[η φωτογραφία προέρχεται από το http://pixabay.com και είναι ελεύθερη προς χρήση]
Home » Blog » Χρονογραφήματα »
γράφει ο Μίλτος Μόσχος
Ιστορία παράλογης αφοσίωσης
Πέρασαν τρία χρόνια από τότε που παντρεύτηκαν. Τότε ήταν που πρωτοσυλλογίστηκαν ότι ένα παιδί θα τους έδινε το κάτι άλλο. Όλα ήταν ονειρικά, εκτός από αυτήν την κατάρα. Ο Γιώργος αποδείχτηκε στείρος!
Η Αλεξάνδρα του ορκιζόταν ότι δεν πρόκειται να μειωθεί ο έρωτας της ποτέ· και έλεγε την αλήθεια. Το έλεγε και το εννοούσε.
«Θα ήμουν πολύ φτηνή να σε αφήσω. Έτσι το ήθελε η ζωή η ίδια. Εξάλλου τι φταις και συ;» του έλεγε ακατάπαυστα.
Οι συζητήσεις –τι συζητήσεις δηλαδή; καυγάδες ήταν– περιστρέφονταν γύρω από τον χωρισμό και πάντα με πρωτοβουλία του Γιώργου. Είχε κολλήσει στον χωρισμό.
«Σε παντρεύτηκα όχι για να μου κάνεις παιδιά, αλλά επειδή σε θέλω· εσένα θέλω και εσένα θα κρατήσω· τέλος, δεν ακούω τίποτα, μην συνεχίζεις!» του στρίγκλιζε.
«Θα κάνω τα πάντα για σένα, μωρό μου», της έλεγε.
«Σκάσε επιτέλους», τον αποστόμωνε.
«Ήθελες να κάνεις παιδιά, κι εγώ… δεν μπορώ. Δεν γίνεται να συνεχίσουμε μαζί. Πρέπει να χωρίσουμε, γιατί σε αγαπάω και δεν μου πάει να σε βλέπω λυπημένη. Μια ιστορία καταντήσαμε, καρικατούρα παράλογης αφοσίωσης, δεν το καταλαβαίνεις;” της έλεγε.
“Ούτε ιστορία γίναμε, ούτε βλέπω σημάδια παράλογης αγάπης, θα έλεγα, μάλιστα, ότι δεν βλέπω κάτι κακό στα σημάδια αφοσίωσης που λες. Δεν λυπάμαι για τίποτα και δεν καταλαβαίνω τίποτα όσο έχω εσένα», του πέταγε στα μούτρα.
Επέμενε αυτός· καυγάδες ομηρικοί. Το μυαλό του τριβέλιζε διαρκώς το ίδιο: Πρέπει να της χαρίσω ένα παιδί. Σκέψη που πιπίλαγε το μεδούλι. Πρέπει να κάνω κάτι, έλεγε και ψηλάφιζε τρόπο να φύγει μακριά της. Δίψαγε για λύση, που δεν φαινόταν.
Αργά βράδυ επέστρεφαν σπίτι τους. Άδεια η Πατησίων, λίγο πριν τα Άνω Πατήσια. Τον έπιασε κόκκινο. Στο πεζοδρόμιο στέκονται γυναίκες μόνες τους και μάλιστα τέτοια περασμένη ώρα.
«Γιώργο… μη μου πεις ότι αυτές είναι που…!»
Έσκυψε κι αυτός να δει. «Ε… ναι φανερό είναι, τι άλλο;» της απαντάει.
«Μα, καλά, κι εδώ;» με έκπληξη στη φωνή της. «Και από ότι βλέπω, όλες τους πανύψηλες και ξανθές. Ρωσίδες λες; Δεν μας έφταναν όλα τα άλλα; έχουμε γεμίσει παντού με πουτάνες!» λέει σε ένα Γιώργο, μάλλον αδιάφορο.
Το φανάρι που άναψε πράσινο έκοψε την κουβέντα εκεί ακριβώς. Σε λίγη ώρα βρίσκονταν στο διαμέρισμά τους, και πάλι στην ζεστή τους αγκαλιά.
Πουτάνες, ε;
Μμ, αυτό μου φαίνεται το πιο ωραίο και έξυπνο από όσα μου έχουν τύχει εδώ και χρόνια! Αυτή η σκέψη μπαινόβγαινε στο μυαλό του Γιώργου τις επόμενες μέρες. Μια από αυτές ο Γιώργος της ζήτησε συγνώμη που θα την άφηνε μόνη της. «Θα βγω με τους συνάδελφους, θα αργήσω μάλλον, πέσε να κοιμηθείς εσύ». Φυσικά και ήταν ψέμα! Το πρώτο ψέμα που της ξεστόμισε.
Ο Γιώργος περιμένει στο αυτοκίνητό του, στην ίδια γωνιά που εκείνο το βράδυ είχε δει με τη γυναίκα του τις κοπέλες. Δώδεκα η ώρα, ελάχιστες είχαν εμφανιστεί. Μα τι διάολο, μόνο αυτές είναι; Τόσο άτυχος είμαι; δεν βγήκαν σήμερα; λες να τις κυνήγησε η αστυνομία;
Πέρασε ακόμα μια ώρα. Να, που και άλλες πεταλουδίτσες άρχισαν να μαζεύονται. Το μάτι του άρχισε να ψάχνει την καταλληλότερη.
Επιτέλους, πήρε την απόφαση.
Βγήκε και προχώρησε προς αυτήν που είχε εντοπίσει. Λίγες κουβέντες μαζί της, μετά πλησιάζει μια άλλη πιο κει. Ίδιο σκηνικό· μετά από λίγα δευτερόλεπτα την αφήνει κι αυτήν, πάει πιο κάτω. Με αυτήν δείχνει να μιλάει περισσότερο. Την πιάνει αγκαζέ και μπαίνουν στο αυτοκίνητο.
«Μα δεν μου λες! όλη η Ρωσία εδώ ήρθε;» τη ρωτάει με το που κλείνονται μέσα.
«Ουκρανία, να λες. Μας έχουν πάρει όλη τη δουλειά. Βλέπεις οι καριόλες είναι ψηλές και όμορφες. Αλλά εσύ προτίμησες Ελληνίδα, μπράβο σου, αγόρι μου. Στρίψε στο στενό αυτό, δεξιά. Εκεί δεν έχει φώτα, μη καθόμαστε εδώ, πάνω στην κίνηση», του λέει.
Την υπάκουσε, έβαλε τη μηχανή μπροστά και έστριψε εκεί που του υπέδειξε. Πράγματι, το μαύρο σκοτάδι της κόλασης!
Βράδυ ήταν· με τη γυναίκα του χάζευαν στην τηλεόραση. Κτύπησε το κουδούνι. Άνοιξε αυτή. Στην πόρτα στεκόταν ένας άγνωστος. Της έδειξε ταυτότητα και της ζήτησε την άδεια να περάσει μέσα.
Να, το και το τμήμα ηθών!
«Καλησπέρα σας, αστυνόμος Ποθητός από το τμήμα ηθών», τους λέει κοφτά. Κοκαλωμένοι και οι δυο τους· κοιτιούνται απορημένοι.
«Ηθώνννν;…» επαναλαμβάνει η Αλεξάνδρα, «και τι… τι θέλετε τέτοια ώρα;». Ο Γιώργος παρακολουθεί σαν χαζός, δεν βγάζει μιλιά.
«Είστε ο κύριος Αλεξίδης;» ρωτάει ο αστυνόμος.
«Ναι, εγώ είμαι, τι συμβαίνει κύριε αστυνόμε;»
«Να δω την ταυτότητά σας;»
«Ναι… βέβαια…αλλά τι συμβαίνει;» τον ρωτά ξανά.
«Θα σας πω, δείξτε μου σας παρακαλώ την ταυτότητά σας».
Τραβάει από το πορτοφόλι του την ταυτότητα και του την δίνει. Ο αστυνόμος της ρίχνει μια ματιά και τη χώνει στην εσωτερική του τσέπη.
«Κύριε Αλεξίδη, έχω ένταλμα συλλήψεως εναντίον σας. Ακολουθήστε με στο τμήμα».
«Μα… μα τι είναι αυτά που λέτε;» ψέλλισε ο Γιώργος.
«Σταθείτε κύριε, πώς μπαίνετε έτσι σε ξένο σπίτι, τέτοια ώρα, και συλλαμβάνετε τον άντρα μου; τι το περάσατε εδώ;»
«Κυρία μου, υπάρχει καταγγελία εναντίον του συζύγου σας… σας παρακαλώ! Αν ο σύζυγός σας είναι αθώος θα τον φέρω εγώ πίσω, μη πανικοβάλλεστε».
«Να μη πανικοβάλλομαι; μα τι λέτε; Τι έκανε ο άντρας μου και τον συλλαμβάνετε;». Κοιτάει φοβισμένα τον άντρα της, «Γιώργο, τι συμβαίνει;»
Αυτός αρκέστηκε να ανασηκώσει τους ώμους του.
Και εκεί, μπροστά στη γυναίκα του, του πέρασε χειροπέδες.
Η δεκαοκτάχρονη Λίζα –έτσι έλεγαν την εκδιδόμενη που είχε συναντήσει πριν μια βδομάδα– τον κατήγγειλε ότι την εξέδιδε εδώ και δύο χρόνια. Έμεινε στο κρατητήριο όλο το βράδυ. Την επόμενη μέρα, στον Εισαγγελέα παραδέχτηκε ότι την εξέδιδε από τότε που ήταν ανήλικη.
Η απόφαση
Προφυλακίστηκε· ορίστηκε δικάσιμος σε τέσσερις μήνες. Η απόφαση του δικαστηρίου καταπέλτης. Από τη στιγμή που ο ίδιος το παραδέχτηκε, το δικαστήριο έβγαλε εύκολα την απόφασή του. Η ιστορία που χτίστηκε στο μυαλό του με κύματα παράλογης αντίληψης περί αγάπης και αφοσίωσης άρχισε να αποδίδει καρπούς.
Την επόμενη μέρα της απόφασης ο δικηγόρος του Γιώργου παρέδωσε στον δικηγόρο της Λίζας μια επιταγή των 25.000 ευρω στο όνομά της. Αυτά ήταν τα υπόλοιπα της υπόγειας συμφωνίας που είχε κάνει ο Γιώργος με τη Λίζα. Την προκαταβολή των 5.000 ευρω την πήρε η Λίζα, μόλις του έκανε την καταγγελία, πάλι μέσω του δικηγόρου του.
Την ημέρα που ο Γιώργος παραδέχτηκε την ενοχή του στο δικαστήριο, η Αλεξάνδρα τον σιχάθηκε. Σε έξι μήνες πήρε το διαζύγιο.
Η «Αλεξάνδρα του» –το έμαθε αργότερα ο Γιώργος– παντρεύτηκε ξανά, και μάλιστα έκανε δυο παιδιά.
Η Αλεξάνδρα μου είναι ευτυχισμένη, έστω και με άλλον!
Τη λύση την ανακάλυψα μέσω μιας πουτάνας.
Θα έκανα τα πάντα για σένα μωρό μου… στο είχα πει, και δεν με πίστεψες!