριθεί σε δύο κύρια μέρη.
Στο πρώτο ο Κρίτων παρουσιάζει τα επιχειρήματά του, για να στηρίξει την άποψή του ότι ο δάσκαλός του οφείλει να αποδράσει, τα οποία συνοψίζονται: στην καλή φήμη που θα αποκτήσει τόσο ο ίδιος όσο και άλλοι φίλοι του Σωκράτη που με μεγάλη προθυμία διατίθενται να συμβάλλουν οικονομικά για την επίτευξη του στόχου (τη δραπέτευση και τη φυγάδευσή του σε άλλο τόπο) και την αποφυγή με τον τρόπο αυτό της συκοφάντησής τους, στην ασφάλεια και τη φιλοξενία που είναι εξασφαλισμένη για εκείνον από φίλους του Κρίτωνα αν καταφύγει στη Θεσσαλία και τέλος στην υποχρέωση που έχει ο Σωκράτης απέναντι στους γιους του, να μοχθήσει ο ίδιος για την ανατροφή και την εκπαίδευσή τους.
Στο δεύτερο μέρος ο Σωκράτης, εξετάζοντας τα λεγόμενα του μαθητή του, εκθέτει τα δικά του επιχειρήματα, τα οποία βασίζονται, όπως λέει, αποκλειστικά και μόνο στη λογική, και ουσιαστικά υποστηρίζουν την άρνησή του στην προσφορά των φίλων του. Αφού εξηγεί την αξία των λογικών επιχειρημάτων και ότι σημασία πρέπει να δίδεται μόνο στη γνώμη των ειδικών για κάθε θέμα και κάθε περίπτωση, ώστε να μη διαφθείρεται το σώμα, το ενδιαφέρον του στρέφεται και στην ψυχή και υποστηρίζει ότι μεγαλύτερη σημασία από το ζην έχει το ευ ζην, το οποίο επιτυγχάνεται με την ενάρετη και δίκαιη ζωή.
Η πίστη στην αρχή της δικαιοσύνης αποτελεί και το πρώτο του επιχείρημα. Υποστηρίζει ότι η δραπέτευσή του παρά τη θέληση των Αθηναίων είναι πράξη άδικη και, επειδή δεν πρέπει κανένας να διαπράττει αδικία ούτε να ανταποδίδει το άδικο, είναι για αυτόν προτιμότερος ο θάνατος. Στη συνέχεια, εξετάζοντας την έννοια του δικαίου ως προς τη συμφωνία που γίνεται μεταξύ κάποιων για τον ορισμό του, προσωποποιεί τους νόμους της Αθήνας, οι οποίοι τον ρωτούν γιατί σκοπεύει να καταστρέψει τους ίδιους και κατ΄ επέκταση ολόκληρη την πόλη, αφού θα δώσει το κακό παράδειγμα, τη στιγμή μάλιστα που είχαν από κοινού συμφωνήσει να μένει σταθερός στις δικαστικές αποφάσεις.
Του υπενθυμίζουν ότι γεννήθηκε, ανατράφηκε και εκπαιδεύτηκε μέσω αυτών και επέλεξε να κάνει οικογένεια και να ζήσει αδιάλειπτα ως εκείνη τη στιγμή που ήταν εβδομήντα ετών στην ίδια πόλη, αν και είχε τη δυνατότητα να μετοικήσει, χωρίς μάλιστα να διαμαρτυρηθεί ποτέ για τη νομοθεσία της ή να κάνει κάποια πρόταση για τη βελτίωσή της ή να αντιταχθεί σε αυτή ακόμα και την ύστατη στιγμή της καταδίκης του, δεδομένου ότι είχε το δικαίωμα να αντικαταστήσει τη θανατική ποινή από αυτήν της εξορίας.
Η επιχειρηματολογία του Σωκράτη δια στόματος των Νόμων ολοκληρώνεται με την επισήμανση ότι δεν πρόκειται να είναι ευπρόσδεκτος από κάποια ευνομούμενη πόλη, αφού με την πράξη του θα έρθει σε αντίθεση και με την ίδια του τη διδασκαλία, που υποστήριζε ότι τη μεγαλύτερη αξία για τον άνθρωπο έχουν η αρετή, η δικαιοσύνη, τα έθιμα και οι νόμοι, αλλά ούτε ακόμα και από τον Άδη.
Η απόφαση στην οποία οδηγείται ο Σωκράτης βάσει των επιχειρημάτων του, η εμμονή του θα μπορούσε να ειπωθεί στην εφαρμογή της καταδικαστικής του απόφασης, συνιστά για τους μελετητές του Κρίτωνα ύμνο στη φιλονομία του πολίτη. Ορισμένοι όμως σύγχρονοι ερμηνευτές του έργου προβάλλουν ενστάσεις στην αξία αυτής της υπακοής, βασιζόμενοι σε προβλήματα που προκύπτουν από την ερμηνεία αυτών των επιχειρημάτων, η προσέγγιση των οποίων θα επιχειρηθεί στη συνέχεια.
Ως προς το πρώτο του επιχείρημα, την πίστη στην αρχή της δικαιοσύνης, που υποστήριξε όχι μόνο με λόγια αλλά και με έργα κατά τη διάρκεια του βίου του, που του έδωσαν τον χαρακτηρισμό το δικαιότερου ανθρώπου της εποχής του, το πρόβλημα που προκύπτει είναι η ασυμβατότητα με την άδικη κατηγορία του. Ο φιλόσοφος Σωκράτης, ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του στην ηθική βελτίωση των Αθηναίων, αν και αριστοκρατικών πεποιθήσεων πολίτης και επικριτής της δημοκρατίας έζησε στη δημοκρατική Αθήνα με τρόπο που επιβεβαίωσε την εικόνα ενός φιλόσοφου-κυβερνήτη της ιδανικής πολιτείας του Πλάτωνα, ο οποίος είχε την ευθύνη για την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας, δηλαδή τη δικαιοσύνη, τη νομοθεσία και την εκτέλεση του διακυβερνητικού έργου.
Το γεγονός ότι αν και παρέμεινε στην πόλη μετά την επιβολή της τυραννίδας από τους Τριάκοντα αποστασιοποιήθηκε από τα πεπραγμένα και δεν έγινε συνεργός ανόσιων πράξεων διαψεύδει την ταύτισή του με τους εχθρούς του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η κατηγορία του «…διαφθείρεσθαι τους νέους και καταφρονείσθαι τους νόμους και κινείσθαι την πολιτείαν…» συνιστά άδικη πράξη και η καταδίκη του -βάσει αυθαίρετων νόμων που δημιουργήθηκαν μέσα σε κλίμα πολιτικής αναταραχής μετά την παλινόρθωση της δημοκρατίας- άδικη και ασεβή, δεδομένου ότι εναντιώθηκε στη θεϊκή βούληση, τη φιλοσοφική αποστολή που του είχε ανατεθεί από τον ίδιο το θεό Απόλλωνα.
Εξετάζοντας τα υπόλοιπα επιχειρήματα του Σωκράτη που εκφράζονται μέσω των Νόμων εντοπίζονται επίσης ερμηνευτικές δυσκολίες. Όσον αφορά το θέμα της επιλογής του να ζήσει στην Αθήνα οι Νόμοι αναφέρονται στη δοκιμασία, η οποία ήταν μία διαδικασία ελέγχου των προϋποθέσεων ενός εφήβου (π.χ. φυσική κατάσταση, καταγωγή κ.λπ.) για την ένταξή του στο σώμα των Αθηναίων πολιτών, που επισφραγιζόταν από ορκωμοσία.
Ουσιαστικά ήταν μία εκ των προτέρων δεδομένη, παθητική συναίνεση, αφού τη στιγμή που ορκιζόταν ο έφηβος δεν είχε εξοικειωθεί με τα πολιτικά δεδομένα της πόλης. Ως προς τον χρόνο της εκούσιας παραμονής του στην Αθήνα παρατηρείται μία υπερβολή, διότι στα εβδομήντα έτη που αναφέρονται περιλαμβάνεται και το διάστημα από τη γέννησή του ως την εφηβική ηλικία και την πολιτογράφησή του.
Σχετικά με τη μετοίκηση δεν ήταν ακριβώς κεκτημένο δικαίωμα του πολίτη αλλά, όπως αναφέρει ο Πλάτων σε ένα άλλο έργο του, τους Νόμους, προϊόν άμεσου ή έμμεσου εξαναγκασμού, που συνεπαγόταν προβλήματα όσον αφορά την εκποίηση της έγγειας ιδιοκτησίας του και κινδύνους όσον αφορά την επιβίωσή του. Ισοδυναμούσε δε με πολιτικό θάνατο και συγκαταλεγόταν στις πιο αυστηρές ποινές του αθηναϊκού δικαίου.
Προβληματική θα ήταν συνεπώς και η εγκατάλειψη της πόλης του, αλλά και η αποδοχή του από έναν άλλο τόπο, γι΄ αυτό δε διαπραγματεύτηκε το ενδεχόμενο της εξορίας, που θα έθιγε άλλωστε την αξιοπρέπειά του και ως φιλόσοφο και θα τον γελοιοποιούσε και στα μάτια των μαθητών του και των συμπολιτών του και των ξένων ακόμα.
Στον διάλογο συνυπάρχουν οι δύο υποστάσεις του Σωκράτη: η μία του ευσεβούς και ηθικού πολίτη, ο οποίος αν και διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων σεβάστηκε τους νόμους της δημοκρατικής Αθήνας και υπερνικώντας το φόβο του θανάτου έδωσε τη ζωή του γι΄ αυτή, και η άλλη του φιλοσόφου, ο οποίος ήταν αφοσιωμένος στην Αθήνα, που το πολίτευμά της του εξασφάλιζε τις κατάλληλες δομές (την ελευθερία, την ισότητα, την ανεκτικότητα, το ανοιχτό πνεύμα, την ύπαρξη χρόνου και χώρου) για την καλλιέργεια του φιλοσοφικού στοχασμού του σε τέτοιο βαθμό ώστε να οδηγηθεί ενσυνείδητα και λόγω πεποίθησης στο θάνατο αποτίοντας φόρο τιμής στη δημοκρατία και τους νόμους της.
ΕΝΟΤΗΤΑ 2 – Η συνέπεια απέναντι στα λογικά επιχειρήματα
Στο δεύτερο τμήμα του διαλόγου, σύμφωνα με τη διάκριση που προτάθηκε στην προηγούμενη ενότητα, ο Σωκράτης, πριν παρουσιάσει τις δικές του θέσεις, προκαλεί μία συζήτηση σχετικά με τα λογικά επιχειρήματα. Τα θεωρεί πιο πειστικά κι από την καλή γνώμη των δικών του ανθρώπων και υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να επηρεάζονται από κανέναν εξωτερικό παράγοντα, ούτε από καμία κατάσταση, ούτε από τις γνώμες των πολλών, παρά μόνο από τη γνώμη του ειδικού για την κάθε περίσταση, γιατί στο λόγο του βρίσκεται «…αυτή η αλήθεια….».
Η αξία που αποδίδει ο Σωκράτης στα λογικά επιχειρήματα, τα βασισμένα στη γνώμη των ειδικών, και τη συνέπεια απέναντί τους και η παραδοχή της άποψής του από το συνομιλητή του, την οποία του την εκμαιεύει, διαφοροποιούν και ισχυροποιούν τα επιχειρήματα που θα παρουσιάσει στη συνέχεια έναντι αυτών που μόλις εξέθεσε ο Κρίτων.
Η άποψη του Κρίτωνα, μέσω της οποίας εκφράζεται ένα συλλογικό σχέδιο, διέπεται από λογική, την κοινή λογική του πολίτη μιας πόλης που δεν πορεύεται καλά, λόγω του ανέντιμου καθεστώτος της, ο οποίος, αν και έχει την τάση να υπακούει στους νόμους της όταν αυτοί εφαρμόζονται δίκαια, δε μπορεί να υποταχθεί σε αποφάσεις ενός διεφθαρμένου συστήματος που βασίζονται σε παραποίηση της αλήθειας, δικαιώνοντας το ψεύδος και αν και δίκαιος ωθείται στην αντιμετώπιση της αδικίας με αδικία.
Παρά το γεγονός ότι τα επιχειρήματα του Κρίτωνα είναι λογικά και πειστικά για τους πολλούς δεν είναι σε θέση να πείσουν τον πολίτη-Σωκράτη, ο οποίος, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ως τον κλονισμό της Αθήνας δεν είχε αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα με τη νομοθεσία της, υποστηρίζει ότι το νομικό πλαίσιο της πόλης θεσπίζεται για να εφαρμόζεται από τους πολίτες της με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία της και οι νομικές αποφάσεις οφείλουν να είναι σεβαστές και να τηρούνται προς αποφυγή επιβολής κυρώσεων.
Από την έκθεση των επιχειρημάτων του και την ανακοίνωση της απόφασής του να μην αντιταχθεί στην ετυμηγορία του δικαστηρίου φαίνεται η συνέχεια και η συνέπεια που διακρίνει το φιλόσοφο-Σωκράτη ως προς την τήρηση των αρχών του. Η συνέπεια άλλωστε είναι και το κριτήριο με το οποίο ο Πλάτων σμιλεύει τον χαρακτήρα του. Η δε διαφοροποίησή του από τους πολλούς, όσον αφορά τις απόψεις του και τη στοιχειοθέτησή τους με λογικά επιχειρήματα, του προσδίδει την ιδιότητα του ειδικού να αποφανθεί για την αξία της υπακοής του πολίτη στο νόμο, ιδιότητα που ταυτίζεται με αυτήν του φιλοσόφου, ο οποίος φρόντιζε με τη διδασκαλία του –που βασιζόταν όπως προαναφέρθηκε στις αξίες της αρετής, της δικαιοσύνης και των νόμων- για την ηθική βελτίωση του ανθρώπου.
ΣΥΝΟΨΗ
Στο πλαίσιο αυτής της εργασίας μας δόθηκε η δυνατότητα να προσεγγίσουμε το χαρακτήρα του Σωκράτη και τις δυο διαφορετικές του όψεις, του πολίτη που υπακούει τυφλά στο νόμο και αψηφά το θάνατο, και του φιλόσοφου που εμπιστεύεται τη θεϊκή του αποστολή. Με τη σύνθεση των δύο αυτών εικόνων, που αν και φαίνονται διαφορετικές είναι συμπληρωματικές η μία στην άλλη, μπορεί να αναδειχτεί ο ενιαίος, πολυεπίπεδος χαρακτήρας του και πιθανόν να αντιμετωπιστούν οι όποιες ερμηνευτικές δυσκολίες, ώστε να αποδεχτούμε ότι ο δρόμος που επέλεξε ήταν για αυτόν ο μοναδικός.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αναστασιάδης Β. Ι., Ελευσίνα: θέατρο μιας αντιδραστικής ουτοπίας, Αθήνα: Καρδαμίτσα, 2006.
Vegetti M., Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας (μτφ.-επιμ. Ι. Α. Δημητρακόπουλος), Αθήνα: Π. Τραυλός, 2003 (2000).
Βιρβιδάκης Σ., Η. Γιαννάκης, Π. Δήμας, Γ. Ζωγραφίδης, Π. Θανασάς, Κ. Ιεροδιακόνου, Π. Καλλιγάς, Ι. Καλογεράκος, Π. Κόντος, Χ. Μπάλλα, Β. Πολίτης, Σ. Ράγκος, Β. Τσούνα, Ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη: από την Αρχαιότητα έως τον 20ο αιώνα, τόμος Α΄, Πάτρα: Ε.Α.Π., 2000.
Ιγγλέση-Μαργέλου Σ., «Ο διττός Σωκράτης. Περί της πολιτικής απείθειας στην Απολογία και τον Κρίτωνα του Πλάτωνος», Φιλοσοφία 43.2, 2013.
Πλάτων, Κρίτων (μτφρ., εισαγ. Θ. Σαμαράς), Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2003.
Πλάτων, Επιστολή Ζ΄ (εισαγ., μτφρ., σημ. Η. Ε. Κορμπέτη), Αθήνα: Στιγμή, 1997.
Τσούνα Β., «Η διαθήκη του Σωκράτη προς τους Αθηναίους: μια νέα ανάγνωση του Κρίτωνος», Υπόμνημα στη φιλοσοφία 9, 2010.
Βιογραφικό της συγγραφέως
H Σταυρούλα Καραμπάτου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα.
Είναι πτυχιούχος του τμήματος Ελληνικού Πολιτισμού της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, με βαθμό Λίαν Καλώς.
Περαιτέρω το ενδιαφέρον της στράφηκε στην Ελληνική Παλαιογραφία, την ανάγνωση και μελέτη των χειρόγραφων κωδίκων. Παρακολούθησε μαθήματα, μετέχοντας στο Φροντιστήριο Ιστορικών Επιστημών του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, κατά το ακαδημαϊκό έτος 2009-2010. Για το ίδιο γνωστικό αντικείμενο παρακολούθησε επίσης τα Μαθήματα και των τριών ετών του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2011-2013. Πέραν της Ελληνικής Παλαιογραφίας παρακολούθησε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, στο ίδιο Ινστιτούτο, τα μαθήματα της Επιγραφικής και της Κωδικολογίας κατά το ακαδημαϊκό έτος 2009-2010, της Βυζαντινής Σφραγιστικής και της Εραλδικής κατά το ακαδημαϊκό έτος 2010-2011. Eπίσης στο πλαίσιο των Μορφωτικών του Εκδηλώσεων το Μάρτιο του 2010, τον Κύκλο Ομιλιών με γενικό τίτλο «Άνθρωπος και Περιβάλλον στο Βυζάντιο». Στο πλαίσιο του Προγράμματος Συμπληρωματικής εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών παρακολούθησε το Φθινόπωρο του 2021 το Επιμορφωτικό Πρόγραμμα «Οι Γυναίκες στην Επανάσταση του 1821 μέσα από τη Λογοτεχνία».
Τα προσωπικά της ενδιαφέροντα είναι ο ελληνικός παραδοσιακός χορός και το νεοελληνικό θέατρο.