Home » Blog » Χρονογραφήματα »
χρονογράφημα “Κάποιοι σπρώχνουν από πίσω”, γράφει ο Μίλτος Μόσχος
φωτο από το pixabay.com
Είμαι η νέα φύτρα ανθρώπου. Ώρα μου να βγω. Περνάω από δρόμους που πρώτη φορά βλέπω. Φοβάμαι. Κρύο και τρόμος στην ψυχή μου. Ψυχή είμαι, όχι σίδερο. Κανείς δεν με προετοίμασε για τα μελλούμενα. Κανείς δεν μου είπε ότι έτσι αρχίζει η ζωή. Προτιμώ να πάψω να σκέφτομαι. Πρέπει να προφυλαχτώ από τους τόσους κινδύνους δίπλα μου. Το ζεστό νερό που με κάλυπτε δεν υπάρχει πια… χάθηκε. Μόνος σε μια… μήτρα τη λένε.
Περνάω μέσα από τεράστιους σε μήκος σωλήνες, δίπλα μου χυμοί αναβλύζουν παντού. Όλα ανάκατα, γλοιώδη. Ανηφορικός σωλήνας, κάπου στη μέση του κορμού, όσο σκαρφαλώνω τόσο στενεύει. Δυσκολίες πολλές, μα κολυμπώ. Ανεβαίνω, στενεύει κι άλλο. Ζω από μέσα τη ζωή. Κύτταρα, μιτοχόνδρια, βιταμίνες να πηγαινοέρχονται, φώσφορα, κάλια, ασβέστια και ένα σωρό διαόλοι, παλεύω μαζί τους στο ποιος θα φτάσει πρώτος στις άκρες των κλαδιών. Ανοίγω το στόμα μου και τρώω ότι θέλω, φτύνω και τρώω, τρώω και δυναμώνω. Κάθε στιγμή χιλιάδες διακλαδώσεις μπροστά μου, ενστικτωδώς πηγαίνω προς τα εκεί ή προς τα εδώ. Αν τα καταφέρω να βγω, αυτό θα λέγεται τύχη.
Και επιτέλους, ναι, βλέπω φως, περισσότερο φως, μάλλον βγαίνω στο παρόν, στη ζωή, έτσι μου λέει η μνήμη μου. Μνήμη που κληρονόμησα χιλιάδες χρόνια τώρα… από κτήσεως κόσμου. Εκεί, στην άκρη σκάει ένα μπουμπούκι. Εκεί κι εγώ. Να βγω, να με δουν, να πάρω ανάσα. Με παραδέρνει μια θάλασσα από κύτταρα φύλλων, γύρης, στήμονα. Ναι, έφτασα κι εγώ… αγκυρώνω στο μπουμπούκι… αμυγδαλιά το λένε οι φωνές που ακούω. Κύτταρα δίπλα μου διαιρούνται και πολλαπλασιάζονται με μεθυστικούς χορούς. Μπουμπούκι που γίνεται καρπός, μικρός, αλλά καρπός. Ταινία σε γρήγορη κίνηση. Νάμαι, αρπάχτηκα από τον καρπό.
Κάποιος να με πιάσει, ρε παιδιά! Θα σκοτωθώ από δω πάνω! Κάποιος, ρε παιδιά! Έχασα το ζεστό μου περιβάλλον, τη μήτρα μου, τι θέλω σ’ αυτόν τον κόσμο;
Κρυώνω, φοβάμαι, θέλω να κλάψω. Δυο χοντρά χέρια με αρπάζουν, με τραβάνε, με κόβουν από το κλαρί μου… βοήθεια, ρε άνθρωποι! Σκάω, τα πνευμόνια μου φουσκώνουν, τεντώνονται, πονάω, θα σκάσω, ρε σεις, κάντε κάτι! Με στραβώνει κι ο ήλιος σας. Ένα μπαμ μέσα μου… Θεέ μου τα πνευμόνια μου… η πρώτη κραυγή. Ναι, ρε, είμαι ζωντανός, εδώ, μαζί σας, μόλις έφτασα. Τον κέρδισα τον αγώνα, θέλω να ζήσω! Μου ανήκει και μένα αυτός ο κόσμος, πάλεψα!
Τα χοντρά δάκτυλα χώνονται στο στόμα, σάλια, αίματα, ουσία, όλα ένα μίγμα. “Η καρδιά του, η καρδιά του, δεν έχει παλμούς, σφυγμούς” -λένε αυτοί- λιμούς και κατατρεγμούς λέω εγώ. Με χώνουν στο μεγάλο μπαλόνι, αέρια χύνονται μέσα μου, στους δικούς μου σωλήνες τώρα, μου ρίχνουν υγρά. Κοιτάζω δίπλα μου, αποκαμωμένο το κλαδί που με έκοψαν, έχει πάψει πια να ουρλιάζει. Το δέντρο μου, η ρίζα μου, το κλαρί μου, το μπουμπούκι μου… ξεθεωμένο. Τη βλέπω, χαϊδεύει το μπαλόνι στα τοιχώματα, μου πιάνει τη φτέρνα, μου μπολιάζει αθανασία. Τα χοντρά δάκτυλα που μ’ έκοψαν από το κλαδί ακόμα με πασπατεύουν.
Για όνομα του Θεού, ρε παιδιά, τι μάχη κι αυτή; Δεν είμαι Τιτάνας, ένα μωρό είμαι.
Τόσος κόπος πια;
Με πόσους διαβόλους με βάλατε να παλέψω για να έρθω κοντά σας;
Και εντάξει, το έκανα το ταξίδι, έφτασα στο νησί. Το φχαριστήθηκα… εντάξει , δεν λέω, άξιζε το ταξίδι. Είδα και Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες. Γυρισμό δεν έχω, πρέπει να προχωρήσω, πίσω μου σπρώχνουν άλλοι.
Αυτό λοιπόν ήταν;
Το χοντρά δάκτυλα με βγάζουν από το μπαλόνι, με ρίχνουν πάνω σε δυο μεγάλα μπαλόνια γεμάτα γάλα. Εκεί, ναι, αξίζει ν’ αράξω.
Αααα, αυτή λοιπόν είναι η Ιθάκη που διάφοροι αναφωνούν με δέος! η δικιά μου!
Εξαιρετικό. Γραμμένο με ευαισθησία και παραστατικότητα. Μπράβο Μίλτο.