[η φωτογραφία προέρχεται από το https://pixabay.com και είναι ελεύθερη προς χρήση]
Home » Blog » Δημοσιεύσεις βιβλίων »
Η συνάντηση – Μετάπλαση ποιήματος «Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΡΟ» του Μίλτου Σαχτούρη, σε διήγημα.
Γράφει η Βάσω Ντάβαρη
Βιογραφικό Βάσως Ντάβαρη
Ένα αστείο κορίτσι.
(Γιατρός να γίνεις σαν τ’ αδέρφια σου! Ακούς εκεί θεατρίνα, να μας γελάει ο κόσμος. Ακούς Απόστολε;》είπε η μάνα μου τη μέρα που τους το ανακοίνωσα. Αυτό ήταν! Εξαφανίστηκα από προσώπου γης. Δυο μέρες μετά επέστρεψα σαν κλαμένη χήρα. Και πολύ έλειψα, είπα με το νου μου. Μ’ αγκάλιασαν κι η μάνα μου έψησε καφέ να πιούμε.
Τον άντρα μου το γνώρισα το 2002. Μάλλον όχι, δε ήταν το ’02. Ήταν Φλεβάρης του ’03. Το θυμάμαι καλά γιατί λίγες μέρες μετά κάψαμε τον καρνάβαλο στην Πάτρα. Εκεί σπούδαζα. Θέατρο εγώ, μαθηματικά αυτός. Είχα χαρές. Θα ‘ρχόταν η κολλητή μου να με δει. Μα δεν ήρθε μόνη. Μου κουβάλησε και το αμόρε μαζί. 《Έχει ο Τάκης ένα φίλο, πολύ καλό παιδί, πατριωτάκι από Λάρισα. Θα ρθει μαζί μας το βράδυ》μου είπε και με κοίταξε πονηρά. Κανένα απ’ αυτά τα φρούτα που μου γνωρίζει κατά καιρούς η Θέκλα θα ‘ναι, είπα με το νου μου αλλά δέχτηκα να βγω για να της κάνω το χατίρι. Μιλούσε όμορφα. Ευφυής και πνευματώδης, σκέφτηκα. Πες πες ο Νίκος πολύ θέλει; Πάνω στο άνθος της ηλικίας μου εγώ, είκοσι χρονών μπουμπούκι ήμουνα, τσίμπησα.
(Μπαμπά, η μαμά θα γίνει συγγραφέας;》 ρώτησε χθες η μικρή το Νίκο και το μωρό άρχισε να κλαίει. Μέχρι και το μωρό αντιδράει, σκέφτηκα. Βρε λες; Την κοίταξα και της έκλεισα συνωμοτικά το μάτι. Χαμογέλασε. 《Άργησα και θα με περιμένουν τα παιδιά στο σχολείο!》είπα. Τους φίλησα κι έφυγα.
Η συνάντηση
Η μυρωδιά του φρεσκοψημένου καφέ σκαρφάλωνε στο Πατάρι της οδού Σταδίου. Η ξύλινη βιβλιοθήκη δίπλα στη στενή σκάλα ήταν γεμάτη βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες που περίμεναν τους μόνιμους θαμώνες του λογοτεχνικού καφενείου. Ήταν η ώρα του απογευματινού καφέ και μουσάτοι άντρες με μπερέδες και φουλάρια περνούσαν το κατώφλι του “Καφενείου των Τεχνών” για ν’ απολαύσουν ατέρμονες συζητήσεις περί τέχνης και λογοτεχνίας παρέα με το πιο καλό χαρμάνι. Ανάμεσα σε καπνούς και δυνατές φωνές η έμπνευση περίσσευε. Άλλοτε αποτυπωνόταν επάνω σε μουσαμάδες, άλλοτε πάλι επάνω σε άδεια πακέτα από τσιγάρα. Τα ωραιότερα ποιήματα γράφτηκαν επάνω σε κασετίνες Καρέλια.
Κοίταξα το ρολόι μου, έπρεπε να βιαστώ, το ραντεβού μου ήταν στις έξι. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι αυτοκίνητα σταματημένα, επικρατούσε το αδιαχώρητο. Ήχοι από κορναρίσματα και μηχανάκια μου διαπερνούσαν τ’ αφτιά. Τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα κόσμο. Καλοντυμένοι άντρες με μακριά μαύρα παλτό περπατούσαν αλά μπρατσέτα με τις γυναίκες τους. Αυτές ντυμένες γιορτινά με γούνες και κομψά καπέλα κρατούσαν τσάντες με χρυσές κορδέλες γεμάτες δώρα και γλυκά. Μικρά παιδιά στεκόντουσαν μαγεμένα μπροστά από τις βιτρίνες των καταστημάτων που λαμποκοπούσαν στολισμένες χαζεύοντας κουρδιστές μπαλαρίνες και ξύλινα στρατιωτάκια. Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και οι δρόμοι μοσχοβολούσαν μέλι και κανέλα.
Μόλις έφτασα στο νούμερο 88 της Σταδίου μπήκα κατευθείαν στο καφενείο και κατευθύνθηκα στο πατάρι. Ο Μίλτος με περίμενε καθισμένος σ’ ένα τραπέζι στην άκρη καπνίζοντας πούρο και διαβάζοντας εφημερίδα. Τον πλησίασα και κάθισα στην καρέκλα απέναντί του. Έβγαλα το πακέτο κι άναψα τσιγάρο.
“Αύριο θ’ απεργήσουν τα τραμ” μου είπε αδιάφορα δίχως να σηκώσει το κεφάλι να με δει.
Η κοπέλα του μαγαζιού μας έφερε τα γνωστά. Ήπιαμε δυο γουλιές αμίλητοι.
Άναψα και δεύτερο τσιγάρο.
“Πολύ καπνίζεις” είπε.
“Ξέρεις τα ποιήματά μου βγαίνουν από μόνα τους” συνέχισε πίνοντας κι άλλη γουλιά καφέ.
Ακολούθησε σιωπή, μακρά σιωπή. Τόση που έκανε φασαρία.
Τη σιωπή διέκοψε ένα απρόσμενο παραλήρημα, ένα παραλήρημα θανάτου.
“Τον βλέπω μπροστά μου, Γιάννη. Κάθε νύχτα μπροστά μου. Ωραίος σαν αετός ο Ανδρέας. Μ’ αυτά τα μάτια να καίνε, τ’ αετίσια μάτια. Και η σκέψη μου πάντα εκεί στον Πόρο. Τα δάχτυλά του κίτρινα καμένα απ’ τα τσιγάρα σαν τα δικά μου, τα βλέπεις Γιάννη; Τσιγάρα γύρω γύρω στα τραπέζια, τσιγάρα πάνω στις καρέκλες, τσιγάρα παντού. Τσιγάρα να καίνε σαν κεριά κι αυτή τη παγερή τη μυρωδιά θανάτου. Την έχεις νιώσει Γιάννη; Και τ’ άγρια κόκκινα ποδήλατα να ορμάνε μπρος μου, άγριοι κι ατίθασοι βασιλείς της νιότης. Ωραίος σαν αετός ο Εμπειρίκος. Κι αυτό το γέλιο του το φοβερό. Τράνταξε ολάκερη τη γη και τα ουράνια. Γέλιο μακάβριο ενός κλόουν τ’ ουρανού. Σύννεφο τρομαγμένα τα σπουργίτια πέταξαν μακριά. Μακριά πέρα απ’ το θάνατό του. Κάθε νύχτα Γιάννη. Και ξυπνάω ιδρωμένος με κομμένη ανάσα.” είπε ασθμαίνοντας.
Οι πρησμένες φλέβες που τύλιγαν το λαιμό του έμοιαζαν να τον πνίγουν.
Πρώτη φορά είδα το Μίλτο έτσι τραυματισμένο με σκέψεις σπασμένες και θαμπές. Ταράχτηκα.
Άναψα και τρίτο τσιγάρο.
“Πολύ καπνίζεις” ψέλλισε κι άναψε κι άλλο πούρο.
“Αύριο θ’ απεργήσουν και τα τρόλεϊ” τραύλισε.
“Πώς απ’ τον Πόρο Ανδρέα; Εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο.
Και συ Μίλτο έπρεπε να ήσουν στην Ύδρα, γιατί στον Πόρο;
Και ο Εμπειρίκος να ‘ναι δέκα χρόνια πεθαμένος…” μονολογούσε.
Σκοτείνιασε και ζήτησα λογαριασμό.
Περπατούσαμε σιωπηλοί τη Βουκουρεστίου ανηφορίζοντας προς το λόφο του Λυκαβηττού. Το κρύο τσουχτερό τρύπωνε απ’ τα φαρδιά μανίκια του σακακιού μου.
“Δεν έπρεπε να βάλω σακάκι με τέτοιο κρύο” σκέφτηκα.
Οι δρόμοι στολισμένοι με πολύχρωμα λαμπιόνια που αναβόσβηναν παίζοντας χριστουγεννιάτικες μελωδίες. Οι άνθρωποι γύρω μας βιαστικοί να προλάβουν τα μαγαζιά πριν κλείσουν. Στρίβοντας ένας απρόσεκτος περαστικός με σκούντησε στον ώμο. Γύρισα να τον κοιτάξω μα είχε χαθεί στο βάθος του δρόμου.
Σε μια στιγμή ο Μίλτος σταμάτησε και με κοίταξε στα μάτια. Έπειτα έκανε να φύγει αλλά κάτι σα να τον σταμάτησε “Ξέρεις Γιάννη φοβάμαι” είπε “Δε θέλω να πεθάνω” κι ένας κόμπος που είχε σταθεί στο λαιμό του δεν έλεγε να φύγει.
Ξάφνου ακούστηκε ένας ήχος απόκοσμος, στραφήκαμε στον ουρανό κι ένα σμάρι πουλιά πέταξε από πάνω μας.
“Έλα Μίλτο πάμε, κάνει κρύο εδώ” του είπα και προχωρήσαμε.
Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΡΟ
Και νά που φάνηκε ο Ανδρέας Εμπειρίκος
στον Πόρο
τα δάχτυλά του κίτρινα καμένα απ’ τα τσιγάρα
τσιγάρα να καίνε σαν κεριά
γύρω γύρω στα τραπέζια
τσιγάρα πάνω στις καρέκλες
τσιγάρα παντού
κι άγρια κόκκινα ποδήλατα να περπατάνε.
Ωραίος σαν αετός ο Εμπειρίκος
τα μάτια του να καίνε.
—Πώς απ’ τον Πόρο, Αντρέα;
εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο.
—Κι εσύ, Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα
στην Ύδρα, γιατί στον Πόρο;
Και τότε έσκασε εκείνο το ωραίο
το φοβερό το γέλιο του·
πετάχτηκαν τρομαγμένα τα σπουργίτια
ένα σύννεφο σπουργίτια
πέρα απ’ το θάνατό του.
—Μίλτος Σαχτούρης, Εκτοπλάσματα (1986)
Θα θέλατε…
να λαμβάνετε στο mail σας τις νέες αναρτήσεις του site; [στην επιφυλλίδα μπορείτε να το ζητήσετε]
να διαβάσετε κάτι άλλο και όχι αυτό που διαβάσατε;
να στείλετε τα σχόλια σας στο mail μου;