Home » Blog » Ελληνικός Πολιτισμός »
γράφει η Σταυρούλα Καραμπάτου
Κατηγορία:
Ελληνικός Πολιτισμός / Αρχαιότητα / Κοινωνική ζωή / Πολιτική Οργάνωση
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Σπάρτη, μία από τις δύο -μαζί με την Αθήνα- σημαντικότερες πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας, είχε ιδιόμορφη συγκρότηση, η οποία διατηρήθηκε σχεδόν ίδια ως τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Η κατάδειξη της διαφορετικότητάς της σε σχέση με τις άλλες πόλεις-κράτη, λαμβάνοντας υπόψη συγκεκριμένες παραμέτρους, είναι ο στόχος αυτής της εργασίας, που θα αναπτυχθεί σε τέσσερις ενότητες.
Στην πρώτη ενότητα θα γίνει αναφορά στον θεσμό της πόλης-κράτους γενικά. Τα σημεία και οι τρόποι διαφοροποίησης της Σπάρτης θα παρουσιαστούν στις επόμενες τρεις ενότητες, ως εξής: στη δεύτερη ως προς τη χωροταξική οργάνωση, βάσει της φράσης «κατά κώμας», στην τρίτη όσον αφορά την κοινωνική δομή και το ζήτημα της ιθαγένειας, βάσει του όρου «Λακεδαιμόνιοι», το ετοιμοπόλεμο στρατοκρατικό καθεστώς, την εκπαίδευση, βάσει της «αγωγής», και την κεντρική σημασία της μητρότητας προς όφελος του κράτους, και τέλος στην τέταρτη ενότητα σχετικά με το θεσμό της διπλής βασιλείας.
ΕΝΟΤΗΤΑ 1 Ο θεσμός της πόλης-κράτους
Η πόλη-κράτος είναι ένας θεσμός λειτουργίας του αρχαιοελληνικού κόσμου με γεωγραφική και πολιτική σημασία και ως όρος δηλώνει την κυριαρχία μιας κοινότητας ανθρώπων στο πλαίσιο ενός οργανωμένου οικισμού και τη συγκρότηση εξουσίας για την αντιμετώπιση κοινών προβλημάτων.
Η πόλη-κράτος αποτελείται από την ακρόπολη (πόλις), τη γύρω κατοικημένη και συνήθως τειχισμένη περιοχή (άστυ) και την ύπαιθρο χώρα με τους μικρότερους οικισμούς (κώμες).
Οι κάτοικοί της διακρίνονται κατά βάση σε τρεις κατηγορίες: τους πολίτες, τους μετοίκους και τους δούλους. Η συμμετοχή τους στη λήψη των αποφάσεων και στην άσκηση της εξουσίας διαφέρει αναλόγως του πολιτεύματος. Ανεξαρτήτως του τρόπου διακυβέρνησης κοινές επιζητήσεις των πολιτών, που αποτελούν ταυτόχρονα και τα κύρια χαρακτηριστικά της πόλης-κράτους, είναι η αυτάρκεια, ως εναρμόνιση των υλικών και πνευματικών αναγκών τους με τα προσφερόμενα από την πόλη-κράτος αγαθά, η αυτονομία, με την έννοια της αυτοκυριαρχίας και της ελευθερίας τους, και η ενότητα, με την έννοια των κοινών καταβολών και της επικοινωνίας μεταξύ τους.
Οι διαφορετικές θεωρίες που έχουν διατυπωθεί σχετικά με την εμφάνιση των πόλεων-κρατών συγκλίνουν στην άποψη ότι πραγματοποιήθηκε προς τα τέλη της ομηρικής εποχής (μέσα 8ου αι. π.Χ.) και ως τύπος κρατικής οργάνωσης επικράτησε στον ελληνικό κόσμο μέχρι και τον 4ο αι. π.Χ., οπότε παρήκμασε, λόγω κυρίως του ανταγωνισμού και των συγκρούσεων μεταξύ των πόλεων και των προβλημάτων που συνεπάγονταν.
Η πόλη-κράτος της Σπάρτης οργανώθηκε από τα τέλη του 9ου αι. π.Χ. και κατά τη διάρκεια του 8ου αι. π.Χ. από τους Δωριείς, που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή της κοιλάδας του Ευρώτα κατά τον 11ο αι. π.Χ. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της καθώς και οι εκφάνσεις της κοινωνικής και πολιτικής ζωής που συνιστούν την ιδιοτυπία της θα εξεταστούν στις επόμενες ενότητες.
ΕΝΟΤΗΤΑ 2 Η χωροταξική οργάνωση της Σπάρτης
Στο πρώτο μισό του 8ου αι. π.Χ. με τη συνένωση αρχικά τεσσάρων χωριών της Λακωνίας, της Κυνοσούρας, των Λιμνών, της Μεσσόας και της Πιτάνης, στα οποία θα προστεθεί και το ισχυρότερο και πιο απομακρυσμένο από το σύμπλεγμα χωριό, οι Αμύκλες, δημιουργήθηκε η αρχαία Σπάρτη. Μετά από δύο μακροχρόνιους, επεκτατικούς πολέμους, τον Α΄ και Β΄ Μεσσηνιακό, διεύρυνε τα όριά της στα τέλη του 7ου αι. π.Χ., καταλαμβάνοντας πλέον μαζί με τη Μεσσηνία έκταση 8.400 τ.χλμ. Αξιοθαύμαστη για τον Θουκυδίδη, δύο αιώνες αργότερα, ήταν η διατήρηση του παλαιότερου προτύπου οικισμού από τους Σπαρτιάτες, αφού συνέχιζαν να ζουν «κατά κώμας», δηλαδή να είναι εγκατεστημένοι σε χωριά. Στο ίδιο απόσπασμα (1.10) του έργου του εκφράζει την άποψη ότι «…μετά την παρεύλευση αρκετού χρόνου θα γεννιόταν πολλή δυσπιστία στους μεταγενέστερους σχετικά με τη δύναμή τους [των Σπαρτιατών] σε σύγκριση με τη δόξα τους (…) επειδή η πόλη δεν ήταν συγκεντρωμένη σε ένα μέρος, ούτε κατασκεύασε ιερά και πολυτελή οικοδομήματα…».
Ως προς τη χωροταξική της οργάνωση συνεπώς η Σπάρτη δεν ακολούθησε το πρότυπο της πόλης-κράτους, όπως παρουσιάστηκε και στην προηγούμενη ενότητα, σε αντίθεση με την Αθήνα και άλλες μεγάλες πόλεις (π.χ. ΄Αργος, Κόρινθος, Μίλητος). Παρέμεινε μια πόλη με εξαιρετικά μεγάλη έκταση, υπερτριπλάσια της επόμενης μεγαλύτερης, της Αθήνας με 2.650 τ.χλμ., χωρίς συνεκτικό έδαφος, χωρίς ακρόπολη και αστικό κέντρο, αποτελούμενη από κώμες, που διατηρούσαν την ανεξάρτητη ταυτότητά τους, ενώ η βασική, οι Αμύκλες, απείχε αρκετά από τις υπόλοιπες. Οι ιδιαιτερότητες αυτές προσβάλλουν το ένα από τα τρία χαρακτηριστικά των πόλεων-κρατών, την ενότητα.
Επιπλέον, η Σπάρτη αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ανοχύρωτης πόλης, η οποία εξασφάλιζε την προστασία της από εχθρικές επιδρομές μέσω των οικισμών των περιοίκων (πληθυσμιακή ομάδα, στην οποία θα γίνει αναφορά στην επόμενη ενότητα), που αποτελούσαν γι΄ αυτήν ένα φυσικό πρόχωμα.
ΕΝΟΤΗΤΑ 3 Το κοινωνικό σύστημα της Σπάρτης
3.1 Η κοινωνική δομή και το ζήτημα της ιθαγένειας
Στη δομή της σπαρτιατικής κοινωνίας δεν παρουσιάστηκε καμία εξέλιξη από τη δημιουργία της ως τον 3ο αι. π.Χ. {Οπότε προστέθηκε η τάξη των δούλων}. ΄Ετσι, διατηρήθηκαν οι τρεις τάξεις, οι πολίτες, οι περίοικοι και οι είλωτες.
Οι πολίτες είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα και ήταν ίσοι ως προς την ιδιοκτησία (όμοιοι). Η ζωή τους στη στρατοκρατική κοινωνία της Σπάρτης ήταν δημόσια, λιτή, βασισμένη στην κοινοκτημοσύνη, ενώ, όντες απαλλαγμένοι από οικονομικές υποχρεώσεις, απείχαν από κάθε οικονομική δραστηριότητα και ασκούσαν το επάγγελμα του στρατιώτη αποκλειστικά.
Οι περίοικοι, κάτοικοι και ιδιοκτήτες της περιφέρειας της Σπάρτης, των περιοικίδων πόλεων, αν και δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, υπηρετούσαν στον στρατό, είχαν κάποια αυτονομία, ζούσαν από τη γεωργία, την κτηνοτροφία και το εμπόριο και συμβίωναν αρμονικά με τους ομοίους.
Οι είλωτες, παλιοί κάτοικοι της Λακωνίας και Μεσσήνιοι, ήταν δημόσιοι δούλοι χωρίς κανένα δικαίωμα, εκτός από τη συμμετοχή τους στον στρατό, ζούσαν από την καλλιέργεια της γης που τους ανήκε στο παρελθόν και η σχέση τους με τους ομοίους ήταν μόνιμα εχθρική.
Η ιδιοτυπία της Σπάρτης σε σχέση με τις άλλες αρχαιοελληνικές πόλεις-κράτη δεν εστιάζεται στη διαφοροποίηση της δομής της κοινωνίας της, δεδομένου ότι περίοικοι υπήρχαν και σε άλλες περιοχές {Άργος, Ηλεία, Θεσσαλία, Κρήτη} και οι είλωτες ήταν στην ουσία δούλοι, αλλά στο θέμα της ιθαγένειας. Σε όλες τις πόλεις ο χώρος ταυτιζόταν με το σώμα των πολιτών, έτσι ώστε, όταν κάποιος ήθελε να αναφερθεί, για παράδειγμα, στο κράτος των «Αθηνών» χρησιμοποιούσε τον όρο «Αθηναίοι». Στη Σπάρτη όμως η σχέση αυτή διαφοροποιείται με τη χρήση του όρου «Λακεδαιμόνιοι», αφού περιλαμβάνει τους πολίτες αλλά και τους περιοίκους της Λακεδαίμονος. Χωρίς να υπάρχει καμία διάκριση ανάμεσα σε κράτος Σπαρτιατών και σε κράτος Λακεδαιμονίων, ο όρος, που απαντάται σε συνθήκες, χρησιμοποιείται ως επίσημο όνομα του κράτους και ο επίσημος τίτλος του βασιλιά της Σπάρτης είναι «βασιλιάς των Λακεδαιμονίων». Το αίσθημα ανωτερότητας που είχε δημιουργηθεί στους περιοίκους, που έφεραν τον τίτλο του Λακεδαιμονίου πολίτη, εξηγεί τους δεσμούς τους με τους ομοίους και το σπαρτιατικό σύστημα.
Η βασισμένη σε στρατιωτικά πρότυπα δομή της Σπαρτιατικής κοινωνίας και η αποχή των πολιτών από κάθε επαγγελματική και οικονομική δραστηριότητα (που θα εξεταστούν στη συνέχεια), το γεγονός ότι η καλλιεργήσιμη γη, αν και ήταν μοιρασμένη στο σύνολο των πολιτών, ουσιαστικά ανήκε στην πόλη, η κατοχή γης από τους περιοίκους, που διαχωρίζει το προνόμιο της εγκτήσεως από την ιδιότητα του πολίτη, μια σχέση που «…διατηρήθηκε με ευλάβεια σε ισχύ (….) σε όλη τη μακραίωνη ιστορία της αρχαίας ελληνικής πόλης….», και το προνόμιο των ειλώτων να μπορούν να δημιουργούν οικογένεια, καθώς και το γεγονός ότι αποτελούσαν περιουσιακό στοιχείο της πόλης και όχι των πολιτών-κυρίων τους είναι ορισμένα ακόμα μοναδικά χαρακτηριστικά που ενισχύουν τη διαφορετικότητα της Σπάρτης.
3.2 Το ετοιμοπόλεμο στρατοκρατικό καθεστώς
Η παρουσία των ειλώτων και η μόνιμη έχθρα τους με τους ομοίους, καθώς και η επιθυμία των τελευταίων για τη διατήρηση της κυριαρχίας τους, επέβαλαν στη Σπάρτη ένα στρατιωτικά οργανωμένο τρόπο ζωής, προκειμένου οι πολίτες της να είναι σε συνεχή πολεμική ετοιμότητα. Όπως προαναφέρθηκε, οι πολίτες ήταν στρατιώτες πλήρους απασχόλησης, απαλλαγμένοι από οικονομικές υποχρεώσεις, ενώ κάθε επαγγελματική και οικονομική δραστηριότητα ήταν γι΄ αυτούς απαγορευμένη. Η στρατολόγηση θα μπορούσε να ειπωθεί ότι άρχιζε με τη γέννηση, γιατί τα νεογνά αγόρια εξετάζονταν από τη Γερουσία, ως προς την υγεία και την αρτιμέλειά τους, και διατηρούσαν το δικαίωμα στη ζωή μόνο εφ΄ όσον μπορούσαν να εκπληρώσουν το σκοπό της γέννησής τους, να γίνουν ικανοί στρατιώτες, διαφορετικά εκτίθονταν σ΄ ένα βάραθρο, τους Αποθέτες. Η προετοιμασία για τη σκληρή στρατιωτική ζωή συνεχιζόταν από τις τροφούς, ενώ από το έβδομο έτος της ηλικίας τους τη διαπαιδαγώγησή τους αναλάμβανε η πόλη. Όλα τα αγόρια ζούσαν σε στρατιωτικούς καταυλισμούς, όπου λάμβαναν την αγωγή ως τα είκοσι περίπου, με στόχο να γίνουν άξιοι στρατιώτες και υπάκουοι πολίτες. Σε στρατόπεδα συνέχιζαν να ζουν ως τα τριάντα, αλλά στρατιώτες παρέμεναν ως τα εξήντα τους χρόνια και η κοινή τους ζωή συνεχιζόταν ως τότε με τα συσσίτια, κοινά, λιτά, στρατιωτικά δείπνα, που γίνονταν με τη συνεισφορά των συνδαιτυμόνων. Εκεί οι όμοιοι βίωναν με πλήρη συνείδηση την ισότητα, την κοινοκτημοσύνη και τον αντιατομισμό. Οι δεσμοί μεταξύ τους ενισχύθηκαν από τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. με την υιοθέτηση της φάλαγγας των οπλιτών (μαζικός πολεμικός σχηματισμός).
Αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος ζωής βασίστηκε στην καταναγκαστική καλλιέργεια της γης από τους είλωτες, που εξασφάλιζε τα απαραίτητα αγαθά για την επιβίωση των ομοίων, έτσι ώστε αυτοί να είναι αφοσιωμένοι στα στρατιωτικά τους καθήκοντα.
Η πλήρης ταύτιση της ιδιότητας του πολίτη με την ιδιότητα του στρατιώτη ακόμα και σε περίοδο ειρήνης, εξαιτίας αυτού του ιδιαίτερου καθεστώτος, καθώς και η δυναμική παρέμβαση της πόλης στη ζωή των πολιτών (θανάτωση «ανίκανων» βρεφών, υποχρεωτική αγωγή, στέρηση οικογενειακής ζωής, απαγόρευση κάθε δραστηριότητας), με γνώμονα τη δημιουργία και διατήρηση ικανού στρατού αποτελούν μοναδικά χαρακτηριστικά της Σπάρτης, που τη διαφοροποιούν από τις άλλες πόλεις-κράτη.
Από το ιδεώδες πρότυπο του πολίτη-στρατιώτη η Σπάρτη άργησε να απομακρυνθεί, περίπου μισό αιώνα σε σχέση με τις υπόλοιπες πόλεις, μένοντας πιστή ως τον 4ο αι. π.Χ. Το γεγονός αυτό, που επίσης τη διαφοροποιεί, της εξασφάλισε ειρήνη και σταθερότητα στο εσωτερικό και ασφάλεια από εξωτερικούς κινδύνους.
3.3 Το εκπαιδευτικό σύστημα – «Αγωγή»
Η κρατική εκπαίδευση των Σπαρτιατών, που αποσκοπούσε στην απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη, ορίζεται ως «αγωγή». Εφαρμόστηκε από τις αρχές του 7ου αι. π.Χ. με σκοπό την κοινωνική και πολιτική ομοιομορφία, που είχαν διαταραχτεί όταν εντάχθηκε αγροτικός πληθυσμός στο σώμα των ομοίων για την αντιμετώπιση των αυξημένων σε αριθμό οπλιτών απαιτήσεων που δημιούργησε η υιοθέτηση της φάλαγγας, και διάρκεσε ως τα τέλη του 5ου αι. π.Χ.
Η «αγωγή», που χωριζόταν σε τρία στάδια ανάλογα με την ηλικία και διαρκούσε από το έβδομο ως το δέκατο όγδοο έτος, ταυτιζόταν με την ανατροφή {γεγονός που αποδεικνύεται από τις ονομασίες των ομάδων (αγέλαι, βουαί κ.ά.) στις οποίες ανά ηλικία εντάσσονταν τα αγόρια}. Τα αγόρια ζούσαν μακριά από τα σπίτια τους και η σκληρή εκπαίδευση αφορούσε το πνεύμα και ιδιαιτέρως το σώμα τους. Η ομαδική ζωή, η σκληραγωγία, η λιτή διατροφή, η πειθαρχία, η τιμωρία, οι δοκιμασίες (κλοπή, κρυπτεία), η παιδεραστία, η καρτερία, η εγκράτεια, η συμμετοχή σε γιορτές, τα αγωνίσματα, το λακωνίζειν, η ανάγνωση, η γραφή, η μουσική και ο χορός ήταν πρακτικές μύησης και μαθήματα που περιλαμβάνονταν στην «αγωγή». Το επιτυχές πέρασμα από όλα τα στάδια της εκπαίδευσης σήμαινε ότι ο νέος Σπαρτιάτης ήταν ικανός να αποκτήσει την ιδιότητα του πολίτη και εκφραζόταν με την εκλογή του στα συσσίτια.
Η καθιέρωση αυτού του μοναδικού τύπου εκπαιδευτικού συστήματος στη Σπάρτη, που συνδεόταν με την πολιτική, τη διαφοροποιεί από την Αθήνα και την πλειοψηφία των αρχαιοελληνικών πόλεων-κρατών, που ακολουθούσαν παρόμοια συστήματα. Η διαφορετικότητα της «αγωγής», πέρα από τη σύνδεσή της με την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων, εντοπίζεται στο ότι: ήταν υποχρεωτική, συνέχεια της εκ γενετούς στρατολόγησης, όπως ήδη περιγράφηκε, που εξουδετέρωνε τη γονική πρωτοβουλία, δε σήμαινε την οικονομική επιβάρυνση των γονέων, λάμβανε χώρα σε στρατόπεδα, αφορούσε εν μέρει και τα κορίτσια, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, προϋπέθετε εξαιρετικά σκληρές συνθήκες εκπαίδευσης με μεγάλη βαρύτητα στη σωματική άσκηση, και με τη συνέχισή της μέσω των συσσιτίων αποτελούσε μια δια βίου μάθηση.
3.4 Η κοινωνική θέση της γυναίκας. Η κεντρική σημασία της μητρότητας προς όφελος του κράτους
Η ανάγκη συνεχούς πολεμικής ετοιμότητας στη Σπάρτη επέβαλλε την ομαδική ζωή των ανδρών στα στρατόπεδα, όπως προαναφέρθηκε, και κατά συνέπεια τη διαρκή απουσία τους από την εστία, την παραμέληση της οικογενειακής ζωής και τη χαλάρωση των οικογενειακών δεσμών. Το αποτέλεσμα ήταν να ενισχυθεί, με τη συναίνεση της πολιτείας, η κοινωνική θέση της γυναίκας, σε αντίθεση με τις άλλες πόλεις-κράτη όπου ήταν υποβαθμισμένη.
Έτσι, οι γυναίκες είχαν περισσότερα δικαιώματα και ελευθερίες και συγκεκριμένα: συμμετείχαν στην αγωγή, γυμνάζονταν δημόσια, έπαιρναν μέρος σε αγώνες και μάλιστα γυμνές (οι νεαρές παρθένες), απαλλαγμένες από τις οικιακές ασχολίες δε ζούσαν κλεισμένες στο σπίτι, είχαν τη δυνατότητα να συναναστρέφονται μεταξύ τους και μπορούσαν να επηρεάζουν τη γνώμη των ανδρών. Διαφορετική από τις άλλες πόλεις και άξια αναφοράς ήταν και η νομική θέση της γυναίκας στη Σπάρτη, δεδομένου ότι εκεί οι γυναίκες είχαν το δικαίωμα κατοχής γης.
Η πλεονεκτική θέση της γυναίκας σ΄ αυτή τη στρατοκρατική πόλη, που εκφραζόταν επίσης και με τη δημόσια εκτίμηση που έτρεφαν οι άνδρες στο πρόσωπό της, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ελλάδα όπου ήταν περιφρονημένη, οφείλεται στην κεντρική σημασία της μητρότητας, που αποσκοπούσε στην επίλυση του δημογραφικού προβλήματος της πόλης, της λειψανδρίας, που είχε δημιουργηθεί εξαιτίας των πολέμων και των σκληρών δοκιμασιών για την απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη.
Απώτερος σκοπός ήταν η διατήρηση της στρατιωτικής ισχύος. Ο στόχος της τεκνοποιίας επομένως ήταν η ωφέλεια της πόλης. Για το λόγο αυτό παρενέβαινε στη μητρότητα, με σκοπό την ευγονία μέσω: της υποχρεωτικής αγωγής των κοριτσιών όπου κυρίως αθλούνταν για ενδυνάμωση, ώστε να είναι σε θέση να γεννήσουν υγιή παιδιά, και της καθιέρωσης της τέλεσης του γάμου στην ηλικία της «ακμής» τους (γύρω στα είκοσι), για σωματική και σεξουαλική ωριμότητα, αλλά και γενικότερα με την αποχή των μητέρων από την ανατροφή των αγοριών τους, αφού την αναλάμβαναν αρχικά τροφοί, που ακολουθούσαν σκληρές τακτικές ως προετοιμασία για τη στρατιωτική ζωή, και το κράτος από την ηλικία των επτά ετών με την αγωγή.
Οι συνήθειες του «γάμου υπό δοκιμή», ώστε να ακυρώνεται αν δε γεννιούνταν παιδιά, και του «δανεισμού γυναικών», για την εξασφάλιση απογόνων, καθώς και η αποδοχή από την πολιτεία παιδιών των πολιτών που δεν είχαν αποκτηθεί με τις νόμιμες συζύγους φανερώνουν το μεγάλο ενδιαφέρον της να τεκνοποιούν οι πολίτες και την έμμεση παρέμβασή της στη μητρότητα.
Οι ηθικές αξίες και οι συνθήκες που επικρατούσαν στη Σπάρτη γύρω από το θέμα της μητρότητας δεν ήταν απλά διαφορετικές, αλλά παράδοξες σε σχέση με τα ισχύοντα στις άλλες αρχαιοελληνικές πόλεις-κράτη.
ΕΝΟΤΗΤΑ 4 Το πολιτικό σύστημα της Σπάρτης – Πολιτειακά όργανα – Η διπλή βασιλεία
Το πολίτευμα της Σπάρτης, που δημιουργήθηκε στα τέλη του 7ου αι. π.Χ., έχει χαρακτηριστεί ως μικτό, λόγω της συνύπαρξης μοναρχικών, αριστοκρατικών και δημοκρατικών μορφών εξουσίας και στοιχείων, ή ως ολιγαρχικό, βάσει των κριτηρίων απόκτησης της ιδιότητας του πολίτη και εκλογής στις αρχές. Τα πολιτειακά όργανα αυτού του ιδιαίτερου πολιτεύματος, που θεωρούνται συνέχιση των θεσμών της ομηρικής πόλης, ήταν αρχικά οι δύο βασιλείς, η Γερουσία και η Απέλλα (συνέλευση των πολιτών), στα οποία προστέθηκαν από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και οι έφοροι.
Η μοναρχική εξουσία στη Σπάρτη ήταν κατανεμημένη στους δύο βασιλείς, που κατάγονταν από τα βασιλικά γένη των Αγιάδων και των Ευρυπωντιδών για τη προέλευση των οποίων έχουν προκύψει πολλά ερωτήματα και έχουν προταθεί πολλές ερμηνείες, ακόμα και ότι τα μέλη τους ήταν απόγονοι του Ηρακλή. Το αξίωμα ήταν κληρονομικό και ισόβιο.
Η εξουσία των δύο βασιλέων ήταν ισότιμη, ενώ για την εξισορρόπησή της φρόντιζαν η Γερουσία και οι έφοροι. Έτσι, η βασιλεία εκεί ήταν μάλλον διαρχία, παρά μοναρχία. Οι βασιλείς, βάσει της νομοθεσίας της Μεγάλης Ρήτρας, είχαν θρησκευτικές εξουσίες (εκτέλεση θυσιών, επαφή με το ιερό των Δελφών και υποδοχή προξένων), πολιτικές (ισόβια μέλη της Γερουσίας με δικαίωμα ψήφου), ορισμένες δικαστικές (ζητήματα οικογενειακού δικαίου) και απεριόριστες στον στρατιωτικό τομέα, αφού σε περίοδο πολέμου ήταν αρχηγοί του στρατού και οι δύο ως το 507 π.Χ. και έπειτα ο ένας, κατόπιν εκλογής από την Απέλλα.
Περιορισμοί στη βασιλική εξουσία έμπαιναν από: την ύπαρξη δύο βασιλέων, το γεγονός ότι ήταν μέλη της Γερουσίας, τον έλεγχο που δέχονταν από τους εφόρους και τον όρκο που έδιναν για πίστη και σεβασμό στο πολίτευμα. Πέρα από τις εξουσίες οι βασιλείς είχαν πολλά προνόμια (σωματοφυλακή, πλούτο από φόρους και λάφυρα, τιμητική θέση σε θρησκευτικές γιορτές και ταφή με ιδιαίτερες τιμές).
Όσον αφορά τις μεταξύ τους σχέσεις ήταν συχνές οι ασυμφωνίες τους, αλλά δεν προβλημάτιζαν την πολιτεία γιατί ρυθμίζονταν με την παρέμβαση των εφόρων και της Γερουσίας και θεωρούνταν «…εξασφάλιση των συμφερόντων της πόλης…» (Αριστοτέλης Πολιτικά 1271a), έναντι μιας προσωποπαγούς μορφής εξουσίας.
Η διπλή βασιλεία της Σπάρτης δεν ήταν μοναδικό φαινόμενο στην αρχαία Ελλάδα, αφού συναντάται και σε άλλες περιοχές (Ηλεία, Κύμη, Λυδία κ.ά.). Τα στοιχεία που συνθέτουν τη διαφορετικότητά της είναι η συνύπαρξη της βασιλείας με άλλες μορφές εξουσίας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η ισότιμη κατανομή της εξουσίας μεταξύ των δύο βασιλέων, που μεταβάλλει το πολίτευμα σε διαρχία, και η μακροβιότητα του θεσμού, ο οποίος διατηρήθηκε ως το 2ο αι. π.Χ.
ΣΥΝΟΨΗ
Η προσέγγιση των διαφορετικών πτυχών της ζωής στη Σπάρτη δημιουργεί θαυμασμό και απορία μαζί για την εκούσια αποδοχή και τη για αιώνες προσήλωση των παντοδύναμων Σπαρτιατών, φαινόμενο μοναδικό, σ΄ ένα σύστημα που κρατούσε τον άνθρωπο δέσμιο από τη γέννησή του και για όλη του τη ζωή, χωρίς καμία ελευθερία ούτε για τη διανοητική ανάπτυξη, ούτε για την επιλογή του επαγγέλματος, ούτε για τη διατροφή, ούτε για την ανατροφή των παιδιών, ούτε καν για την έκφραση της πατρικής και της μητρικής στοργής.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Cartledge P., «Η ιδιόμορφη θέση της Σπάρτης στην ανάπτυξη της ελληνικής πόλης-κράτους», στο: Δίπλα Α. (επιμ.), Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι, Αθήνα και Σπάρτη Αρχαϊκή-Κλασική Περίοδος, Ανθολόγιο, ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σ.σ. 34-47
Cartledge P., «Μια σπαρτιατική εκπαίδευση», στο: Δίπλα Α. (επιμ.), Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι, Αθήνα και Σπάρτη, Αρχαϊκή-Κλασική Περίοδος, Ανθολόγιο, Κείμενα από τη Σύγχρονη Βιβλιογραφία, ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σ.σ. 63-80
Cartledge P., «Σπαρτιατική βασιλεία: διπλά παράξενη;», στο: Δίπλα Α. (επιμ.), Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι, Αθήνα και Σπάρτη, Αρχαϊκή-Κλασική Περίοδος, Ανθολόγιο, Κείμενα από τη Σύγχρονη Βιβλιογραφία, ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σ.σ. 48-62
Μήλιος Α., «Η έννοια του ελεύθερου πολίτη», στο: Μήλιος Α., κ.ά., Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι: Από την Αρχαιότητα έως και τα Μεταβυζαντινά Χρόνια, Τόμος Α, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Αρχαία Ελλάδα, ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σ.σ. 23-113
Μπιργάλιας Ν., «Η Αρχαϊκή Σπάρτη του 8ου-6ου αι.» στο: Ιστορία των Ελλήνων, Αρχαϊκοί Χρόνοι, Τόμος 3, Εκδόσεις Δομή, σ.σ. 446-549
Μπιργάλιας Ν., «Ο αρχαίος δημόσιος βίος, πολιτική ζωή και τάξεις: δικαστική, στρατιωτική και θρησκευτική ζωή», στο: Μήλιος Α., κ.ά., Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι: Από την Αρχαιότητα έως και τα Μεταβυζαντινά Χρόνια, Τόμος Α, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Αρχαία Ελλάδα, ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σ.σ. 115-238
Ξενίδου Schild B., «Οι γυναίκες στη Σπάρτη και τη Γόρτυνα», στο: Δίπλα Α. (επιμ.), Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι, Αθήνα και Σπάρτη, Αρχαϊκή-Κλασική Περίοδος, Ανθολόγιο, Κείμενα από τη Σύγχρονη Βιβλιογραφία, ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σ.σ. 92-103
Πετροπούλου Α., «Οικογενειακοί θεσμοί», στο: Μήλιος Α., κ.ά., Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι: Από την Αρχαιότητα έως και τα Μεταβυζαντινά Χρόνια, Τόμος Α, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Αρχαία Ελλάδα, ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σ.σ. 279-329
Βιογραφικό της συγγραφέως
H Σταυρούλα Καραμπάτου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα.
Είναι πτυχιούχος του τμήματος Ελληνικού Πολιτισμού της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, με βαθμό Λίαν Καλώς.
Περαιτέρω το ενδιαφέρον της στράφηκε στην Ελληνική Παλαιογραφία, την ανάγνωση και μελέτη των χειρόγραφων κωδίκων. Παρακολούθησε μαθήματα, μετέχοντας στο Φροντιστήριο Ιστορικών Επιστημών του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, κατά το ακαδημαϊκό έτος 2009-2010. Για το ίδιο γνωστικό αντικείμενο παρακολούθησε επίσης τα Μαθήματα και των τριών ετών του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2011-2013. Πέραν της Ελληνικής Παλαιογραφίας παρακολούθησε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, στο ίδιο Ινστιτούτο, τα μαθήματα της Επιγραφικής και της Κωδικολογίας κατά το ακαδημαϊκό έτος 2009-2010, της Βυζαντινής Σφραγιστικής και της Εραλδικής κατά το ακαδημαϊκό έτος 2010-2011. Eπίσης στο πλαίσιο των Μορφωτικών του Εκδηλώσεων το Μάρτιο του 2010, τον Κύκλο Ομιλιών με γενικό τίτλο «Άνθρωπος και Περιβάλλον στο Βυζάντιο». Στο πλαίσιο του Προγράμματος Συμπληρωματικής εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών παρακολούθησε το Φθινόπωρο του 2021 το Επιμορφωτικό Πρόγραμμα «Οι Γυναίκες στην Επανάσταση του 1821 μέσα από τη Λογοτεχνία».
Τα προσωπικά της ενδιαφέροντα είναι ο ελληνικός παραδοσιακός χορός και το νεοελληνικό θέατρο.