“Η τιμή της αγάπης” της Τώνιας Μαρκετάκη


Home » Blog » Ελληνικός Πολιτισμός » “Η τιμή της αγάπης” της Τώνιας Μαρκετάκη


γράφει η Σταυρούλα Καραμπάτου

Κατηγορία:

Ελληνικός Πολιτισμός / Νεότερη περίοδος / Τέχνες / Κινηματογράφος

Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΩΝ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΜΦΥΛΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΤΩΝΙΑΣ ΜΑΡΚΕΤΑΚΗ «Η ΤΙΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η δεκαετία του 1980 ήταν για την Ελλάδα μια περίοδος πολιτικής σταθερότητας και πολιτιστικής έξαρσης, ιδιαίτερα στην κινηματογραφική δραστηριότητα, που από το 1982 ενισχύθηκε με την πολύπλευρη συνδρομή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, το οποίο, υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού, είχε ως στόχο την προώθηση ποιοτικών ταινιών στη χώρα. Ταυτόχρονα εδραιώθηκε ο κινηματογράφος των δημιουργών, ως μοντέλο παραγωγής ταινιών, που διαδέχτηκε τον κινηματογράφο των ειδών. Μία από τις ελάχιστες σκηνοθέτιδες που αναδείχτηκαν αυτήν την εποχή ήταν η Τώνια Μαρκετάκη (1942-1994), της οποίας η ταινία με τίτλο Η τιμή της αγάπης (1983) θα αποτελέσει το αντικείμενο αυτής της εργασίας.

Η Μαρκετάκη σπούδασε οπερατέρ στο IDHEC στο Παρίσι. Από το 1963, που επέστρεψε στην Ελλάδα, εργάστηκε ως καλλιτεχνικός ρεπόρτερ και κριτικός κινηματογράφου ως το 1967, οπότε συνελήφθη από τη Χούντα και φυλακίστηκε. Ως πολιτική εξόριστη εργάστηκε στο Λονδίνο, ως βοηθός μοντέρ, και στο Αλγέρι, ως σκηνοθέτης εκπαιδευτικών ταινιών. Μετά τον επαναπατρισμό της το 1971 σκηνοθέτησε την τηλεοπτική σειρά Λεμονόδασος (1977) και ορισμένα θεατρικά έργα στη Θεσσαλονίκη, και ολοκλήρωσε μία ταινία μικρού μήκους (Ο Γιάννης και ο Δρόμος, 1967) και τρεις μεγάλου μήκους (Ιωάννης ο βίαιος, 1973, Η τιμή της αγάπης, Κρυστάλλινες νύχτες, 1992).

Η τιμή της αγάπης, που απέσπασε επτά Κρατικά Βραβεία και το Βραβείο Καλύτερης Μεσογειακής Ταινίας και καταχωρήθηκε στο International Film Guide ως μία από τις δέκα καλύτερες ελληνικές ταινίες από το 1960 και μετά, είναι μία συμπαραγωγή με το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου {από το οποίο είχε προηγουμένως απορριφθεί δύο φορές} και αποτελεί διασκευή από την ίδια τη σκηνοθέτιδα της νουβέλας Η τιμή και το χρήμα (1912) του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (1872-1923), ενός διανοουμένου δημοτικιστή, μυημένου στη σοσιαλιστική ιδεολογία, που μέσα από τον έρωτα μιας φτωχής κοπέλας με έναν ξεπεσμένο αριστοκράτη στην Κέρκυρα των αρχών του 20ου αιώνα παρουσιάζει και καυτηριάζει το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα της εποχής. Η μουσική επένδυση της ταινίας, στην οποία πρωταγωνιστούν οι: Τούλα Σταθοπούλου, ΄Αννυ Λούλου και Στρατής Τσοπανέλης, έχει γίνει από την Ελένη Καραϊνδρου.

Η πλοκή της μας μεταφέρει στο Μαντούκι, ένα φτωχικό παραλιακό προάστιο της Κέρκυρας, όπου πλέκεται το ειδύλλιο του Αντρέα Ξη (Τσοπανέλης), με τη Ρήνη Τρίνκουλου (Λούλου), κόρης μιας εργάτριας, της Επιστήμης (Σταθοπούλου), και ενός μέθυσου. Ο Αντρέας, που προσπαθεί να ανταπεξέλθει στα χρέη που του άφησε ο πατέρας του κάνοντας με το καΐκι του λαθρεμπόριο ζάχαρης, καταφεύγει καταδιωκόμενος από την αστυνομία στο σπίτι της Επιστήμης, η οποία του προσφέρει κάλυψη, με το αζημίωτο, και έτσι αποφεύγει τη σύλληψη. Εκεί συναντά τη Ρήνη και οι δύο νέοι ερωτεύονται.

Από τη στιγμή αυτή αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ υποψηφίου γαμπρού και πεθεράς για το θέμα της προίκας, δεδομένου ότι εκείνη δεν είναι διατεθειμένη να δώσει το ποσό που της ζητά, παρά το γεγονός ότι το έχει, μεριμνώντας και για τα υπόλοιπα τρία παιδιά της. Όταν η Ρήνη ακολουθεί τον Αντρέα στο σπίτι του, εποχή που με την εύνοια της κυβέρνησης οι «δουλειές» του πάνε καλά, εκείνος πιστεύει ότι θα ξεχρεώσει και δηλώνει ότι δε θέλει προίκα ως τη στιγμή που του κατάσχουν το καΐκι, οπότε επανέρχεται αυξάνοντας μάλιστα το ποσό. Στην άρνηση της Επιστήμης ο Αντρέας απαντά με την εγκατάλειψη της εγκύου πλέον Ρήνης, η οποία πιάνει δουλειά στο εργοστάσιο, γεγονός που οργίζει τη μάνα και τον τραυματίζει, όμως στην απόγνωσή της για το μέλλον της ταπεινωμένης κόρης της του προσφέρει όσα χρήματα έχει. Ο Αντρέας διατίθεται πλέον να παντρευτεί τη Ρήνη, αλλά αυτή, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι η αγάπη της έγινε αντικείμενο οικονομικής συναλλαγής, αποφασίζει να μεγαλώσει μόνη της το παιδί της και αρνείται.

Ό,τι αφορά το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο της ταινίας θα αναλυθεί στην πρώτη ενότητα, το κοινωνικό πλαίσιο και τα έμφυλα στοιχεία στη δεύτερη και τα μορφολογικά στοιχεία στην τρίτη και τελευταία.

ΕΝΟΤΗΤΑ 1 – ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Ταυτόχρονα με τους τίτλους της αρχής της ταινίας γίνεται από τον αφηγητή η τοποθέτηση στο χώρο και το χρόνο που διαδραματίζεται η υπόθεση: «Στις αρχές του αιώνα η Ελλάδα μόλις έχει βγει από ένα σκληρό και ταπεινωτικό πόλεμο…. Η μαζική μετανάστευση στην Αμερική αρχίζει. Οι κυβερνήσεις διαδέχονται η μια την άλλη κάθε λίγους μήνες, καμιά φορά κάθε λίγες μέρες. Αυτή την εποχή στην Κέρκυρα…». Το χρονικό στίγμα, που τοποθετείται από το συνδυασμό των συμφραζομένων στο 1904,  δίνεται επίσης: από τις αναφορές στο δικό τους άνθρωπο στο χώρο της πολιτικής, τον Κορφιάτη Υπουργό, που εθελοτυφλούσε στο λαθρεμπόριο που γινόταν στο νησί και ηττήθηκε στις εκλογές, καθώς και στον αντίπαλό του Δεληγιάννη, από την κουβέντα των αντρών στο καπηλειό όπου λέγεται ότι «…ο πόλεμος έγινε για να έρθουνε … οι ξένοι και να βάλουνε φόρους…» και «…ο πόλεμος έγινε για την Κρήτη…», από την παρουσία του Κάιζερ με το αυτοκίνητό του στην πλατεία της πόλης και τέλος από την αναφορά στα επεισόδια που έγιναν στην Αθήνα «…από τα σχολιαρόπαιδα … που κλειστήκανε στο Πανεπιστήμιο…» για να μη γίνει «…το Βαγγέλιο στα χωριάτικα…».

Το 1897 τουρκικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ελλάδα σε δύο μέτωπα (Θεσσαλία, Ήπειρος), εξαιτίας της ενίσχυσης που προσέφερε στην Κρήτη που επαναστάτησε κατά του οθωμανικού ζυγού. Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος, ή Πόλεμος των τριάντα ημερών, έληξε, μετά από παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, με ταπεινωτική ήττα του ελληνικού στρατού, που βρέθηκε ανέτοιμος. Τα αποτελέσματα ήταν: η απώλεια εδαφών της Θεσσαλίας, η υποχρέωση καταβολής μεγάλης αποζημίωσης στην Τουρκία, ο δανεισμός για το σκοπό αυτό από τις Μεγάλες Δυνάμεις και η επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Από το 1897 έως το 1905 η χώρα άλλαξε δώδεκα πρωθυπουργούς, μεταξύ αυτών το Θεόδωρο Δηλιγιάννη, που αναφέρεται στην ταινία ως Δεληγιάννης, και τον Κερκυραίο Γεώργιο Θεοτόκη, ο οποίος διετέλεσε τέσσερις φορές πρωθυπουργός στο διάστημα αυτό, με θητεία από δεκατέσσερις μέρες ως δυόμιση χρόνια.

Σε κλίμα γενικότερης αναταραχής έλαβαν χώρα το Νοέμβριο του 1901, με κινητοποίηση φοιτητών, τα Ευαγγελικά, αιματηρά επεισόδια μεταξύ αρχαϊζόντων και δημοτικιστών, με αφορμή τη δημοσίευση των Ευαγγελίων στην εφημερίδα Ακρόπολις μεταφρασμένων στη δημοτική. Αυτήν την εποχή η Κέρκυρα γνώριζε οικονομική ανάπτυξη (παρουσία αυτοκινήτων, τηλέγραφου), που στηριζόταν στη βιομηχανία κατά κύριο λόγο -αριθμούσε 13 ατμοκίνητα εργοστάσια, ένα εκ των οποίων ήταν του Αλέξανδρου Δεσύλλα στη Γαρίτσα που επεξεργαζόταν κάναβι, λινάρι και γιούτα και παρήγαγε σχοινιά και σακιά-, και αποτελούσε ένα κοσμοπολίτικο θέρετρο των Ελλήνων βασιλιάδων και του αυτοκράτορα της Γερμανίας Γουλιέλμου Β΄, γνωστού ως Κάιζερ, ο οποίος το 1904 αγόρασε το Αχίλλειο. 

Στο πολιτικό επίπεδο, εκτός από την αναφορά που προηγήθηκε στην κάλυψη των παρανομιών των ευνοουμένων πολιτών -του λαθρεμπορίου ζάχαρης στην προκειμένη περίπτωση, που γινόταν με την τουρκοκρατούμενη Ήπειρο, με σκοπό τη φοροδιαφυγή, λόγω των υψηλών δασμών της νόμιμης εισαγωγής-, καθώς και της απαξίωσης των πολιτικών θεσμών, με την εναλλαγή κυβερνήσεων και πρωθυπουργών, παρουσιάζονται σκηνές μιας διαδήλωσης, μιας προεκλογικής ομιλίας, της προσπάθειας ενός διανοουμένου να αφυπνίσει τον κόσμο, ενός καλέσματος των εργατών σε απεργία και θίγονται τα ζητήματα του ρουσφετιού και του «λαδώματος». Η διαδήλωση γίνεται στην πόλη από μια ομάδα υποστηρικτών του Δηλιγιάννη, ο οποίος εικονίζεται στα πλακάτ.

Η προεκλογική ομιλία γίνεται στο Μαντούκι από τον Αντρέα, που είναι κομματάρχης του Θεοτόκη, προς μια ομάδα συγκεντρωμένων αντρών (αφού οι γυναίκες δεν έχουν αποκτήσει ακόμα δικαίωμα ψήφου {πρώτη φορά που ψήφισαν γυναίκες στην Ελλάδα, υπό περιοριστικούς όρους, ήταν το 1934}), τους οποίους προσπαθεί να πείσει να ψηφίσουν τον συγκεκριμένο πολιτικό δίνοντας υποσχέσεις για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους, με απώτερο σκοπό το ίδιον όφελος. Η σχέση του κομματάρχη με τον «Υπουργό» του φαίνεται από την επίσκεψη που κάνει στο αρχοντικό του και τη συνάντηση με τη σύζυγό του, της οποίας ζητά να μεσολαβήσει για τη μετάθεση του «ενοχλητικού» στη διεξαγωγή του λαθρεμπορίου ενωμοτάρχη από τη στιγμή που «…δεν παίρνει τραμπάκο….», δεν εξαγοράζεται.

Συντελείται με αυτόν τον τρόπο μία εξαχρείωση της έννοιας του ψηφοφόρου, αφού ο κύριος στόχος είναι η εκμετάλλευση των προσωπικών διασυνδέσεων του καθενός για την εξυπηρέτηση των άμεσων συμφερόντων του. Η αντίδραση του διανοούμενου στη σήψη του πολιτικού συστήματος και η προτροπή του προς τους ακροατές της προεκλογικής ομιλίας, να πάρουν «…οι ίδιοι τις τύχες τους στα χέρια τους…», γιατί «…ο καθένας υποστηρίζει τους δικούς του…», δηλαδή «…τους πλούσιους που δένουν τα συμφέροντά τους με τα συμφέροντα των ξένων…»,  αντιπροσωπεύει ένα πρώιμο σοσιαλιστικό σκίρτημα.

Στην πόλη, που ήταν μία από τις πρώτες βιομηχανικές περιοχές της χώρας, είχε ήδη δημιουργηθεί ένα προλεταριάτο, που διεκδικούσε περισσότερα δικαιώματα για την εργατική τάξη, όπως για παράδειγμα «…καλύτερα μεροκάματα…», σύμφωνα με τη σχετική σκηνή στον προαύλιο χώρο του εργοστασίου. Η διεκδίκηση, όπως λέγεται και γράφεται στην προκήρυξη που διανέμεται στους εργάτες, έγινε αιτία απόλυσης εφτά εργαζομένων, στην οποία πρέπει να αντισταθούν κάνοντας απεργία.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2 – ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ – ΤΑ ΕΜΦΥΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Στην ταινία, εκτός από την πολιτική, διαγράφεται και η κοινωνική εικόνα της Κέρκυρας την αυγή του 20ου αιώνα. Η κοινωνική διαστρωμάτωση βασίζεται στην άνιση κατανομή του πλούτου και τη δημιουργία τριών κοινωνικών τάξεων από την εποχή της ενετοκρατίας ακόμα: των πλουσίων ευγενών, των αστών και των φτωχών λαϊκών ανθρώπων, των ποπολάρων.

Οι αριστοκράτες είναι οι παλιοί γαιοκτήμονες που κατείχαν αξιώματα και τίτλους ευγενείας και ήταν εγγεγραμμένοι στο Libro d΄Oro. Η τάξη αυτή διαφαίνεται από την παρουσίαση καλοντυμένων ζευγαριών –αντρών με κοστούμια, γάντια, ρεπούμπλικες ή ημίψηλα και μπαστούνια, και γυναικών με κρινολίνα, γάντια, καπέλα και ομπρελίνα- και παιδιών –με χαρακτηριστικά για τα αγόρια το ναυτικό ντύσιμο και για τα κορίτσια τα καπέλα ή τις κορδέλες στα μαλλιά- στην παλιά πόλη και την πλατεία, που είτε βολτάρουν, είτε μετακινούνται με άμαξες, ή ακόμα και με αυτοκίνητα ελάχιστοι, και κυρίως από την παρουσίαση της οικίας του Υπουργού. Από τον εσωτερικό διάκοσμο φαίνεται ο πλούτος και από την παρουσία του τενόρου, που τραγουδά συνοδεία πιάνου, στην κυριακάτικη γιορτή φαίνεται το υψηλό επίπεδο των Επτανησίων ευγενών με επιρροές από την ιταλική παράδοση.

Η τάξη των αστών δημιουργήθηκε με την ανάπτυξη του εμπορίου κατά τον 18ο αιώνα. Τα μέλη της, που ήταν οι ίδιοι αρχηγοί στην εργασία τους, είχαν πλούτο αλλά όχι τίτλους ευγενείας. Η τάξη αυτή εκπροσωπείται από τον Αντρέα, ο οποίος όμως, λόγω των χρεών της οικογένειάς του, έχει υποθηκευμένο το σπίτι του, ένα δίπατο στην πόλη με στοιχεία πλούτου στην επίπλωση και τη διακόσμησή του, και προσπαθεί μέσω του λαθρεμπορίου και μιας καλής προίκας να ανακάμψει οικονομικά.

Η τρίτη τάξη που αποτελείτο από εργάτες της βιομηχανίας, πρώην δουλοπάροικους, οι οποίοι εργάζονταν για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην εκπροσωπείται από την οικογένεια της Ρήνης. Το σπίτι τους ένα φτωχικό ισόγειο, φωτιζόταν με λάμπες πετρελαίου, ζεσταινόταν από το τζάκι, στην εστία του οποίου μαγείρευαν κιόλας, το φαγητό τους λιτό, σερβιρισμένο σε χωματένια πιάτα. Χωματένιες ήταν και οι κούπες για το νερό, που το έπαιρναν από το πηγάδι της γειτονιάς με στάμνες. Τα ρούχα τους τα φύλαγαν σε μπαούλα και όταν χρειαζόταν τα μετέφεραν σε μπόγους δεμένους με ύφασμα. Η ζωή τους σκληρή. Ο πατέρας ακαμάτης, μέθυσος, η μάνα εργάτρια στο εργοστάσιο του Δεσύλλα, η μεγαλύτερη κόρη, η Ρήνη, φρόντιζε το σπίτι και τα   μικρότερα αδέρφια της που πήγαιναν σχολείο, ενώ παράλληλα έπλεκε από βούρλα   καλάθια-φίλτρα για το ελαιοτριβείο.

Τα παιδιά έπαιζαν στο δρόμο κρυφτό, κυνηγητό, κουτσό, σκοινάκι, τρίλιζα, ακόμα και με τα σκυλιά, δένοντάς τους τενεκεδάκια στην ουρά. Η φτώχεια είχε ωθήσει την Επιστήμη σε έναν διαρκή υπολογισμό του χρήματος, μια διαρκή αναζήτηση εσόδων από τη δουλειά της, από το εμπόριο των καλαθιών, ακόμα και από την προμήθεια για τη φύλαξη λαθραίων εμπορευμάτων, με σκοπό να προικίσει τις κόρες της, σύμφωνα με το κατεστημένο, χωρίς να αδικήσει καμία. Ο κοινωνικός βίος της εργατικής τάξης διαφαίνεται μέσα από: τη συναναστροφή των αντρών στο καπηλειό όπου συζητούν, τρωγοπίνουν και τραγουδούν, την αλληλεγγύη των γειτονισσών όταν καταλαβαίνουν ότι κάτι συμβαίνει δίπλα τους, τις κυριακάτικες συναντήσεις δίπλα στη θάλασσα, όπου οι άντρες περπατούσαν, συζητούσαν, τραγουδούσαν συνοδεία οργάνων (κιθάρα, φυσαρμόνικα, μαντολίνο), οι γυναίκες κουβέντιαζαν για τις καθημερινές έννοιες των οικογενειών τους και του μέλλοντός τους, τα παιδιά έπαιζαν.  

Η διαφορά μεταξύ των τάξεων σαφής, αποτυπωμένη σε κάθε έκφανση του βίου που περιγράφεται (επάγγελμα, συναναστροφές, συνήθειες, διασκέδαση). Ιδιαίτερα επιτυχημένη μπορεί να θεωρηθεί η σκηνή στην οποία ένα αγόρι της αριστοκρατικής τάξης με ναυτικό ντύσιμο, που βαδίζει με τη μητέρα του, μένει έκθαμβο βλέποντας το παιχνίδι των λαϊκών αγοριών στο δρόμο. Το κοινωνικό κατεστημένο επέβαλε στα μέλη της κάθε τάξης συγκεκριμένους κανόνες και θεσμούς, που περιόριζαν τη ζωή και τη συμπεριφορά τους. Η κοινωνική κινητικότητα φαίνεται πως δε ήταν ανέφικτη, αλλά σίγουρα περιορισμένη και ειδικά ο γάμος μεταξύ ατόμων διαφορετικής τάξης ήταν σπάνιο και κατακριτέο γεγονός, που απέφερε ντροπή στην τιμή της οικογένειας, με εξαίρεση την περίπτωση που το άτομο της κατώτερης κοινωνικής τάξης είχε μεγάλη οικονομική επιφάνεια.

Έτσι ο Αντρέας, αν και μονολογεί ότι το «…να ΄χεις πεθερό τον Τρίνκουλο…» είναι «…ντροπή στην κοινωνία…» και παρά την ερώτηση του θείου του «…από τι σόι καταβαίνει…» η Ρήνη για να σηκώσει το «βάρος» του σπιτιού τους, στο πλαίσιο της ηθικής διαφθοράς και παγιδευμένος στο οικονομικό του αδιέξοδο υποκύπτει στην ανάγκη. Πρόκειται για αντίδραση αλλοτριωμένου ανθρώπου, ενώ η διαφορετική στάση ζωής που μπορεί να προκύψει με την αφύπνιση της συνείδησης απεικονίζεται μέσω της Ρήνης.

Οι άντρες πρωταγωνιστές της ταινίας είναι τα αδύναμα πρόσωπα. Ο Τρίνκουλος, γιατί δεν είχε την πυγμή να στηρίξει την οικογένειά του, ούτε καν τη γνώμη του, και ο Αντρέας, γιατί δεν είχε τη δύναμη να υπερασπιστεί την αγάπη του. Αντιθέτως, οι δυνατές της ιστορίας είναι οι γυναίκες, που παρουσιάζονται μέσω τριών διαφορετικών τύπων. Τη γυναίκα της αριστοκρατίας, που εκπροσωπείται από τη σύζυγο του Υπουργού, η οποία παίρνει εξουσία μέσω της διεκπεραίωσης των θεμάτων του Γραφείου του, όπως για παράδειγμα τη μετάθεση ενός κρατικού λειτουργού που περιγράφηκε, και τις δυο γυναίκες της εργατικής τάξης –που είναι και τα κυρίαρχα πρόσωπα της ταινίας-, τη μάνα, που εκφράζει τις παραδοσιακές αρχές, και την κόρη, που είναι φορέας νέων ιδεών.

Η Επιστήμη μια εργάτρια, αλλά και έμπορος, εργατική, οικονόμος, που μεριμνά για την τύχη των παιδιών της, δίκαιη, εκπρόσωπος της μητριαρχίας, ίσως εξ ανάγκης, λόγω του ανεπαρκή συζύγου της, μελαγχολική και ευαίσθητη -συμπονά και δίνει την ευχή της στην παραστρατημένη κόρη της- είναι φορέας των παραδοσιακών ιδεών. Οι ισχυροί κώδικες όσον αφορά τη θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία ήταν διαχρονικά: η τιμή, η υπόληψη, η καλή φήμη, η προίκα, όλοι με σκοπό έναν καλό γάμο. Αυτές τις ιδέες υπερασπίζεται η μάνα και με αυτές γαλουχεί τις κόρες της, οι οποίες ακολουθούν τα βήματά της η μία μετά την άλλη (παρουσιάζεται η δεύτερη κόρη της οικογένειας μετά τη φυγή της Ρήνης να παίρνει τη θέση της) ως τη στιγμή της αντίδρασης της Ρήνης, που κλιμακούμενη φτάνει να γίνει εσωτερική επανάσταση. Αρχικά, για χάρη του έρωτά της, συγκρούεται με τη μητέρα της και εγκαταλείπει το πατρικό της πιστεύοντας ότι η αγάπη και η εργατικότητα αρκούν για να εξαλείψουν την ταξική διαφορά της με τον Αντρέα.

Σταδιακά, και ενώ αντιλαμβάνεται ότι τα αισθήματά του ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με το συμφέρον, παίρνει τη ζωή της στα χέρια της, ξεκινά να δουλεύει στο εργοστάσιο, αποφασίζει να μεγαλώσει μόνη της το παιδί της και μάλιστα στην πρωτεύουσα, έξω από τη στενή κοινωνία της Κέρκυρας, άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Πρόκειται για μια υγιή, «…θετική έκφραση γυναικείας ανεξαρτησίας και αυτοεκτίμησης…», πρώιμη φεμινιστική κίνηση, που αν και συντελείται ταυτόχρονα με τη διαμόρφωση μιας ευρύτερης επαναστατικής συνείδησης, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα λόγω εποχής.

Το γυναικείο ζήτημα βρέθηκε στο κέντρο του προβληματισμού σε αρκετές ταινίες της περιόδου 1981-1986, εποχή διεργασιών συγκρότησης μια γυναικείας ταυτότητας και μετασχηματισμού των προτύπων των φύλων στην ελληνική κοινωνία, το οποίο απασχόλησε ιδιαίτερα τη Μαρκετάκη.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3 – ΤΑ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Η Μαρκετάκη, όπως προαναφέρθηκε, εκτός από τη σκηνοθεσία έγραψε και το σενάριο της ταινίας. Βασιζόμενη στο έργο του Θεοτόκη εισήγαγε στο κείμενο δικής της έμπνευσης ιστορικά στοιχεία και σκηνές με σκοπό τη χρονολογική τοποθέτηση της ιστορίας. Η μέριμνά της επικεντρώθηκε στην αποτύπωση της ατμόσφαιρας και το αποτέλεσμα ήταν η μετρημένη και εξόχως δημιουργική ανάπλαση των γεγονότων και της εποχής. Αρωγοί της στην προσπάθεια αυτή στάθηκαν η γλώσσα και η εικονοποιία.

Στη γλώσσα διατηρήθηκε το χρώμα της επτανησιακής διαλέκτου, που περιελάμβανε μετάθεση συμφώνων (η τύχη τση), ή παράλειψη (οικοένεια), αλλαγή φωνηέντων (κρούψε το), ιδιωματισμούς (μεθούας) και αρκετούς ιταλισμούς (σιόρα, Κορφούς).

Στην αποτύπωση της ατμόσφαιρας λειτούργησε πολύ θετικά το γύρισμα των εξωτερικών σκηνών στο φυσικό περιβάλλον της Κέρκυρας, έτοιμο σκηνικό που αξιοποίησε η σκηνοθέτης. Σκηνές της καθημερινότητας, της σχόλης, της γιορτής, του Καρναβαλιού έχουν γυριστεί στην παλιά πόλη, στην πλατεία, στο Μαντούκι, στο εργοστάσιο, στην αγορά. Στα πλάνα το μελετημένο στήσιμο των ηθοποιών, τα γήινα χρώματα, απαλά κατά βάση με εξαίρεση το κίτρινο και το πορτοκαλί που χρησιμοποιούνται και σε πιο έντονες αποχρώσεις (πορτοκαλί φόρεμα Ρήνης, κίτρινα και πορτοκαλί μπαλόνια), η συγκρατημένη κίνηση της κάμερας, δημιουργούν ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα όμορφων εικόνων -σε αντίθεση με την «ασχήμια» της υπόθεσης-, που μπορεί να συγκριθεί με πίνακα ζωγραφικής.

Οι σκηνές για παράδειγμα στο προαύλιο του εργοστασίου και του δειλινού στο Μαντούκι μπορούν να συγκριθούν με πίνακες του ανθρωποκεντρικού Νικηφόρου Λύτρα, ενώ οι νυχτερινές, στις οποίες εικονίζεται η θάλασσα και το καΐκι του Αντρέα, με πίνακες του θεματοκεντρικού Κωνσταντίνου Βολανάκη, διάσημων ζωγράφων της εποχής που διαδραματίζεται το έργο. Τα εσωτερικά γυρίσματα, που έχουν γίνει στα σπίτια του αριστοκράτη Υπουργού, του αστού Αντρέα και της εργάτριας Επιστήμης απεικονίζουν τις κοινωνικές τάξεις.

Από άποψη υποκριτικής το παίξιμο των ηθοποιών είναι πειστικό, οι τόνοι ήπιοι, ακόμα και οι εντάσεις. Η ωρίμανση της Ρήνης, που γίνεται βαθμιαία και την οδηγεί    στην εσωτερική επανάσταση, είναι σιωπηλή και διαγράφεται στο πρόσωπο και το βλέμμα της, στο οποίο εστιάζει ακόμα και η ίδια, όταν κοιτάζεται στον καθρέφτη, σε αναζήτηση της αυτογνωσίας της. Οι ερωτικές σκηνές αποπνέουν τρυφερότητα και ρομαντισμό, χωρίς ίχνος εκχυδαϊσμού, και θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «ποιητικές».

Η μουσική παρακολουθεί την εξέλιξη της υπόθεσης, ενσωματώνει το πάθος των πρωταγωνιστών και τη μελαγχολία τους και βοηθά στη δημιουργία ατμόσφαιρας.

Το αποτέλεσμα είναι να συναποτελούν όλα τα μορφολογικά στοιχεία που αναφέρθηκαν ένα έργο με άρτιο και συνεκτικό αισθητικό αποτέλεσμα.

ΣΥΝΟΨΗ

Η τιμή της αγάπης, μια υποδειγματική διασκευή λογοτεχνικού έργου από μια προκλητική ιδιοσυγκρασία, αποτελεί την εξιστόρηση μιας  σειράς γεγονότων που διαδραματίζονται σε συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο και σχετίζονται με μια ιστορία αγάπης μεταξύ δύο νέων διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, εξαρτημένους από τους όρους της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.

Εμβαθύνοντας με απλότητα σε χαρακτήρες και ανθρώπινες σχέσεις, η δημιουργός προβάλλει τη διαδικασία εξύψωσης της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από την υπέρβαση των ορίων της, που επιτυγχάνεται εν προκειμένω μέσω του έρωτα, ο οποίος λειτουργεί σαν πράξη απελευθέρωσης, και εξυμνεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, που διατηρεί την ακεραιότητά της και ξεφεύγει από το στενό πλαίσιο μιας κοινωνίας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αθανασάτου Γιάννα, «Οι γυναίκες από τις δύο πλευρές της κάμερας. Προσεγγίσεις στην αναζήτηση γυναικείας ταυτότητας», στο: Διαμαντής Λεβεντάκος (επιμ.), ΄Οψεις του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, τόμος 2, εκδ. Κέντρο Οπτικοακουστικών Μελετών και Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, Αθήνα 2002, σσ. 159-170.

Αργυρίου ΄Ινα – Τώνια Μαρκετάκη (συνέντευξη), «Η δημιουργικότητα ως φυσικό φαινόμενο», στο: Τώνια Μαρκετάκη, 35ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, εκδ. Εταιρία Ελλήνων Σκηνοθετών, Αθήνα 1994, σσ. 42-49.

Κολοβός Νίκος, «Νέος ελληνικός κινηματογράφος», στον τόμο: Ο ελληνικός Κινηματογράφος, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σσ. 198-203.

Κυριακίδης Αχιλλέας, «Η πράξη της ζωής και η πράξη της τέχνης» στο: Τώνια Μαρκετάκη, 35ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, εκδ. Εταιρία Ελλήνων Σκηνοθετών, Αθήνα 1994, σσ. 16-28.

Μήνη Παναγιώτα, «΄Ελληνες κινηματογραφικοί δημιουργοί από το 1965 μέχρι σήμερα», στον τόμο: Νεοελληνικό Θέατρο 1880-1930, Σκηνοθέτες του Μεταπολεμικού Ελληνικού Κινηματογράφου, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σσ. 86, 102-103.

Αρχεία ΕΡΤ

https://el.wikipedia.org/wiki/Κατάλογος_Πρωθυπουργών_της_Ελλάδας.


Βιογραφικό της συγγραφέως

Σταυρούλα Καραμπάτου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα.

Είναι πτυχιούχος του τμήματος Ελληνικού Πολιτισμού της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, με βαθμό Λίαν Καλώς.

Περαιτέρω το ενδιαφέρον της στράφηκε στην Ελληνική Παλαιογραφία, την ανάγνωση και μελέτη των χειρόγραφων κωδίκων. Παρακολούθησε μαθήματα, μετέχοντας στο Φροντιστήριο Ιστορικών Επιστημών του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, κατά το ακαδημαϊκό έτος 2009-2010. Για το ίδιο γνωστικό αντικείμενο παρακολούθησε επίσης τα Μαθήματα και των τριών ετών του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2011-2013. Πέραν της Ελληνικής Παλαιογραφίας παρακολούθησε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, στο ίδιο Ινστιτούτο, τα μαθήματα της Επιγραφικής και της Κωδικολογίας κατά το ακαδημαϊκό έτος 2009-2010, της Βυζαντινής Σφραγιστικής και της Εραλδικής κατά το ακαδημαϊκό έτος 2010-2011. Eπίσης στο πλαίσιο των Μορφωτικών του Εκδηλώσεων το Μάρτιο του 2010, τον Κύκλο Ομιλιών με γενικό τίτλο «Άνθρωπος και Περιβάλλον στο Βυζάντιο». Στο πλαίσιο του Προγράμματος Συμπληρωματικής εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών παρακολούθησε το Φθινόπωρο του 2021 το Επιμορφωτικό Πρόγραμμα «Οι Γυναίκες στην Επανάσταση του 1821 μέσα από τη Λογοτεχνία».

Τα προσωπικά της ενδιαφέροντα είναι ο ελληνικός παραδοσιακός χορός και το νεοελληνικό θέατρο.


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *