[η φωτογραφία προέρχεται από το https://pixabay.com και είναι ελεύθερη προς χρήση]
Home » Blog » Χρονογραφήματα »
Η τύχη στα χέρια σου
γράφει η Βάνα Μαυρίδου
Άουτς! Γαμώ την τύχη μου την ξελογιάστρα. Τόσα χρόνια πάνω στα ντεντζερέδια τέτοιο κάψιμο δεν έχω ξανακάνει. Άουτς. Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκα να δουλεύω για δαύτους. Αλλά καλά να πάθω με το μαλάκα που πήγα και πήρα. Τα ΄λεγε η μάνα μου αλλά εγώ δεν άκουγα. Στραβώθηκα η ηλίθια. Να! Έρωτες και φούμαρα και κουραφέξαλα. Τα κουστούμια βλέπεις και τα ζελέ στα μαλλιά τον έκαναν όμορφο. Αλλά μόλις τον δεις να γυρνάει από το καζίνο με τις τσέπες τρύπιες να βρομοκοπάει από πάνω μέχρι κάτω αλκοόλ και τσιγάρο θα σου πω εγώ τι να την κάνεις την ομορφιά. Στον κώλο σου να τη βάλεις την ομορφιά παλιοφλώρε.
Μια φορά λες, δεν έγινε τίποτα. Έγινε μωρή και παραέγινε. Γιατί πολύ απλά, με μαθηματική ακρίβεια θα γίνει ξανά. Κι όχι μια φορά. Αλλά τόσες φορές όσες χρειάζεται για να σου φάει και την τελευταία δεκάρα, να σου πουλήσει μέχρι και τη βέρα για να ποτίσει την αρρώστια του. Τη σιχαμερή αυτή αρρώστια που σε κάνει ανθρωπάκι πριν το καταλάβεις. Αλλά δε φταίει αυτός. Εγώ φταίω που δεν έφυγα νωρίτερα. Τουλάχιστον θα μου πεις γλίτωσα. Ναι, γλίτωσα τη ζωή μου. Τις έφαγα βέβαια τις ψιλές μου που πήρα και για το σπίτι που λένε. Και όχι μια και δυο. Όποτε του τέλειωναν τα λεφτά σε μένα ξεσπούσε λες κι εγώ του τα έτρωγα, όχι αυτά τα ρεμάλια οι τζογαδόροι. Όλα τα έφαγε, όλα τα διέλυσε. Κάθε μέρα έκανα μαθήματα από σπίτι σε σπίτι κι όσα έβγαζα τα έπαιρνε και τα εξαφάνιζε.
Τουλάχιστον πρόλαβα κι έσωσα τα παιδιά. Κάθε φορά που με γκάστρωνε το έπαιρνα είδηση νωρίς κι έτσι καθόμουν κι έτρωγα λίγο ξύλο παραπάνω μέχρι να μου πέσει το παιδί για να γλιτώσει. Πόσα παιδιά θα είχα σήμερα; Τουλάχιστον πέντε. Αν για κάτι καμαρώνω είναι που δε γέννησα κανένα. Καταραμένο θα ήταν από τη πρώτη του ανάσα. Να ζει μέσα στη μιζέρια και τη βρομιά. Όχι αυτή τη βρομιά που καθαρίζω τώρα. Από την άλλη, που δεν ξεπλένεται με τίποτα. Τη ντροπή. Την ντροπή για τους γονείς σου. Γιατί πού θα κατέληγαν αυτά τα παιδιά; Να ζητιανεύουν στη Βουκουρεστίου από αυτούς που νομίζουν ότι έχουν τα πάντα, στολισμένους με χρυσάφια και γουναρικά όταν βγαίνουν από τα θέατρα σχολιάζοντας και κάνοντας τος καμπόσους. Κάπου εκεί πιο κάτω κοντά στην Ομόνοια θα σέρνεται και αυτός ο τιποτένιος, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που τον συνάντησα. Τον είδα μια μέρα καθώς έμπαινα στον ηλεκτρικό να με παρακαλάει για ένα τσιγαράκι και λίγα ψιλά και να μυρίζει κάτουρα. Ούτε καν ξέρω αν με γνώρισε. Και ξέρεις κάτι; Τίποτα δεν ένιωσα που τον είδα έτσι. Γιατί με άδειασε. Μου τα πήρε όλα. Όλα όσα είχα και όλα όσα ένιωθα. Τον προσπέρασα κι έφυγα τρέχοντας. Στο Διάολο να πάει! Για φαντάσου! Πώς ήμουν και πώς με κατάντησε.
Γαμημένη τύχη. Αυτή τα κανονίζει όλα. Ό,τι σου έχει γράψει η μοίρα σου αυτό θα λουστείς. Αν και μπορεί η δικιά σου μοίρα να είναι καλή και η στραβή επιλογή σου, η δική σου στραβή επιλογή να τα ισοπεδώσει όλα. Τότε φταις. Γιατί δεν είδες, γιατί δεν άλλαξες, γιατί δεν έφυγες. Φταις γιατί η μοίρα σου είναι στα χέρια σου.