[η φωτογραφία προέρχεται από το https://pixabay.com και είναι ελεύθερη προς χρήση]
Home » Blog » Χρονογραφήματα »
Η σελίδα προβλήθηκε: 19+358 φορές
γράφει ο Μίλτος Μόσχος
Εισαγωγικό Σημείωμα
Ο Θάνατος, ανθρώπινο γεγονός τρόμου, και καταλυτικό γεγονός στη ζωή του ανθρώπου, είναι το κεντρικό θέμα του παρόντος Λογοτεχνικού κειμένου. Το κείμενο αυτό σαν λογοτεχνικό που είναι -που εκ της φύσεως του περιέχει υπερβολές ανάλογες αυτών των πλευρών που θέλει να τονίσει ο συγγραφέας- επ’ ουδενί φιλοδοξεί να δρέψει δάφνες από άλλες επιστήμες.
Αναπτύσσεται ένας διάλογος ανάμεσα σε έναν παππού και το εγγόνι του, που είναι στην ηλικία των 17 ετών.
Το παιδί ετοιμάζεται να δώσει Πανελλήνιες εξετάσεις, οπότε είναι από τα παιδιά που κατέχουν τα βασικά των Φυσικών επιστημών και έχει τις ανησυχίες που έχουν όλοι οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, από τότε που άρχισαν να συνειδητοποιούν την ύπαρξή τους μέσα σε αυτό το σύμπαν.
Οι ερωτήσεις και τα λόγια του 17χρονου δεν είναι αποτυπωμένες στο κείμενο, αλλά γίνεται προσπάθεια να γίνουν αντιληπτές από τις απαντήσεις που δίνει ο παππούς.
Οι φράσεις που είναι υπογραμμισμένες είναι οι απαντήσεις που δίνει ο παππούς σε ερωτήσεις του εγγονού. Μετά από κάθε υπογραμμισμένη απάντηση του παππού ακολουθεί και το σκεπτικό του, χωρίς υπογράμμιση.
Το κεντρικό θέμα είναι ο Θάνατος
Αρχικά, συνδέεται ο φόβος με τη μόρφωση, την οικονομική κατάσταση του ανθρώπου και την κοινωνική του εξαθλίωση.
Πιάνονται στην κουβέντα οι δεισιδαιμονίες και δείχνεται ότι ο φόβος βασικά καλλιεργήθηκε από τους παπάδες.
Εδώ κολλάει και ο φόβος τιμωρίας από τον Θεό.
Διακρίνονται οι δύο σημαντικοί σταθμοί στη ζωή του ανθρώπου, η γέννηση και ο θάνατος.
Είναι ζητούμενο το γεγονός ότι τη γέννησή του δεν τη θυμάται κανείς.
Θίγεται η “νηπιακή αμνησία”, που μπορεί να οφείλεται σε βιολογικούς λόγους, στην έλλειψη ομιλίας από το νήπιο, στην ανικανότητα να δημιουργεί το νηπιακό μυαλό εικόνες και να μπορεί να τις περιγράψει, ο τρόπος λειτουργίας του υποσυνείδητου και συνειδητού και τα παιχνίδια του μυαλού μας.
(Εγγονός): Παππού φοβάσαι καθόλου;
Όλοι φοβούνται, παιδί μου· και οι μικροί και οι μεγάλοι, απλά οι μεγάλοι έχουν την ικανότητα να διαχειριστούν τον φόβο και να τον κάνουν σύμμαχο του ανθρώπου· από αντίπαλος που είναι συνήθως.
Για παράδειγμα, όταν ήμουν μικρός φοβόμουν πολύ και τα πάντα. Αλλά όσο μεγάλωνα και διάβαζα και μορφωνόμουν, άρχισε αυτός ο φόβος να απομακρύνεται και τη θέση του να παίρνει η γνώση, και η γνώση ξέρεις δεν είναι κάτι αόριστο, είναι το κλειδί για να κλειδώνω τους φόβους μου έξω από μένα, γιατί ο φόβος είναι μια κλειδαριά που σε κλειδώνει μέσα σε τέσσερις τοίχους και δε μπορείς ούτε να βλέπεις τι γίνεται έξω από αυτό το δωμάτιο ούτε αν αυτό που νιώθεις εσύ, το νιώθουν και άλλοι.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Αυτό που φοβόμουν σαν παιδί που ήμουν κάποτε, ήταν η Θεία τιμωρία και ο θάνατος.
Τότε οι πατεράδες μας και οι μανάδες μας δεν ήξεραν πώς να μεγαλώσουν παιδιά.
Τα φόβιζαν για όλα αυτά που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν και αυτοί οι ίδιοι, τα φόβιζαν γιατί και αυτοί κατά βάση φοβόντουσαν.
Βλέπεις οι μεγάλοι τότε, με το ζόρι είχαν πάει σε μερικές τάξεις του Δημοτικού· δεν μπορεί κανείς να πει ότι είχαν μόρφωση. Ήταν απλοί άνθρωποι του μεροκάματου. Το πρόβλημα τους ήταν να φέρουν ένα καρβέλι ψωμί στην οικογένεια, δεν είχαν τέτοιες ανησυχίες που έχεις τώρα εσύ, δεν είχαν την πολυτέλεια να σκεφτούν τίποτα περισσότερο από τον καθημερινό επιούσιο.
Οπότε, όταν έβλεπαν ότι τα παιδιά τους ήταν κάπως ζωηρά, τα φόβιζαν, εφεύρισκαν χίλιες ιστορίες, που άλλες τις είχαν ακούσει από τους δικούς τους γονείς και άλλες τις κατασκεύαζαν οι ίδιοι στην ανάγκη να κρατήσουν ένα χαλινάρι στα παιδιά τους.
Δεν τους κατηγορώ γι’ αυτή τους την τακτική, υπήρχε τότε μεγάλη αμορφωσιά, τεράστια φτώχεια, αρρώστιες που θέριζαν τους ανθρώπους και τους έστελναν πριν την ώρα τους στον άγιο Πέτρο, και έστεκαν πολλά στόματα ανοικτά να φάνε μια μπουκιά ψωμί.
Ίσως να μη το καταλαβαίνεις απόλυτα αυτό που σου λέω, γιατί εσύ δεν τα έχεις ζήσει αυτά τα πράγματα. Και όταν λέμε πολλά στόματα, φαντάσου ότι κάθε οικογένεια είχε τουλάχιστον 3 παιδιά η κάθε μία, πάρα πολλές είχαν τέσσερα και πέντε.
Οι γυναίκες τότε, δεν δούλευαν έξω από το σπίτι, οπότε με το μεροκάματο του πατέρα έπρεπε να φάνε όλοι αυτοί.
Και σκέψου τι θα συνέβαινε αν ο πατέρας πέθαινε, αν έχανε τη δουλειά του, αν αρρώσταινε τόσο βαριά που δεν μπορούσε πλέον να δουλέψει. Έπεφτε πείνα πραγματική σε όλους. Και τότε, φαντάσου δεν υπήρχαν Εργασιακά δικαιώματα σαν σήμερα, που κάποιος μπαίνει σε κάποιο έστω υποτυπώδες ταμείο ανεργίας μέχρι να μπορέσει να ξαναβρεί δουλειά.
Αν κάποια οικογένεια έπεφτε σε τέτοια κατάσταση, τότε όλη η οικογένεια ζούσε από τη βοήθεια της γειτόνισσας -όσο μπορούσε να βοηθήσει και αυτό.
Και αν πάμε ακόμα πιο κεί, πολλές οικογένειες αναγκάζονταν να δώσουν τα παιδιά τους σε άλλες, με την ελπίδα εκεί τα παιδιά να έχουν τουλάχιστον ένα πιάτο φαϊ.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Όχι, βέβαια, αυτά που σου λέω δεν γινόντουσαν στ’ αρχαία χρόνια, μιλάω για τα προηγούμενα 50 χρόνια.
Εγώ που έζησα και εκείνα τα πέτρινα χρόνια και τα σημερινά, μπορώ να δω ότι η διαφορά είναι τεράστια. Μέσα σε 50 χρόνια αλλάξαν όλα.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Με πολλά πράγματα μας φόβιζαν. Για κάθε πιθανή σκανταλιά μας είχαν έτοιμο και έναν φόβο, τι να πρωτοθυμηθώ!
Μας έλεγαν ότι αν περάσουμε ανάμεσα σε 2 κολώνες και είναι περασμένες 11 το βράδυ, τότε πολύ σύντομα θα πεθάνουμε.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Ναι, έχεις δίκιο, κάτσε να σου εξηγήσω τι εννοώ με τις δύο κολώνες. Σήμερα πια δεν παλουκώνουν τις κολώνες με αυτό τον τρόπο.
Τότε -δεν ξέρω το γιατί- οι κολώνες που φώτιζαν τον δρόμο -με μια λαμπίτσα τόσο δα μικρούλα- βασικά ήταν ξύλινες, ενώ οι σημερινές είναι τσιμεντένιες. Σήμερα σκάβουν και καρφώνουν την κολώνα κάθετα στον δρόμο και μένει εκεί για πολλά χρόνια. Τότε -δεν ξέρω το γιατί- παλούκωναν δύο ξύλινες κολώνες που είχαν κλίση μεταξύ τους και ενωνόντουσαν ψηλά, όπου και τις έδεναν μεταξύ τους. Δε ξέρω γιατί τις είχαν έτσι.
Έτσι λοιπόν, εμείς τρέμαμε με την ιδέα να ξεχαστούμε και να περάσουμε ανάμεσα στις δύο αυτές κολώνες.
Μετά, μας φόβιζαν με τα νεκροταφεία· τα βράδια δεν τολμάγαμε να περάσουμε έξω από αυτά.
Ο θάνατος και οι πεθαμένοι ήταν τότε ο πιο μεγάλος φόβος για μας τους ζωντανούς.
Αν τύχαινε να αναγκαστούμε να περάσουμε έξω από νεκροταφείο, γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να γυρίσουμε σπίτι, τρέχαμε τόσο πολύ, ώστε οι πεθαμένοι να μη μπορούν να μας πιάσουν.
Κάναμε Ολυμπιακά ρεκόρ στο τρέξιμο. Τρέχαμε και δεν τολμάγαμε καν να γυρίσουμε να κοιτάξουμε πίσω, νομίζαμε ότι οι πεθαμένοι είχαν σηκωθεί από τους τάφους τους και μας κυνήγαγαν.
Στον ύπνο μας κάναμε εφιαλτικά όνειρα με τους πεθαμένους.
Αν βλέπαμε μαύρη γάτα -και ειδικά το βράδυ- τραβάγαμε τη φαβορίτα μας τόσο πολύ, που λίγο θέλαμε να την ξεριζώσουμε. Αυτό δε θυμάμαι γιατί μας το λέγανε. Μάλλον, υποτίθεται ότι η γάτα ήταν γρουσουζιά.
Αν βλέπαμε παπά στον δρόμο, πιάναμε τα αχαμνά μας -αυτό μάλλον μας το μάθαιναν οι μεγαλύτεροι στην ηλικία, λόγω εφηβικής μαγκιάς- ενώ αντίθετα οι μανάδες μας μας έλεγαν ότι έπρεπε να παρατήσουμε ότι κάναμε και να τρέξουμε να φιλήσουμε το χέρι του.
Αν δεν το κάναμε, τότε ο Θεός που όλα τα βλέπει θα μας είχε στα υπ’ όψη, ξέρεις εσύ τώρα.
Τι τραβάγανε και οι παπάδες! Σε κάθε βόλτα τους, τσούρμα από κωλόπαιδα σαν εμάς να τους περικυκλώνουν κάθε λίγο και λιγάκι και να τους χειροφιλάμε.
Και ξέρεις, τα παιδιά τότε, όλη τη μέρα ήταν στους δρόμους και έπαιζαν, δεν ήταν κλεισμένα μέσα στο σπίτι, οπότε οι παπάδες είχαν πράγματι μεγάλο πρόβλημα με μας.
Έπρεπε επίσης, σε κάθε πέρασμά μας από εκκλησία να κάνουμε τον σταυρό μας -και αυτό το έβλεπε ο Θεός από πάνω και τόγραφε στα βιβλία του. Θυμάμαι, ότι όταν πήγαινα με το τραίνο από τον Πειραιά στην Ομόνοια, κοίταζα συνεχώς έξω και προσπαθούσα να μη χάσω καμία εκκλησία και το σταυροκοπίδι που οφείλαμε, γιατί μόνο έτσι έπαιρνα πόντους για τον Παράδεισο.
Η κόλαση δεν παιζόταν, ήταν γεμάτη καζάνια που έβραζαν και μέσα εκεί δεν θα μας άρεσε να βρεθούμε όταν θα πεθάνουμε.
Μας έλεγαν για φαντάσματα που βγαίνουν το βράδυ, για μάγισσες που κλέβουν παιδιά, για τους Εβραίους που γυρνάνε στις γειτονιές κλέβοντας παιδιά νατα πάνε στο σπίτι τους όπου τα βάζουν σε ένα βαρέλι που έχει μέσα του καρφιά, Εκεί γυροφέρνουν το βαρέλι, τα καρφιά μας τρυπάνε και αρχίζει να τρέχει το αίμα. Αυτοί κάθονται από έξω και το πίνουν. Κάτι σαν αυτούς στα χωριά που κάθονται γύρω από το καζάνι που βράζει και πίνουν το τσίπουρο.
Απίθανη εικόνα για να κάνεις ένα παιδί να υποπτεύεται κάθε ξένο, δε συμφωνείς;
Αυτό υποψιάζομαι ότι το είχαν πλασάρει οι παπάδες της εποχής στις μανάδες μας, λόγω της κόντρας που είχαν με την Εβραϊκή θρησκεία, μια και οι Εβραίοι ήταν υπεύθυνοι που σταυρώσαν τον δικό μας Χριστούλη.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Ε, όχι και κουλά, αυτά που σου λέω. Και βέβαια τα έχω ζήσει εγώ ο ίδιος.
Αυτά συνέβαιναν πριν πενήντα χρόνια, φαντάσου τι γινόταν πριν 100 ή 200 χρόνια. Κόλαση παιδί μου.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Που να τολμήσουμε να μη πάμε στην Εκκλησία!
Πρώτον μας έστελναν με το ζόρι, ακόμα και αν βαριόμαστε. Το μόνο που μας έκανε χαρούμενους ήταν η ώρα που ο παπάς έλεγε “Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών” και σχόλαγε η εκκλησία, οπότε, μετά ερχόταν η μόνη γλυκιά στιγμή του αντίδωρου. Ένα ωραίο κομμάτι ψωμί.
Δεν λέω ότι εγώ προσωπικά πέθαινα από την πείνα, αλλά η συνήθεια της εποχής εκείνης ήταν να τρώμε, να τρώμε οτιδήποτε, γιατί αύριο δεν ξέραμε αν θα είχαμε να φάμε.
Φυσικά χεζόμαστε επάνω μας αν τυχόν χάναμε καμιά εκκλησία της Κυριακής, γιατί και αυτό το σημείωνε ο πανάγαθος Θεούλης, και τότε την κόλαση την είχαμε εξασφαλισμένη, ξέρεις, εκείνη με τα καζάνια που βράζανε.
Επειδή βαριόμαστε αφόρητα με όλα αυτά τα ακαταλαβίστικα που γίνονταν στην ώρα της λειτουργίας χαζολογάγαμε σαν χάνοι τις εικόνες των αγίων, εκείνες τις άγριες φάτσες να σε κοιτάνε κατάματα και νομίζαμε ότι βλέπουν ακόμα και μέσα από τοίχους. Μας παρακολουθούσαν με το άγρυπνο μάτι τους, ό,τι και να κάναμε.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Κοίτα να δεις, βασικά οι μανάδες μας μας έριχναν σε αυτό το βαρέλι του φόβου. Βλέπεις οι πατεράδες μας έλειπαν όλη μέρα στη δουλειά. Οι μανάδες μεγάλωναν τότε τα παιδιά.
Γενικά μας φόβιζαν πολύ, για να μη κάνουμε αμαρτίες, σκανταλιές, να μην είμαστε κακά παιδιά, ξέρεις τώρα.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Έλα τώρα, τι σκανταλιές και αμαρτίες να κάναμε! Αυτές που κάνουν όλα τα παιδιά του κόσμου.
Αμαρτίες εννοούσαν οτιδήποτε είχε σχέση με το σώμα μας. Για παράδειγμα, όλα τα παιδιά όταν είναι μικρά παίζουν με το πουλάκι τους. Απ’ ότι ξέρω, αυτό είναι φυσικό και πάντα γινόταν.
Υπήρχε όμως ένα σκοτάδι που ερχόταν από τους παπάδες προς τις μανάδες μας και αυτές το περνούσαν με τη σειρά τους σε μας.
Μας έλεγαν ότι αν το κάνουμε αυτό -βλέπεις δεν μπορούσαν να μας πάρουν είδηση πότε το κάναμε, γιατί αυτά τα πράγματα, τα παιδιά τα κάνουν, όταν είναι μόνα τους- θα μας παραλύσει το χέρι, ότι φαίνεται μετά στα μάτια μας η αμαρτία που κάναμε, ότι θα κουφαθούμε -κανονικά τώρα έπρεπε όλοι οι ενήλικες να ήταν κουφοί- και άλλα πολλά.
Εμείς σαν μικροί που είμαστε τα φοβόμαστε όλα αυτά, αλλά βλέπεις, όσο και να φοβάται ο άνθρωπος τις φυσικές λειτουργίες του σώματος του δεν μπορεί να τις αφήσει να κοιμηθούν, και έτσι κάναμε ότι κάνουν όλα τα παιδιά σε όλο τον κόσμο, εκατομμύρια χρόνια τώρα.
Μαλακιζόμασταν συνέχεια!
Αλλά μετά μας έπιανε μια απελπισία ότι την πατήσαμε και ότι θα πάμε στην κόλαση.
Ο φόβος μας ήταν τεράστιος.
Η μεγάλη πλάκα γινόταν στην εξομολόγηση, που έκαναν οι παπάδες σχεδόν σε όλα τα παιδιά, λίγο πριν το Πάσχα.
Όλοι οι παπάδες μας ρωτούσαν αν κάναμε αυτή την αμαρτία.
Άλλά παιδιά έλεγαν την αλήθεια, άλλα έλεγαν ότι δεν έχουν κάνει τίποτα.
Νιώθαμε μεγάλη ντροπή, φόβο για την τιμωρία που θα μας βάλουν.
Ο τρόμος των μικρών παιδιών -και όχι μόνο- ήταν οι παπάδες, εκείνη την εποχή.
Μεγάλες ενοχές, μεγάλοι φόβοι και μεγάλα προβλήματα, που φαντάζομαι μας έμειναν από τη στραβή αυτή διαπαιδαγώγηση που είχαμε, από εκείνη την κοινωνία, τα τότε χρόνια.
Σίγουρα πολλά κουσούρια θα μας έχουν μείνει από τότε.
Και όλα αυτά που σου λέω είχαν σαν κοινή κατάληξη την Κόλαση και τον θάνατο που μας περίμενε.
Είτε κακομίλαγες στη μάνα σου, είτε έβριζες τα άλλα παιδιά, είτε έπαιζες με το πουλί σου, είτε έλεγες ψέματα, όλα είχαν κοινή κατάληξη την κόλαση, τα καζάνια, τον θάνατο, την αιώνια τιμωρία.
Ήμασταν παιδιά μιας Κοινωνίας που όλα, μα όλα, τα είχε συνδέσει με τον θάνατο, αυτόν τον μεγάλο φόβο που είχαμε τότε και μερικοί τον έχουνε ακόμα και τώρα.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Ο θάνατος για μένα, παιδί μου, είναι μια μεγάλη, πολύ μεγάλη κουβέντα.
Κοίτα, εγώ δεν μπορώ να σου πω για τον θάνατο, έτσι όπως θα στο έλεγε ένας Φιλόσοφος ας πούμε. Γιατί οι Φιλόσοφοι, βασικά, ασχολούνται με τέτοια θέματα. Όταν ο άνθρωπος δεν μπορεί να καταλάβει τα πράγματα, μπαίνουν στη σκηνή οι Φιλόσοφοι.
Θα σου τα πω όπως τα βλέπω εγώ με τις εμπειρίες μου από τη ζωή, από το διάβασμα που έχω κάνει από τις σπουδές μου και με πολλή φαντασία που θα βάλω.
Δύο είναι οι μεγαλύτερες στιγμές που ανήκουν σε κάθε άνθρωπο, και όχι μόνο.
Γενικά σε κάθε ον, είτε είναι άνθρωπος, είτε σκύλος, είτε ψάρι.
Η γέννηση και ο θάνατος.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Έχεις δίκιο, ας βάλουμε τις λέξεις και τις έννοιες στη σειρά. Εντάξει να συμφωνήσουμε πρώτα τι εννοούμε όταν λέμε όν.
Για μένα, ον είναι κάθε πράγμα που κάποια στιγμή γεννιέται και κάποια άλλη στιγμή πεθαίνει.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Ε, βέβαια, εννοώ και τα ζώα και τα ψάρια.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Εννοείται, και τα πουλιά και τα έντομα
(Εγγονός): xxxxxxxx
Ε, εδώ τώρα μπερδεύεται λίγο το πράγμα. Για τα φυτά είναι λίγο περίπλοκο το πράγμα.
Τα φυτά έχουν μια μοναδική στιγμή που γεννιούνται και μια μοναδική στιγμή που πεθαίνουν;
Μερικά που είναι μονοετή φυτά, πράγματι κάποια εποχή του χρόνου ξεκινούν τη ζωή τους και κάποια στιγμή ξεραίνονται-πεθαίνουν και πλέον δεν θα ξαναβγούν.
Αυτωνών οι ρίζες τους, τα φύλλα τους, ο κορμός τους θα γίνει λίπασμα για το χώμα. Δεν θα ξαναζήσουν.
Μερικά άλλα που είναι πολυετή, φαινομενικά γεννιούνται, κάποια στιγμή αργότερα ξεραίνονται, αλλά τον επόμενο χρόνο από την ίδια ρίζα -αυτή που λέμε ότι μαράθηκε- θα ξαναγεννηθεί και πάλι το ίδιο ακριβώς φυτό, και θα ξαναπεθάνει και θα ξαναγεννηθεί και αυτό θα συνεχίζεται για όσα χρόνια αυτό το φυτό καταφέρνει και ζει.
Εδώ δεν έχουμε συνεχείς γεννήσεις και συνεχείς θανάτους. Έχουμε κύκλους ζωής, που επαναλαμβάνονται, αλλά και πάλι θα έρθει μια στιγμή που και αυτά τα φυτά θα πεθάνουν οριστικά.
Δεν θα ξαναβγούν, αφού θα έχουν τελειώσει τα προβλεπόμενα χρόνια ανθοφορίας τους.
Απλά, κάποια φυτά γεννιούνται, ανθοφορούν και πεθαίνουν μια φορά στη ζωή τους και άλλα που γεννιούνται, ανθοφορούν, μαραίνονται, ξανά ανθοφορούν για πολλές χρονιές, τη μία μετά την άλλη, αλλά σε κάποια χρόνια θα πεθάνουν και αυτά.
Η περίοδος της μη ανθοφορίας τους -κάτι σαν την χειμερία νάρκη κάποιων ζώων- δεν είναι θάνατος. Η ρίζα τους είναι ικανή να τα κάνει να ανθοφορήσουν ξανά.
Άρα και τα φυτά είναι όντα.
Και είναι όντα, μια και παραδεχτήκαμε ότι το βασικό χαρακτηριστικό του όντος είναι η γέννησή του, η ζωή του και ο θάνατός του.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Θα φτάσουμε και στον θάνατο, αλλά να σου πω πρώτα για τη γέννηση. Έχει και αυτή τη σημασία της, όπως και ο θάνατος. Και πού ξέρεις; μπορεί να είναι κάτι παρόμοιο.
Πράγματι η γέννηση είναι πιο οικεία σε εμάς, γιατί την βλέπουμε συνεχώς μπροστά μας και τη χαιρόμαστε κιόλας. Είναι ένα γεγονός χαρμόσυνο, όπως η στιγμή που γενιέται ένας άνθρωπος.
Δεν τη θυμόμαστε όμως τη γέννησή μας εμείς οι ίδιοι για τους εαυτούς μας, τη βλέπουμε στους άλλους.
Εδώ αρχίζουμε να έχουμε ένα θεματάκι.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Έτσι μπράβο, το ίδιο αρχίζω να πιστεύω και εγώ, ότι είμαστε τόσο μικροί και τόσο απροστάτευτοι από τη φύση μας, που δεν πρέπει να την καταλαβαίνουμε.
Ίσως να είναι και αυτή η γέννηση μια φρικτή στιγμή για τον καθένα μας, ενώ ταυτόχρονα είναι μια στιγμή χαράς για όλους τους υπόλοιπους.
Δες, γενιέται ένα παιδί, όλοι περιμένουν έξω από την αίθουσα τοκετού, όλοι χαίρονται, αστειεύονται, κάνουν όνειρα, αλλά το παιδί το ίδιο δεν αισθάνεται κάτι ανάλογο.
Ίσως αισθάνεται πόνο, φόβο, ταραχή, έκπληξη, για τα όσα του συμβαίνουν, αλλά όχι χαρά.
Εξ’ άλλου, το κλάμα του μωρού ίσως υποδηλώνει τη μεγάλη του τρομάρα.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Ναι, κάπως έτσι μου φαίνεται, σαν και το μωρό να έχει μια μικρή τρομάρα, όταν γεννιέται.
Δεν είμαι σίγουρος ότι τρομάζει, απλά το υποθέτω.
Βασικά δεν έχει συναίσθηση ότι γεννιέται.
Κάθε τι που συμβαίνει στον άνθρωπο, από τη γέννησή του μέχρι τον θάνατό του, έχει τον λόγο του, δεν γίνεται τυχαία, ούτε χωρίς λόγο.
Ο οργανισμός του ανθρώπου έχει τέλειες λειτουργίες, που όσες φορές χρειάζεται είτε με αυτόματο τρόπο είτε όχι αποκόπτει βασικές λειτουργίες, είτε επιταχύνει άλλες, είτε τροποποιεί κάποιες άλλες, ώστε τελικά ο άνθρωπος να επιβιώνει κάθε φορά.
Ο άνθρωπος επιβιώνει ακόμα και από την ίδια του τη γέννηση.
Ίσως, αν “επιτρεπόταν” στο παιδί να αισθανθεί, το τι του συμβαίνει τη στιγμή που γεννιέται να πέθαινε εκείνη την ίδια στιγμή από το σοκ που θα επροκαλείτο.
Πρόκειται για οδυνηρή στιγμή και το σοκ πρέπει να είναι μεγάλο, τόσο μεγάλο, που κανείς ανθρώπινος οργανισμός δεν θα το άντεχε.
Φαντάσου ότι το παιδί ζει εννιά μήνες μέσα σε ένα φιλικό του περιβάλλον, μέσα σε μια θαλπωρή -δε το λέω εγώ, οι γιατροί μιλάνε για τη θαλπωρή αυτή- μέσα σε υγρό που έχει την ιδανική θερμοκρασία, πίνει το ίδιο το νερό που το περιβάλλει, παίρνει το φαϊ που χρειάζεται από τον ομφάλιο λώρο, και ξαφνικά έτσι στο ξεκούδουνο, αυτός ο σάκος σπάει, πάνε και οι θερμοκρασίες, πάνε και τα υγρά, ακούει ίσως ένα πολύ δυνατό θόρυβο από το σπάσιμο των νερών, και ξαφνικά εκεί που είχε συνηθίσει μια ωραία ζωή μέσα στην κοιλιά της μάνας του, πρέπει να μπουν μπροστά οι μηχανισμοί των πνευμόνων, πρέπει να διογκωθούν για πρώτη φορά αυτοί, και να μπει μέσα τους ένα περίεργο αέριο που θα τους τα γεμίσει.
Τα πνευμόνια από εκεί που ήταν νωχελικά, δέχονται μια τεράστια πίεση, μια διόγκωση, το παιδί πάει να σκάσει από τον τόσο αέρα που μπαίνει μέσα του, κατορθώνει να ξαναφυσήξει αυτόν τον αέρα και να τον βγάλει έξω από το σώμα του -η πρώτη του αναπνοή- και μετά από αυτή την πρώτη βίαιη διόγκωση, τα πνευμόνια του θα αρχίσουν να φουσκώνουν και να ξεφουσκώνουν για πάντα -μέχρι τη στιγμή του θανάτου- που πάλι με βίαιο τρόπο θα σταματήσουν να κινούνται.
Τι λες τώρα, φαντάζεσαι ένα ανθρώπινο όργανο, που άντε να ζυγίζει 100-200 γραμμάρια, να δέχεται ξαφνικά αυτή την πρωτόγνωρη αλλαγή και να μη δίνει σήμα στον εγκέφαλό του ότι κάτι τρομερό συμβαίνει, κάνε κάτι γιατί χανόμαστε;
Ξέρεις πόση αδρεναλίνη θα παρήγαγε ο οργανισμός από όλο αυτό το στρες της γέννησης;
(Εγγονός): xxxxxxxx
Και βέβαια λέω
Φαντάζομαι τη σκηνή και λέω, τι άλλο μπορώ να υποθέσω, αφού και εγώ δεν θυμάμαι τίποτα από τη γέννησή μου;
Φαντάζομαι, ότι τη στιγμή που η κοιλιά της μάνας πετάει έξω στον κόσμο μας το παιδί της, φαντάζομαι λέω, ότι το παιδί θα είναι γεμάτο φόβο.
Έρχεται από μια γνωστή σε αυτό ζωή -μέσα στον σάκο- σε μια άγνωστη, εντελώς άγνωστη και εχθρική ταυτόχρονα ζωή.
Μη ξεχνάς, ότι του κόβεται ο ομφάλιος λώρος -σταματά πλέον να τρέφεται από κει- τα πνευμόνια κάνουν υπερπροσπάθεια να αντεπεξέλθουν στον ρόλο τους -και αυτά άμαθα είναι- αρχίζει να κρυώνει -ενώ ο σάκος του έδινε θαλπωρή- τι να πρωτοκάνει αυτός ο μικρός ήρωας που μόλις γεννιέται;
Και πάλι καλά δηλαδή, που καταφέρνει και επιζεί από την ίδια του τη γέννηση.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Αυτό που ρωτάς δεν μπορώ να το ξέρω. Αλλά νομίζω, ότι το παιδί προστατεύεται τη στιγμή της γέννησης και δεν θυμάται τίποτα απολύτως. Και σίγουρα, όπως λες δεν θυμάσαι τίποτα απολύτως, ούτε από τον πρώτο χρόνο της ζωής σου, ούτε και από τον δεύτερο. Αχνοθυμάσαι κάποια πράγματα από πολύ αργότερα, ίσως από τα τέσσερά σου χρόνια.
Ναι, η προστασία αυτή που είπες βαστάει πολύ καιρό. Ίσως κάποιος νευρολόγος να μπορεί να μας πει τον λόγο που ο παιδικός οργανισμός συνεχίζει να προστατεύει το μικρό παιδί. Αυτός που έχει μελετήσει τη λειτουργία του εγκεφάλου και ξέρει να μας πει, το γιατί δεν έχουμε συναίσθηση της νηπιακής μας ηλικίας.
Εγώ εδώ, μόνο μπορώ να υποθέσω, και ίσως οι υποθέσεις μου να μην είναι και ότι καλύτερο.
Απλά ξέρω ότι υπάρχει μια “νηπιακή αμνησία”.
Θα μπορούσα να υποθέσω ότι το νήπιο δεν ενδιαφέρεται να συγκρατήσει τις φάσεις που συμβαίνουν δίπλα του. Ακόμα και οι ενήλικες, αν αδιαφορούν για τα ερεθίσματα που δέχονται, δεν θυμούνται το τι ακριβώς συνέβη κάποτε στη ζωή τους.
Η μνήμη μας είναι επιλεκτική. Θυμόμαστε αυτά που μας κάνουν εντύπωση, αυτά που μας ενδιαφέρουν.
Για να μπορέσουμε όμως να τα θυμηθούμε, πρέπει σαν ενήλικες να κάνουμε κάποια προσπάθεια.
Ε, τα νήπια ίσως να μην έχουν αυτή την ικανότητα -να μη “γνωρίζουν” αυτή τη διαδικασία της μάθησης- οπότε οι παραστάσεις χάνονται πολύ εύκολα γι’ αυτά.
Ίσως ακόμα και τα ίδια τα νήπια να επιλέγουν να μη θυμούνται αυτά τα γεγονότα των πρώτων χρόνων της ζωής τους, γιατί ίσως να μη τα θεωρούν σημαντικά, ή κάποιος άλλος να τους “επιβάλλει” να μη τα θεωρούν σημαντικά -και φυσικά αυτός ο άλλος είναι ο εγκέφαλός τους- που αποφασίζει τι να βαστήξει και από πότε να αρχίσει να θυμάται.
Μπορεί να μη θυμάται τίποτα το νήπιο, διότι δεν ξέρει ούτε τις λέξεις ούτε τις έννοιες που περιγράφουν τις εικόνες, που βλέπει στη νηπιακή του ζωή.
Και ίσως αν δεν ξέρεις να περιγράψεις με λέξεις “κάτι”, να μη μπορεί ο εγκέφαλος να το αποθηκεύσει.
Λέω ίσως, μη το δένεις κιόλας.
Μπορεί να συμβαίνει και κάτι άλλο. Αφού τα νήπια δεν μπορούν να περιγράψουν με λέξεις τις εικόνες που βλέπουν, τότε είναι πολύ πιθανό, αυτή η έλλειψη της γλώσσας, που δεν είναι ακόμα κτήμα των νηπίων, να είναι η αιτία που δεν μπορούμε να περιγράψουμε -να θυμηθούμε- αυτά που ζήσαμε.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Ναι, είναι πολύ πιθανό.
Αν κάποιος άνθρωπος είναι -νοητικά- ανίκανος να εκφραστεί, να περιγράψει, να σχηματίσει εικόνες από τη ζωή του, δεν έχει αποθηκεύσει τίποτα στη μνήμη του, δεν θυμάται αυτά που του συμβαίνουν, ακόμα και όταν ενηλικιωθεί.
Ίσως το φαινόμενο της γλώσσας, η ικανότητα δηλαδή να περιγράφουμε εικόνες, να είναι η αιτία που θυμόμαστε.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Ε, όχι ακριβώς. Δεν μπορούμε να πούμε ότι τα ζώα, που δεν έχουν το προνόμιο της γλώσσας, δεν θυμούνται!
Έχουν τη δική τους γλώσσα, μουγκανίζουν, γαυγίζουν, βγάζουν ήχους που γι’ αυτά είναι η γλώσσα τους. Άρα, δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν έχουν τρόπο επικοινωνίας.
Και αυτά περιγράφουν, με τον τρόπο τους στα άλλα ζώα, κάτι που τα ενδιαφέρει. Για παράδειγμα, τα ζώα, ειδικά στη Ζούγκλα, προειδοποιούν το ένα το άλλο -με ήχους- για το ότι εμφανίστηκε ένα λιοντάρι στη γειτονιά τους.
Έχουν γλώσσα και αυτά, και θυμούνται ότι το λιοντάρι είναι ο εχθρός τους.
Ένα σκυλί, που όταν είναι κουτάβι το χτυπάς, είναι σίγουρο ότι μεγαλώνοντας θυμάται το γεγονός και αποφεύγει γενικά τους ανθρώπους. Αυτό το γεγονός με το σκυλί δεν οφείλεται στο ένστικτό του, αλλά στη θύμησή του.
Δεν περιέγραψε ποτέ με λέξεις το γεγονός, αλλά μπόρεσε να σχηματίσει εικόνα.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Αυτό το παράδειγμα με τα δύο παιδιά, που το ένα είναι κωφάλαλο και το άλλο χωρίς το πρόβλημα αυτό, είναι πολύ καλό. Το κωφάλαλο δεν πρόκειται ποτέ να έχει την γλωσσική ικανότητα περιγραφής εικόνων, ενώ το άλλο κάποια στιγμή θα αποκτήσει την ικανότητα να μπορεί να περιγράψει με λέξεις κάτι.
Είναι γνωστό σε μας ότι και τα δύο δεν θυμούνται τίποτα από τη νηπιακή τους ηλικία. Αυτό είναι το κοινό σημείο, αλλά όλως περιέργως θυμούνται και τα δύο παιδιά, όλα όσα τους συνέβησαν στη ζωή τους μετά το 4-5-6ο έτος της ηλικίας τους.
Πώς μπορούμε να το εξηγήσουμε αυτό;
Εδώ οφείλουμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι η ενθύμηση των νηπιακών μας χρόνων δεν είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη γλωσσική ικανότητα. Ίσως να επηρεάζει η γλωσσική ικανότητα στη δόμηση των αναμνήσεων, αλλά μάλλον μπαίνουν και άλλοι παράγοντες.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Ναι, κάτι τέτοιο εννοώ. Κάθε τι που έγινε στη νηπιακή ηλικία δεν αποθηκεύτηκε ποτέ στον εγκέφαλό του νηπίου, και γι’ αυτό δεν το θυμάται.
Αλλά εδώ υπάρχει κάτι που μας διαφεύγει.
Μπορεί να αποθηκεύτηκε στο υποσυνείδητό του, και όσα είναι αποθηκευμένα εκεί δεν τα θυμάσαι, εκτός αν κάποιες φορές οι ψυχολόγοι καταφέρνουν να σου φέρουν γεγονότα από το υποσυνείδητο στο συνειδητό.
Όσα θυμόμαστε σαν ενήλικες -γεγονότα από τα πέντε ή έξι χρόνια μας και μετά- είναι αναμνήσεις μας που έχουν αποθηκευτεί στο συνειδητό του εγκεφάλου μας, είτε γιατί μας έκαναν εντύπωση, είτε γιατί μας ενδιέφεραν, είτε γιατί προσπαθήσαμε να τα θυμηθούμε.
Οι εικόνες που είχαμε μέχρι τα πέντε ή έξι χρόνια μας -και που δεν θυμόμαστε- αποθηκεύτηκαν στο ασυνείδητο μέρος του εγκεφάλου μας. Υπάρχουν εκεί, αλλά δεν μπορούμε να τις ανακαλέσουμε, δεν μπορούμε να τις θυμηθούμε, γιατί δεν αποθηκεύτηκαν στο συνειδητό μας.
Κάποιος επιστήμονας -ή με κάποια τεχνική- θα μπορούσε να μας κάνει να τις φέρουμε από το ασυνείδητο επίπεδο στο συνειδητό.
Αυτό το λέω, διότι οι επιστήμονες μάς λένε ότι οι νηπιακές μας μνήμες επηρεάζουν τη ζωή μας πολύ αργότερα, όταν πλέον είμαστε ενήλικες -χωρίς φυσικά να το συνειδητοποιούμε- ασκούν δηλαδή πάνω μας επίδραση σε ασυνείδητο επίπεδο.
Το 1916 περίπου ο Φρόϊντ είχε καταλήξει ότι “ο ενήλικας αδυνατεί να ανακαλέσει μνήμες από τη νηπιακή ηλικία, διότι αυτές ήταν τραυματικές εμπειρίες τις οποίες ο εγκέφαλος μας τις καταστέλλει στο ασυνείδητο επίπεδο”, για την προστασία μας, θα πρόσθετα εγώ.
Είδες που πάλι μιλάμε για φόβο και τρόμο;
Μήπως τελικά όλη μας η ζωή -από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο- είναι τρόμος και φόβος;
Εντάξει, ο Φρόϊντ μπορεί να έκανε και μερικές υπερβολές, αλλά δεν μπορείς και να αγνοήσεις ότι ήταν ένας μεγάλος επιστήμονας.
Κάπου θα έχει δίκιο και αυτός, κάπου θα έχει και άδικο.
Και μη ξεχνάμε, ότι αυτά τα είπε σε μια εποχή που δεν είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει την τεχνολογία που έχουν στα χέρια τους οι συνάδελφοί του σήμερα.
Άρα, μερικά πράγματα και αυτός τα φανταζόταν.
Μια άλλη εξήγηση δίνω, αν δεχτώ ότι ο εγκέφαλος του νηπίου δεν έχει ακόμη αναπτύξει την ικανότητα να αποκτήσει συνειδητή μνήμη, οπότε δεν μπορεί και να αποθηκεύσει τίποτα σε αυτήν. Δηλαδή, η εξήγηση είναι σαφώς Βιολογικής ωριμότητας του εγκεφάλου.
Αλλά έχω στη φαρέτρα μου ακόμα μία εξήγηση.
Το νήπιο δεν έχει συναίσθηση του ότι είναι ον.
Δεν το ξέρει, δεν το αντιλαμβάνεται.
Άρα, αν έχεις έλλειψη συνείδησης του εαυτού σου, έχεις και έλλειψη συνειδητής μνήμης.
Να, ένας ακόμα λόγος που σε κάνει να μη θυμάσαι τίποτα.
Δεν ήξερες ότι υπάρχεις όταν ήσουν νήπιο, τελεία και παύλα.
Τι λες, το ραδίκι έχει συνείδηση ότι είναι ραδίκι;
(Εγγονός): xxxxxxxx
Μμμμμμ…..Θα συμφωνήσω μαζί σου ότι ο σκύλος δεν φαίνεται να έχει συνείδηση, δεν νομίζω να ξέρει ότι αυτός είναι σκύλος και ότι εσύ είσαι άνθρωπος.
Αλλά μνήμη έχει.
Ίσως η μνήμη του να ενεργοποιείται από τη μυρωδιά, που είναι μοναδική για το αφεντικό του. Ενώ η δική μας ικανότητα να μυρίζουμε δεν είναι τόσο ανεπτυγμένη.
Πάντως ένα είναι σίγουρο. Οι νηπιακές μνήμες -όσο και αν δεν μπορούμε να τις φέρουμε στο μυαλό μας σαν ενήλικες- επηρεάζουν τη ζωή του ενήλικα θετικά ή αρνητικά, κι ας έχουμε δεχτεί ότι αυτές βρίσκονται βαθιά χωμένες στο ασυνείδητό μας.
Κάποια στιγμή ο ενήλικας μπορεί να τις ανακαλέσει -έχει πλέον εξελιχθεί ο εγκέφαλός του και μπορεί να κάνει τέτοιες λειτουργίες και υπερβάσεις- και να τον επηρεάσουν θετικά ή αρνητικά.
Και για να κλείσουμε αυτό το θέμα. Ο Νίκος -για παράδειγμα- θυμάται αχνά εκεί γύρω στα τρία του χρόνια ότι οι γονείς του άρχισαν να τρέχουν αλλόφρονες προς εκείνον, μέσα σε μια παιδική χαρά, ενώ ταυτόχρονα θυμάται ότι αυτός ήταν κάτω, γεμάτος αίματα και έκλαιγε γοερά, γιατί μια κούνια τον κτύπησε πάνω στο κούτελο. Θυμάται ακόμα και τα ράμματα που του έκανε ο γιατρός.
Θυμάται “πραγματικά”;
“αποθήκευσε” ή και αυτό είναι ένα παιχνίδι του μυαλού του;
Πράγματι τα θυμάται;
ή νομίζει ότι τα θυμάται από τις περιγραφές του ατυχήματος, που κατά καιρούς έκαναν οι γονείς του, για εκείνο το εφιαλτικό απόγευμα του παιδιού τους;
Άλλο παράδειγμα που συνέβη σε μένα· στην ηλικία των 4-5 ετών -θυμάμαι τα χρόνια μου στα σίγουρα γιατί ακόμα δεν είχα πάει στο Δημοτικό, δεν ήξερα να διαβάζω και να γράφω- με μια φέτα ψωμί στο χέρι, λίγο απλωμένο λάδι και αλειμμένο ντοματοπελτέ πάνω του· απόγευμα ήταν· βγήκα από το σπίτι μου και άρχισα να κάνω μια βόλτα μέχρι την εκκλησία της γειτονιάς μου.
Αυτός ήταν ο απογευματινός μας περίπατος.
Ξαφνικά βλέπω έναν άγγελο, ντυμένο στα λευκά, με φτερά -ναι είδα και τα φτερά- να βαδίζει στον διπλανό δρόμο της εκκλησίας. Έμεινα αποσβολωμένος εκεί να τον παρατηρώ.
Πάλι ξαφνικά, φεύγω βολίδα και τρέχω στην μάνα μου -έπλενε εκείνη την ώρα ρούχα στην αυλή- και της λέω, το τι είδα.
Α, ναι; μου λέει,
καλά!
δεν με πίστεψε.
Φεύγω ξανά βολίδα για το σπίτι του παπά, που ήταν πιο κεί, να το πω τουλάχιστον σε εκείνον -μια και ήταν ο αντιπρόσωπος του Θεού επί της Γης- βρήκα την παπαδιά, της το είπα· αλλά και εκείνη είπε ένα ‘καλά’.
Αφού δεν με πίστεψε κανείς, τρέχω ξανά πίσω στο δρομάκι της εκκλησίας να ξαναδώ τον άγγελο, αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε πλέον τίποτα εκεί.
Μεγάλη απογοήτευση, και το μετάνιωσα που έφυγα από τη σκηνή αυτή.
Ακόμα και τώρα λέω, μακάρι να καθόμουνα εκεί να έβλεπα τι θα γίνει, που θα πάει ο άγγελος, τι θα κάνει.
Έμεινα με την απορία.
Αργότερα, όταν μεγάλωσα σκεφτόμουν αυτή τη συνάντηση. Όσο μεγάλωνα και όσο αμφισβητούσα τα πάντα, τόσο πιο απίθανο μου φαινόταν να είδα πραγματικά έναν άγγελο.
Και τότε τι ακριβώς είδα;
Τον είδα;
ή η φαντασία οργίασε;
Μήπως ό,τι είδα ήταν αντίγραφο των αγγέλων που έβλεπα στις εικόνες της εκκλησίας;
Στις εικόνες έβλεπα άσπρους χιτώνες, φτερά και αγγελικές μορφές.
Ακριβώς αυτά είδα και εγώ.
Τα είδα πράγματι σαν παιδί εκεί δίπλα στην Εκκλησία;
τα είχα δει κάποια στιγμή σαν νήπιο, οπότε και πέρασαν στο υποσυνείδητό μου, και εκείνη τη στιγμή της βόλτας μου, το συνειδητό μου τα ανακάλεσε για κάποιον λόγο στη μνήμη μου, οπότε από εκείνη τη στιγμή έγιναν για μένα μια πραγματικότητα και μια διαρκής ανάμνησή μου;
Υπάρχει και μια ακόμα εξήγηση. Ήμουν βαθιά θρησκευόμενο παιδί -όχι από επιλογή μου, αλλά όπως είπαμε και στην αρχή εξ’ ανάγκης, με το ζόρι πηγαίναμε στην εκκλησία λόγω του φόβου που μας είχαν χώσει μέσα μας για τον Θεό- οπότε, μήπως η θρησκευτική κουλτούρα μου μου έπαιζε παιχνίδια σε συνεργασία με το μυαλό μου και έβλεπα όσα “έπρεπε” να βλέπει ένα θρησκευόμενο άτομο, δηλαδή παραδείσους και άγγελους;
Μήπως γι’ αυτό το λόγο, όσοι διαλογίζονται βλέπουν πράγματα που εμείς οι “άλλοι” δεν τα βλέπουμε, λόγω πάντα της θρησκευτικής αγωγής που έχουμε ή δεν έχουμε;
Και αυτά που βλέπουν οι διαλογιζόμενοι πόσο πραγματικά είναι;
Μήπως υπάρχει περίπτωση, οι διαλογιζόμενοι να έχουν την “έφεση” να βλέπουν πράγματα που πραγματικά τους συνέβησαν στην νηπιακή εποχή τους, που δούλευε μόνο το ασυνείδητο κομμάτι του μυαλού τους και τώρα με τον διαλογισμό τα φέρνουν στο συνειδητό τους;
Επίσης είναι σχεδόν σίγουρο ότι από την ηλικία των εφτά ετών και πάνω, αρχίζει να αναπτύσσεται ο Ιππόκαμπος στον εγκέφαλο, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τη συστηματική καταχώρηση οργανωμένων πληροφοριών σε αυτόν.
Να κάποιοι λόγοι, λοιπόν, που ο ενήλικας δεν μπορεί να θυμηθεί τα νηπιακά του νιάτα.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Όχι δεν φύγαμε από το θέμα μας που είναι ο θάνατος, γι’ αυτόν συζητάμε ακόμα.
Μπορεί να είμαστε μέσα στο θέμα και να μη το καταλαβαίνουμε. Μπορεί και ο θάνατος να εμπλέκεται σε ένα παιχνίδι του μυαλού, όπως παιχνίδι στο μυαλό είναι και όλα όσα είπαμε για τη νηπιακή ηλικία.
Ωραία, ας πάμε στο θέμα μας.
Με την πρώτη ερώτηση που μου έκανες, με ρώτησες αν φοβάμαι γενικά.
Πιο κάτω με ρώτησες τι είναι ο θάνατος για μένα, έτσι δεν είναι;
Λοιπόν, κοίτα να δεις.
Φόβος και θάνατος είναι στενά δεμένες έννοιες μεταξύ τους.
Η ζωή του ανθρώπου είναι γεμάτη φόβους από την πολύ μικρή ηλικία μέχρι να γεράσει.
Σου ανέφερα τους φόβους που είχαμε εμείς σαν παιδιά για να στο δείξω καλύτερα αυτό που λέω.
Αλλά τώρα που μεγάλωσα και βλέπω πίσω μου αυτές τις φοβίες, γελάω με αυτές και τις περιπαίζω.
Γιατί γίνεται αυτό;
Γιατί τώρα, πλέον, το μυαλό μου δεν είναι τόσο περιορισμένο όσο ήταν στην παιδική μου ηλικία.
Έχουμε όλοι μας μορφωθεί περισσότερο, από όσο ήταν οι άνθρωποι τότε, και η γνώση διώχνει τον φόβο, τουλάχιστον τον αδικαιολόγητο φόβο.
Και ποιός μου λέει εμένα ότι τη στιγμή του θανάτου, ο εγκέφαλος για να προστατέψει τον άνθρωπο από τον τόσο μεγάλο φόβο, δεν του κάνει κάτι ανάλογο με αυτό που κάνει στο νεογέννητο;
Στο νεογέννητο έχουμε νηπιακή αμνησία, μήπως στον θάνατο έχουμε μια αντίστοιχη αμνησία;
Μήπως ο άνθρωπος περνάει από τη ζωή στον θάνατο χωρίς να πονέσει, χωρίς να φοβηθεί;
Τι λες και σύ;
(Εγγονός): xxxxxxxx
Αφού δεν κουράστηκες και θες να συνεχίσω,
Λοιπόν, βασικά δεν φοβάμαι τον θάνατο, γιατί ο φόβος είναι χαρακτηριστικό των ζώντων όντων.
Μόλις αυτός ο θάνατος συμβεί, παύεις αυτόματα και πολύ γρήγορα να είσαι ον, άρα χάνεις και αυτό το χαρακτηριστικό σου που είναι ο φόβος.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Εντάξει και τώρα που ζω ακόμα, είμαι ον, αλλά γιατί πρέπει να φοβάμαι ακόμα;
Δεν φοβάμαι γιατί όπως δεν κατάλαβα τη γέννησή μου, έτσι ακριβώς δεν θα καταλάβω και τον θάνατό μου. Πιστεύω ότι ο εγκέφαλός μου θα με προστατέψει ακόμη μία φορά.
Μερικές φορές που σκέφτομαι το θέμα αυτό πετάγομαι νοερά στο μυρμήγκι σε αυτό το ασήμαντο για μας ον.
Το βλέπεις να περπατά, άρα να ζει και ξαφνικά κάποια στιγμή πεθαίνει και αυτό.
Λες να φοβήθηκε ποτέ το μυρμήγκι τον θάνατο;
Κατάλαβε πως πέθανε;
Κατάλαβε ποτέ, τι είναι η ζωή και τι ο θάνατος;
Του μίλησε ποτέ κανείς για τον θάνατο;
Μήπως όταν έβλεπε τα άλλα τα μυρμήγκια να πεθαίνουν, κατάλαβε ότι πέθαιναν;
Δε νομίζω.
Από αυτό βγάζω το συμπέρασμα, ότι αν δεν σου μιλήσει ποτέ κάποιος άλλος για τον θάνατο, δεν έχεις τέτοιο φόβο.
Και γιατί να υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορετική μεταχείριση του φόβου του θανάτου ανάμεσα στον άνθρωπο και σε ένα άλλο οποιοδήποτε ζώο;
Τι περισσότερο έχουμε εμείς από αυτά;
Γιατί εμείς πρέπει να είμαστε τόσο διαφορετικοί από αυτά;
Επειδή είμαστε περισσότερο νοήμονα ζώα από αυτά;
Και πώς θα μας έβλεπαν και εμάς κάποια άλλα ζώα -αν υπήρχαν τέτοια- πιο νοήμονα από μας;
Δεν θα μας έβλεπαν σαν ένα ακόμη μυρμήγκι της τεράστιας αλυσίδας των όντων πάνω στη Γη;
Έχω αρχίσει να πιστεύω, ότι το κάθε είδος ζώου που υπάρχει στο σύμπαν έχει τη δική του θεώρηση γύρω από τη γέννηση και τον θάνατο του εαυτού του και μόνο αυτού.
Δεν μπορεί να καταλάβει το κάθε είδος ζώου τις ανησυχίες που έχει ένα άλλο ζώο, που εκείνη την ώρα περνά από δίπλα του.
Εμάς μας έλαχε να ζήσουμε σε μια Κοινωνία που έχει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που έχουμε.
Ο χιμπατζής έχει τα αντίστοιχα δικά του και το λιοντάρι τα δικά του.
Το κάθε είδος έχει χαρακτηριστικά που του έχει “επιβάλλει” η δομή του καταδικού του εγκέφαλου.
Ο φόβος του θανάτου είναι χαρακτηριστικό που διακρίνει μόνο τον άνθρωπο.
Ο φόβος του θανάτου εδραιώθηκε, βασικά, από την έλλειψη γνώσης για τη δομή που έχει η ζωή μας.
Αν δεχτούμε ότι ο θάνατος είναι η τελευταία εμπειρία-λειτουργία της ζωής μας, θα πάψουμε να τον φοβόμαστε.
Δεν ξέρουμε τι υπάρχει “μετά”, ούτε πόσο διασκεδαστικό είναι να συνεχίζεις κάπου αλλού ή να χάνεσαι για πάντα και έτσι, για την πλάκα.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Έτσι μπράβο, όπως το λες είναι. Το μυρμήγκι και όταν ζούσε δεν είχε καν την αίσθηση του φόβου του θανάτου. Ήταν άγνωστη έννοια γι’ αυτό, ενώ για μας είναι γνωστή.
Μας είναι γνωστή έννοια και τη συζητάμε γιατί την έχουμε περιγράψει με λόγια, της έχουμε δώσει και μια ανάλογη εικόνα, μας βοήθησε σε αυτό η ικανότητα μας να σκεφτόμαστε ανώτερες έννοιες και η ικανότητα μας να σχηματίζουμε λέξεις φράσεις και εικόνες.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Μάλλον σίγουρα, όπως λες και εσύ, οι άνθρωποι πριν τους Homo sapiens που δεν είχαν αναπτύξει ακόμα τον γλωσσικό τους κώδικα μπορεί και να μην είχαν ποτέ στον νου τους την έννοια του θανάτου.
Η έννοια του θανάτου, νομίζω, ότι έγινε συνείδηση στον άνθρωπο όταν αυτός απέκτησε τον τρόπο και τις λέξεις να τον περιγράψει.
Και όσο ασχολούμαστε μαζί του, τόσο πιο δυνατό τον κάνουμε τον φόβο.
Τα προηγούμενα του ανθρώπου όντα, οι πρόγονοι μας δηλαδή, δεν πρέπει να είχαν φόβο για τον θάνατο.
Κοίτα το θέμα και από μια άλλη σκοπιά.
Ο άνθρωπος έχει θεωρήσει ότι ο θάνατος είναι το τέλος της ζωής.
Νομίζω ότι εδώ έχουμε μια παρανόηση.
Ο θάνατος είναι και αυτός μια εμπειρία της ζωής, όπως τόσες άλλες εμπειρίες.
Αν ο άνθρωπος δεν είναι ικανός να γνωρίζει τι είναι ζωή, δεν θα είναι σε θέση να καταλάβει και αυτή την ύστατη εμπειρία της ζωής, και κατά συνέπεια θα τη φοβάται.
Ο θάνατος είναι η τελευταία εμπειρία αυτού που ονομάζουμε ζωή και ίσως η αρχική εμπειρία μιας άλλης.
Εγώ τον θάνατο τον βλέπω μάλλον σαν μια πύλη για το τέλος μια ζωής και την αρχή μιας άλλης.
Δεν ξέρω ποιά άλλη είναι αυτή η ζωή, ακόμα το ψάχνω.
Αν πάρουμε ένα μικρό παιδί, το απομονώσουμε σε ένα νησί που θα ζει μόνο του, δεν έρχεται σε επαφή με άλλους ανθρώπους, τι λες; θα φοβηθεί ποτέ τον θάνατο;
(Εγγονός): xxxxxxxx
Ε, πώς δεν το ξέρεις; Για βάλε λίγο τη λογική σου να δουλέψει.
Εγώ νομίζω πώς όχι.
Τον θάνατο τον ξέρουμε από “έξω”. Δηλαδή, βλέπουμε τον θάνατο των άλλων, όχι τον δικό μας. Αυτή η παρατήρηση του θανάτου των άλλων είναι που μας κάνει να φοβόμαστε.
Και αφού τον δικό μας τον θάνατο δεν μπορούμε να τον δούμε, τι να φοβηθούμε;
Ένας άνθρωπος που δεν έχει δει ποτέ να συμβαίνει θάνατος άλλου ανθρώπου μπροστά του, που δε ξέρει πώς γίνεται και τι γίνεται στον γύρω του χώρο, ίσως να μη μπει ποτέ στη διαδικασία να φοβηθεί τον θάνατο.
Άρα, ο φόβος μας είναι οι εμπειρίες που παίρνουμε κάθε μέρα στη ζωή μας.
Είναι κάτι σαν αυτό που λέγαμε για το παιδί που κτύπησε στις κούνιες και θυμόταν όλες τις λεπτομέρειες, αλλά τελικά μάλλον τις “θυμόταν” γιατί οι γονείς του, με τις πολλές φορές που είχαν αναφερθεί σε αυτό το ατύχημα, τον έπεισαν ότι τα θυμάται αυτός ο ίδιος, δηλαδή το παιδί απέκτησε εμπειρίες από αφηγήσεις.
Αργότερα βέβαια, που μεγάλωσε, ίσως να ήταν και αυτός μάρτυρας ενός αντίστοιχου ατυχήματος άλλου παιδιού, αλλά αυτό δεν έχει σημασία, οι εμπειρίες του ήταν αφηγηματικού τύπου, δεν τις είχε ζήσει αυτός ο ίδιος, τους τις αφηγήθηκαν οι γονείς του.
Ξαφνικά βλέπουμε έναν άνθρωπο να μιλάει, να περπατάει, να γελάει και ξαφνικά πέφτει κάτω και πεθαίνει.
Λέμε σταμάτησε η καρδιά του.
Και τώρα εκεί κάτω κείται ένα άψυχο σώμα, ένα πτώμα, αντί για ένα ζωντανό σώμα.
Την επιφάνεια βλέπουμε, το εξωτερικό γίγνεσθαι. Tι γίνεται με την ψυχή αυτού του όντος δεν το ξέρουμε.
Αυτά τα εξωτερικά συμπτώματα είναι που μας προκαλούν τον φόβο. Ο ίδιος ο άνθρωπος που έπεσε κάτω δεν πρόλαβε να φοβηθεί.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Κοίτα να δεις, καλό το επιχείρημά σου, αλλά επιμένω όμως. Αν ποτέ δεν έμαθε-άκουσε ότι κάποιος πεθαίνει από αιμορραγία, ούτε αυτός θα καταλάβει ότι σιγά-σιγά πεθαίνει.
Ο φόβος τελικά του θανάτου έχει σφηνωθεί για τα καλά στο μυαλό μας από τότε που ήμασταν παιδιά. Έχει σχέση αυτό με όλες τις φοβίες με τις οποίες μας μεγάλωσαν, να γιατί ξεκίνησα από τα νήπια.
Ίσως κιόλας όλα τα όντα να φοβούνται τον θάνατο, μπορεί να είναι έμφυτος, αλλά στον άνθρωπο το ένστικτο του φόβου εμπλουτίζεται με τη σκέψη -να η μεγάλη διαφορά μας με τα μη σκεπτόμενα όντα- η φαντασία μας τον μεγαλώνει και τελικά γίνεται ένα συναίσθημα με τεράστιες διαστάσεις που μας καταδιώκει.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Οπωσδήποτε ναι, έτσι είναι, όπως το λες. Σίγουρα ο φόβος είναι αυτός που κάνει τον άνθρωπο να συνεχίζει να ζει.
Ο φόβος είναι ένα χρησιμότατο φαινόμενο για την επιβίωση του ανθρώπου. Σε κάθε κίνδυνο που μας παρουσιάζεται ο άνθρωπος φοβάται και αρχίζει μια διαδικασία παραγωγής εκκρίσεων που μας κάνει ικανούς να ξεπερνάμε την επικινδυνότητα -αυξάνονται οι παλμοί της καρδιάς, αιματώνεται περισσότερο ο εγκέφαλος κλπ.
Ο αδικαιολόγητος όμως φόβος μας οδηγεί στη φοβία, που είναι εντελώς άλλο πράγμα.
Αν ένας φόβος συνεχίζει για καιρό -χωρίς να υπάρχει η γενεσιουργός αιτία του- αν είναι παράλογος και υπερβολικός φόβος, τότε μιλάμε για φοβία που πλέον είναι πάθηση.
Πες μου εσύ, γιατί πρέπει να φοβόμαστε τον θάνατο;
Ποιός το ξέρει ότι ο θάνατος είναι άσχημος;
Τον φοβόμαστε χωρίς να ξέρουμε τίποτα γι’ αυτόν και αυτό πλέον γίνεται φοβία.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Α, περίφημα, πολύ καλά κάνεις και το θίγεις και αυτό το θέμα. Δεν ασχολούμαστε καν με το τι συμβαίνει πριν τη γέννηση. Παιδευόμαστε συνέχεια με το τι γίνεται μετά τον θάνατο.
Κoiτα να δεις, πώς το βλέπω εγώ.
Η ζωή είναι μια φωτοβολίδα.
Τι γίνεται με τη φωτοβολίδα;
Εσύ είσαι κάπου μακριά, δεν βλέπεις αυτόν που την ανάβει, έτσι ξαφνικά αυτή εμφανίζεται στον ουρανό, ανεβαίνει στο ανώτερό της σημείο, συνεχίζει να πέφτει πλέον, και κάποια στιγμή σβήνει.
Γιατί κανείς δεν ρωτάει τι συνέβη πριν η φωτοβολίδα φωτίσει το στερέωμα και ρωτά για το τι συμβαίνει μετά το σβήσιμο της;
Δεν ξέρουμε ούτε τι συμβαίνει πριν την γέννηση, ούτε μετά τον θάνατο.
Και τα δύο -γέννηση και θάνατος- είναι μυστήρια.
Ο θάνατος, όμως μονοπωλεί το ενδιαφέρον μας.
Πού ήταν αυτή η ψυχή, που γεννήθηκε μόλις τώρα;
Το σώμα του μωρού ξέρουμε τι ήταν και πριν από ένα μήνα και πριν από εννιά μήνες.
Ήταν σπέρμα και ωάριο.
Η ψυχή του όμως;
τι ήταν;
πού ήταν;
με ποιό μηχανισμό αυτό το μικρό σώμα έχει αυτή την ψυχή και όχι κάποια άλλη;
Από πού έρχεται αυτή η ψυχή;
Με όλα αυτά τα πιο πάνω γιατί δεν ασχολούμαστε:
Και για να δέσω ακόμα πιο πολύ τη σκέψη μου, συνεχίζω στην αντίπερα όχθη.
Πού πάει αυτή η ψυχή, που το σώμα πέθανε μόλις τώρα;
Το σώμα του πεθαμένου ξέρουμε τι θα γίνει σε 1- 2 χρόνια.
Θα γίνει λίπασμα.
Η ψυχή του όμως;
τι είναι τώρα πιά;
πού θα πάει;
με ποιό μηχανισμό αυτή η ψυχή θα απομακρυνθεί από το νεκρό σώμα;
Πού θα πάει τελικά αυτή η ψυχή;
Χάνεται;
Και είναι λογικό να χάνεται;
Όλος αυτός ο πλούτος γνώσεων, που απέκτησε με τόσο κόπο ο άνθρωπος όταν ζούσε, χάνεται;
(Εγγονός): xxxxxxxx
Α, ναι; το βλέπεις λογικό να χάνεται;
έτσι λες;
είναι λογικό να χάνεται; να σβήνει; έτσι σαν να μην υπήρχε ποτέ; σαν να μην έχει και αυτή μια οντότητα;
Και τότε, από πού έρχεται η ψυχή του νεογέννητου;
Από το πουθενά;
Και είναι λογικό να εμφανίζεται κάτι, σαν την ψυχή του νεογέννητου από το τίποτα;
Δεν μου κολλάει με τίποτα μια τέτοια εξήγηση.
Αν κάτι δεν μπορεί να εμφανιστεί από το τίποτα, τότε και τίποτα δεν μπορεί να εξαφανιστεί στο τίποτα.
Η ψυχή είναι ενέργεια, και έχουμε αποδεχτεί ότι η ενέργεια ούτε χάνεται, ούτε γεννιέται.
Παραμένει σταθερή στον κόσμο μας.
Άντε να αλλάξει μορφή, αλλά η ποσότητα της παραμένει πάντα η ίδια.
Έχει αναφερθεί, ότι κάποιοι άνθρωποι που ήταν στο προσκέφαλο κάποιου ετοιμοθάνατου, και ενώ κανείς γιατρός δεν είπε στους ανθρώπους αυτούς ότι ο ασθενής όπου νάναι πεθαίνει, ενώ κανείς δεν ξέρει ακόμα πόσο είναι το καντήλι του, και ενώ τίποτα δεν προμήνυε την ακριβή ώρα του θανάτου, όταν αυτός συνέβη, τότε αυτοί οι άνθρωποι ένιωσαν κάτι που τους έκανε και πετάχτηκαν επάνω σαν ελατήρια, ακριβώς τη στιγμή που αυτός ο ετοιμοθάνατος ξεψύχησε.
Αυτό εμένα με οδηγεί στη σκέψη ότι εκείνη τη στιγμή, ας την πούμε τη στιγμή που “έβγαινε” η ψυχή, κάποια δόνηση; κάποια ενέργεια; κάποιο συναίσθημα συνέβη.
Και μάλλον καταλήγω στην ενέργεια που απελευθερώθηκε από το σώμα.
Ενέργεια μικρής εμβέλειας, βέβαια, που πιθανόν να επηρεάζει τους ανθρώπους που βρίσκονται στα 2-3 μέτρα μακριά από τον ετοιμοθάνατο.
Να είναι κάτι, σαν την αύρα που περιβάλλει το σώμα κάθε ανθρώπου; ίσως και αυτό.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Το καταλαβαίνω, ότι όλα αυτά που λέω αφορούν τη Φυσική και τους νόμους της Θερμοδυναμικής στο σύμπαν.
Και επίσης ότι μιλάμε για κάτι άϋλο, την ψυχή, δεν μιλάμε για Φυσική.
Εσύ φαντάζεσαι ότι δεν ισχύουν οι νόμοι της Φυσικής εδώ;
Έχεις δίκιο να λες ότι η Φυσική έχει νόμους για τα πράγματα και την ύλη, ενώ για τα άϋλα πράγματα δεν υπάρχουν νόμοι στη Φυσική.
Νομίζω ότι η εικόνα που έχουμε για τον θάνατο είναι εικόνα πολιτισμική, δηλαδή στην ουσία θρησκευτική.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Ε, και βέβαια οι παπάδες είναι πάλι στη μέση.
Η άγνοια μας για τον θάνατο -και το τι συμβαίνει μετά από αυτόν- μας προκαλεί τον φόβο.
Κανονικά κανένα ον -και τα ζώα- δεν φοβάται τον θάνατο, γιατί κανένα ον δεν έχει εξ αρχής συνείδηση του θανάτου -κανένα μωρό δεν έχει τέτοιο φόβο.
Απλά, τα άλλα ζώα έχουν ισχυρό το ένστικτο της αυτοσυντήρησης έναντι των εχθρών τους.
Ο θάνατος -σαν γεγονός- πολεμιέται ή αντισταθμίζεται από όλα τα όντα με την αναπαραγωγική διαδικασία.
Αν δεν υπήρχε ο μηχανισμός της αναπαραγωγής, δεν θα υπήρχε ζωή.
Όταν έρχεται ο θάνατος, τα έμβια όντα απλά δεν είναι “εκεί”, δεν συναντιούνται καν με τον θάνατο.
Το ίδιο συμβαίνει και με μας, απλά εμείς έχουμε φροντίσει να έχουμε προσυναντηθεί με τον θάνατο μέσα από τον φόβο που έχουμε σχηματίσει γι’ αυτόν.
Βιώνουμε συνεχώς θανάτους διπλανών μας ανθρώπων και έχουμε δημιουργήσει ένα μαύρο σκηνικό.
Η θρησκεία έρχεται να παίξει εδώ έναν ρόλο -αφού πρώτα κατασκεύασε τον φόβο του θανάτου- έρχεται να τον απαλύνει με την προσδοκία που σου υπόσχεται, ότι θα έχεις μια συνέχεια της ζωής σου σε άλλη ζωή.
Είδες τώρα που κολλάνε οι παπάδες στην μέση;
(Εγγονός): xxxxxxxx
Καίρια η ερώτησή σου. Θα με βόλευε πολύ η ψυχή του ανθρώπου να πηγαίνει κάπου.
Μου είναι δύσκολο να δεχτώ ότι οι γνώσεις, οι δεξιότητες, ο νοητικός πλούτος γενικά που έχει αποκτήσει ένας άνθρωπος στη διάρκεια της ζωής του χάνεται.
Μάλλον πάει κάπου.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Αφού ρωτάς, ναι, και ο χιμπατζής έχει ψυχή, αν δεχτούμε ότι είναι ένα κλικ πριν τον άνθρωπο.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Και βέβαια είναι και αυτός ένα όν. Δεν θα μπορούσε να μην είναι.
Είναι.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Τώρα με στριμώχνεις λίγο.
Έτσι όπως τα είπαμε πριν, αφού και ο χιμπατζής είναι όν, τότε όταν αυτός πεθάνει η ψυχή του ή πάει και αυτουνού κάπου ή χάνεται. Δεν έχουμε άλλη επιλογή.
Η εντύπωση που έχει επικρατήσει σε μας τους ανθρώπους για όλα τα κατώτερα όντα από μας είναι ότι μάλλον χάνεται.
Θέλω να πω, ότι μας φαίνεται λογικό κάτι τέτοιο.
Δεν έχουμε φιάξει εικόνες για παράδεισο χιμπατζήδων, ή μυρμηγκιών. Θα ήταν τρελό κάτι τέτοιο, αν το σκεφτούμε.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Έχεις απόλυτο δίκιο στο σκεπτικό σου.
Αφού η ψυχή του χιμπατζή -που είναι είπαμε ο κοντινότερος συγγενής μας- χάνεται, πώς γίνεται η ψυχή του ανθρώπου να πηγαίνει απαραίτητα κάπου;
Έχουμε πράγματι διαφορετικά κριτήρια, αφ’ ενός για μας και αφ’ ετέρου για τους χιμπατζήδες;
Η απάντηση που μου έρχεται είναι, ότι κάθε ανώτερο ον σε αυτό το σύμπαν πιστεύει ότι τα κατώτερα από αυτόν όντα, ναι μεν είναι και αυτά όντα, ναι μεν έχουν και αυτά ψυχή, αλλά ο θάνατός τους είναι και το οριστικό τους τέλος.
Και του σώματος τους, και της όποιας ψυχής έχουν.
Στην ουσία, κάθε ανώτερο ον αδιαφορεί για το τι συμβαίνει στο κατώτερο, και δεν δίνει δεκάρα τσακιστή.
Μπορεί και αυτά -τα κατώτερα όντα- να σκέφτονται τον παράδεισό τους, αλλά δεν μας νοιάζει, όπως και αυτά δεν νοιάζονται για τον δικό μας παράδεισο.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Εσύ το λες αυτό, αλλά δεν νομίζω ότι τα άλλα όντα έχουν τέτοια συναίσθηση του εαυτού τους. Δεν νομίζω ότι μπορούν να κατατάξουν τους εαυτούς τους σε ανώτερα ή κατώτερα όντα από κάποια άλλα.
Αν την είχαν, δεν θα ήταν κατώτερα όντα, αλλά ίσως ισοδύναμα με μας.
Νομίζω ότι η συναίσθηση, ότι είμαστε κάτι, παίζει τον ρόλο της. Αν δεν υπάρχει συναίσθηση, τότε η συζήτηση είναι περιττή.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Κάπως έτσι. Είναι εγωϊστικό εκ μέρους μας, αλλά έτσι είναι.
Είναι αλήθεια ότι τα κατώτερα είδη τα βλέπουμε με απαξίωση , όσον αφορά αυτό το θέμα.
Βέβαια, δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε τι σκέφτεται ο χιμπατζής, μια και δεν έχουμε τον ίδιο κώδικα έκφρασης, ώστε να μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε και να τον ρωτήσουμε το σκεπτικό του.
Θεωρούμε ότι ο χιμπατζής δεν έχει τέτοιες Φιλοσοφικές ανησυχίες.
Ναι, κατ’ ανάγκην εκεί καταλήγουμε λοιπόν, ότι θάνατος και το τι συμβαίνει μετά δεν έχει νόημα να το συζητάμε για τα άλλα όντα.
Και αν μας έλεγε κάποιος ότι μπορούμε να κάνουμε μια τέτοια συζήτηση, θα τον θεωρούσαμε γραφικό.
Με την ίδια λογική, αν υπάρχει ένα άλλο ον ανώτερο από μας, εμείς δεν θα είχαμε συναίσθηση ότι όντως αυτό το ον είναι ανώτερο από μας.
Και αυτό το ον πιθανόν να έλεγε για μας ότι λέμε εμείς για τον χιμπατζή.
Δηλαδή θα μας έβλεπε όπως βλέπουμε εμείς το κάθε κατώτερο από μας ον.
Θα μας έβλεπε σαν ένα ακόμη ζώο που κατοικεί στη Γη μας.
Μήπως τελικά είμαστε και εμείς ένας μικρός κρίκος της μεγάλης αλυσίδας των όντων σε αυτό το σύμπαν και δεν είμαστε και τόσο σίγουροι ότι βρισκόμαστε στην ανώτερη κλίμακα των όντων;
Αν ήξερε τη γλώσσα μας αυτό το υποτιθέμενο ανώτερο ον από μας, θα επικοινωνούσαμε, θα του εξηγούσαμε τη Φιλοσοφία μας, θα το συζητάγαμε και θα βρίσκαμε μια άκρη.
Αν…
Αν είχαμε τον ίδιο κώδικα επικοινωνίας.
Αλλά μάλλον δεν θα έχουμε το ίδιο κώδικα, οπότε ποτέ δε θα μάθουμε τι σκέφτονται αυτοί για μας, ούτε αυτοί θα μάθουν τι σκεφτόμαστε εμείς γι’ αυτούς.
Κάτι δηλαδή σαν τη σχέση που υπάρχει μεταξύ του ανθρώπου και του χιμπατζή.
Και πολύ πιθανό, όπως εμείς δεν δίνουμε και πολύ σημασία για τη ζωή και τις Φιλοσοφίες που μπορεί να έχει ο χιμπατζής, έτσι και αυτοί δεν θα έδιναν σημασία για τις Φιλοσοφικές ανησυχίες τις δικές μας.
(Εγγονός): xxxxxxxx
Όχι μωρέ, δεν είμαι οπαδός της Ουφολογίας και λέω τέτοια ελαφρά πράγματα.
Εγώ καταλήγω να πω, ότι κάθε έμβιο ον στο σύμπαν είναι αποκομμένο από τα άλλα όσον αφορά τις ιδέες “γέννησης” και “θανάτου”, από τη στιγμή που είμαστε καταδικασμένοι να μη μπορούμε να επικοινωνήσουμε.
Και επειδή δεν νομίζω ότι είμαστε το ανώτερο ον στο σύμπαν -είναι πολύ δύσκολο να συμβαίνει κάτι τέτοιο- δεν νομίζω ότι έχουμε την αποκλειστικότητα του να μπορούμε να λέμε τι ισχύει για μας, και τι για τα άλλα όντα.
Ίσως, όπως βλέπουμε εμείς τα άλλα ζώα αφ’ υψηλού, κάποια άλλα ζώα -άγνωστα ακόμα σε μας- να βλέπουν εμάς αφ’ υψηλού.
Νομίζω όμως ότι μπορούμε να καταλήξουμε στο ότι, όλες αυτές οι Φιλοσοφικές ιδέες είναι χαρακτηριστικά των όντων που εξελίχθηκαν, που μπόρεσαν να σχηματοποιήσουν εικόνες, που μπόρεσαν να τις περιγράψουν με λόγια, που απέκτησαν στο μυαλό τους συνειδητό και ασυνείδητο, μάζεψαν εμπειρίες δικές τους και αφηγήσεις άλλων.
Όλες αυτές οι γνώσεις και τα τραύματα μιας ολόκληρης ζωής μας οδήγησαν στο να καθόμαστε και να κουβεντιάζουμε για άλλες ζωές, ψυχές και άλλα πράγματα που έχουν ισχύ μόνο μέσα στο δικό μας είδος.
Είναι πραγματικές αλλά και φανταστικές καταστάσεις, που δεν είναι απαραίτητα αληθινές.
Ένα άλλο είδος όντων έχει άλλο αξιακό σύστημα, άλλες ανησυχίες.
Όλα όσα γίνονται έχουν τον λόγο τους, που δεν είναι πάντα τόσο δυσνόητος όσο τον έχουμε καταντήσει, μπορεί να είναι και πολύ απλούστερος, κάτι σαν τη φωτοβολίδα στον ουρανό.
Ανάβει ξαφνικά, κινείται γιατί έτσι λένε οι νόμοι της Φυσικής, σβήνει και μετά το τίποτα, το απόλυτο τίποτα, δεν χρειάζεται να έχει κάποιον ιδιαίτερο λόγο που άναψε.
Κάποιος την άναψε.
Τώρα ποιός μπορεί να είναι αυτός ο κάποιος;
Παίζεται… ή αυτός ο κάποιος παίζει με μας, όπως παίζουμε εμείς με τον χιμπατζή που προσπαθούμε να τον κάνουμε να μιλήσει ανθρώπινα.-