χρονογράφημα για ένα ίδρυμα

Καληνύχτα κοριτσάκια

[η φωτογραφία προέρχεται από το http://pixabay.com και είναι ελεύθερη προς χρήση]

Home » Blog » Χρονογραφήματα » Καληνύχτα κοριτσάκια


γράφει ο Μίλτος Μόσχος

Χρονογράφημα για ένα ίδρυμα

Τετάρτη 24-10-2018

Παρκάρουμε το αυτοκίνητο στα 100 μέτρα μακριά από το κτίριο. Βρέχει δυνατά και τρέχουμε να μπούμε μέσα, ούτε ομπρέλα δεν προβλέψαμε να πάρουμε. Μούσκεμα γινήκαμε.

«Κοινωφελές ίδρυμα της Καλλίπολης», πρόλαβα να διαβάσω μια μεγάλη μαρμάρινη πλάκα στον τοίχο της εισόδου.

Δεν βλέπω αγόρια να παίρνουν μέρος σε αυτό, που γίνεται στον διάδρομο έξω από τα δωμάτιά τους, κάθονται μέσα, φαίνεται θα έχουν άλλες ασχολίες.

Ο διάδρομος έχει δύο σχετικά μεγάλα τραπέζια. Στο ένα κάθονται δύο αγόρια, ένα άλλο κάθεται βαθιά στον καναπέ του διαδρόμου, που βρίσκεται δίπλα στο τραπέζι των κοριτσιών.

Περνώντας στον διάδρομο βλέπω τα αγόρια να είναι ξαπλωμένα στα κρεβάτια τους. Μπορεί και να τα έχουν βάλει τιμωρία. Έχω ακούσει, ότι μερικά παιδιά στα ορφανοτροφεία είναι πολύ δύσκολα.

Αλλά και πάλι δύσκολο μου φαίνεται, υπάρχουν ακόμα τέτοιες τιμωρίες;

Τα κορίτσια γύρω από το τραπέζι τους συζητούν, όσο μπορεί να κάνουν συζήτηση τα κορίτσια αυτής της ηλικίας, πίνουν τις πορτοκαλάδες τους και ψιλοτσιμπάνε κάνα μπισκοτάκι.

Και να… που εμφανίζονται την καθορισμένη ώρα οι τρεις δασκάλες της μουσικής.  Έρχονται μια φορά την εβδομάδα για το καθιερωμένο τους μάθημα.

-Για, να μαζευόμαστε κοντά στο τραπέζι, για, να παίρνουμε τη θέση μας, τους λένε φωναχτά οι κυρίες.

Τα κοριτσάκια όλο χαρά τις αγκαλιάζουν, τις φιλάνε,

τι κάνετε κυρία;

καλά είμαστε εμείς, εσείς τι κάνετε κοπέλες μου;

μια ανακατωσούρα, μια βαβούρα, μια τρέλα.

Όλη τη βδομάδα περιμένουν πώς και πώς, αυτή την ώρα του τραγουδιού και της χαλάρωσης.

Οι δασκάλες παιδεύονται λίγο στην αρχή, να τις βάλουν κάτω, να παλουκωθούν.

Επιτέλους τις τακτοποιούν.

Οι δασκάλες βλέπουν ότι λείπουν δύο κορίτσια.

Πού είναι η Ουρανία; ρωτάνε οι δασκάλες.

Στο νοσοκομείο κυρία, θα αργήσει να έρθει πίσω, έτσι μας είπε η Διευθύντρια.

Η Ευγενία;

Και αυτή πήγε στο χωριό της για πάντα, την πήραν οι δικοί της.

– Α… στο χωριό της… καλά… ας αρχίσουμε εμείς, και την επόμενη βδομάδα θα έχει γυρίσει και η Ουρανία.

Το ξέρετε, ότι σε μερικές μέρες έχουμε την Εθνική γιορτή της 28ης Οκτωβρίου;

Κάποια κορίτσια γνέφουν καταφατικά, κάποια άλλα δεν αποκρίνονται καθόλου, κάποια άλλα απλά κοιτάνε με τα μπιρμπιλοτά ματάκια τους.

Κάποιο άλλο κορίτσι, λέει σε όλα «ναι». Ό,τι και να ακούσει, ό,τι και να γίνει, λέει «πολύ ωραίο».

Κοιτάς τα κοριτσάκια αυτά, και βλέπεις άλλα να έχουν μια ομορφάδα, άλλα να είναι ασχημούλικα, άλλα αδύνατα –ποιος ξέρει; τρώνε άραγε όλο το φαΐ, που τους δίνουν ή το παρατάνε;– άλλα κοντά και καμπούρικα, τα περισσότερα με αδύνατα ποδαράκια σαν ξυλάκια. Τα ρούχα τους φτωχικά και οι πυτζάμες τους οι κλασικές, που βλέπεις σε τέτοια ιδρύματα.

Σαν η χώρα να περνάει κρίση επισιτισμού, και το ορφανοτροφείο να μην είναι και στα καλύτερά του, από οικονομικής άποψης. Οι υπεύθυνοι κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν, αλλά τα κοριτσάκια αυτά προέρχονται από τόσο διαφορετικές οικονομικές τάξεις, από τόσο διαφορετικές ζωές, που προηγήθηκαν του εγκλεισμού τους στο ορφανοτροφείο, που δεν ξέρεις και το τι βάσανα σέρνει το καθένα του.

Η κυρία Ελένη αρχίζει να τους διαβάζει ένα ποίημα.

Μιλάει για τις γυναίκες της Πίνδου, ένα παλιό ποίημα, που δίδασκαν στα παιδιά του δημοτικού πριν από 30 τόσα χρόνια.

Σας άρεσε; ρωτάει η κυρία Ελένη.

«Πολύ ωραίο», λέει το κοριτσάκι με ένα χαμόγελο, που μόνο αυτή τη φράση ξέρει να λέει.

Τα μισά λένε «ναι», τα άλλα κοιτούν σαν χαζούλικα, και τα άλλα νεύουν με το κεφάλι τους.

Εμένα πάντως μου φαίνεται, ότι άντε να κατάλαβαν τι έλεγε το ποίημα, μια ή δυο κοπελίτσες.

Η κυρία Ελένη όμως, μαθημένη από τέτοια, δεν δίνει σημασία.

Πάμε παρακάτω, λέει η κυρία.

Ναι, πάμε παρακάτω, επαναλαμβάνουν δυο κοπελίτσες.

«Πολύ ωραίο» λέει εκείνο το περίεργο κοριτσάκι.

Σηκώνεται η κυρία Βιβή, ανοίγει ένα φάκελο με τραγούδια, ψάχνει κάποιο, και αρχίζει να τραγουδάει.

«Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά…»

Πολύ ωραία φωνή, βαθιά φωνή και κελαριστή.

Όλες οι δασκάλες τραγουδούν μαζί.

Κάποια κοριτσάκια σιγοντάρουν, κάποια απλά κοιτάνε, ένα μόνο κοριτσάκι δείχνει να ξέρει τα λόγια και συνοδεύει με αξιώσεις, παρά την αδύναμη φωνούλα του και την κακοτράχαλη φατσούλα του· πρέπει να έχει περάσει πολλά αυτό το παιδάκι στη ζωή του.

Χειροκροτούν στο τέλος όλα μαζί, εκτός από 2-3 κοριτσάκια, που απλά μόνο κοιτάνε. Στο άλλο τραπέζι βλέπω το ένα αγοράκι που κάθεται σε αυτό, να μασουλάει ώρα τώρα ένα κομμάτι ψωμί και να μη λέει να το καταπιεί, και το άλλο ακίνητο να κοιτάει προς τα κορίτσια, καμία έκφραση, μόνο να κοιτάει.

Σαν να λέει από μέσα του, «ρε, κάτι γίνεται εκεί!»

Πάμε για το επόμενο, κορίτσια, λέει η τρίτη κυρία, η κυρία Βάνα.

«Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του, και τη σκούφια την ψιλή του, μ’ όλα τα φτερά…».

Μμ, εδώ κάτι γίνεται. Όλα σχεδόν τα κοριτσάκια το ξέρουν το τραγούδι και σιγομουρμουρίζουν, εκτός σταθερά από τα 3 κορίτσια, που απλά βλέπουν με τα μεγάλα τους μάτια προσπαθώντας να καταλάβουν τι γίνεται.

«Ο δρόμος έχει τη δική του ιστορία, κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά…».

«Γρίβα μ’ σε θέλει ο Βασιλιάς…» αφιερωμένο στο αγοράκι που κάθεται στον καναπέ δίπλα από το τραπέζι των κοριτσιών. Με χαμογελάκι τραγουδάει και αυτό. Θέλει να σηκωθεί να χορέψει, αλλά δεν το κάνει, ίσως να ντρέπεται κιόλας.

«Στη βρύση την κρυόβρυση…»

«Μωρέ βρύση μου μαλαματένια…»

«Με κάλεσε μια αρχόντισσα…», εδώ πλέον κάτι κυρίες, που είχαν έρθει επίσκεψη για κάποιο κοριτσάκι, σηκώνονται και στήνουν χορό, όσο βέβαια τους επέτρεπε η ηλικία τους. Τα κοριτσάκια του ορφανοτροφείου δεν σηκώθηκαν ποτέ για χορό, μάλλον θα ντρεπόντουσαν και αυτά.

Χειροκροτήματα από όλες, και «πολύ ωραίο», λέει εκείνο το περίεργο κοριτσάκι.

Πάμε για το επόμενο τραγούδι μας, λέει η κυρία Βάνα.

«Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ…»

Ε, εδώ τα περισσότερα, τα γνωρίζουν τα λόγια.

Το κέφι άναψε, περισσότερα χειροκροτήματα τώρα, ασθενικά βέβαια, αλλά τι να περιμένει κανείς από τέτοια σκελετωμένα χεράκια. Και πάλι καλά.

Δίπλα μου κάθεται ένα κορίτσι, που όσο το κοιτάω από τα πλάγια, τόσο μου μοιάζει καταπληκτικά του ηθοποιού Τσαγανέα, κούτελο μεγάλο και πηγούνι που προεξέχει, μια γλυκιά φατσούλα με το κάτασπρο δέρμα του.

Και αυτή κάνει πως χειροκροτεί, ίσα-ίσα που κάνει την κίνηση του χειροκροτήματος.

«Παπαρούνα μου γλυκιά…»

Κάπου στο βάθος, πίσω από μια κολώνα, ακούω από ώρα να παίζει και ένα ντέφι.

Το κρατάει ένα κοριτσάκι όμορφο που κάθεται σε μια καρέκλα.

Του λέει συνέχεια η κυρία Ελένη να έρθει μπροστά, αλλά αυτό δεν μπορεί να περπατήσει εύκολα.

Κάποια στιγμή το βοηθά η κυρία Βάνα και έρχεται πιο κοντά στα άλλα. Περπατάει με ένα Π.

Ανάπηρο;

Κάπου χτύπησε;

Δεν ξέρω.

«Πήγα στον πέρα μαχαλά…»

«Λεμονάκι μυρωδάτο…»

Η κυρία Βιβή πιάνει τα χεράκια του αγοριού, αυτουνού που κάθεται στον καναπέ δίπλα τους, και το χορεύει καθιστό, εκεί όπως κάθεται.

Βαριέται να σηκωθεί να χορέψει;

Τόση ντροπή πια; να σηκωθεί να χορέψει!

Μια από τις επισκέπτριες πιάνει με δυνατή φωνή το «Μπάρμπα Γιάννη κανατά…».

Ωραίο τραγούδι, όλες το ξέρουν και το τραγουδάνε.

Κάποια στιγμή οι επισκέπτριες σηκώνονται να φύγουν, και αρχίζει κάποια που δεν κατάλαβα ποια ήταν, το «Επεράσαμ’ όμορφα, όμορφα, όμορφα, επεράσαμ’ όμορφα τούτη τη βραδιά…».

– Πάμε και το, «Έχε γεια Παναγιά, τα μιλήσαμε…», φωνάζει η κυρία Βάνα.

Το επόμενο τραγούδι το ξεκινάει αυτό το κοριτσάκι με το ντέφι. Αρχίζει να τραγουδάει το «Χατζηκυριάκειο», α, όλα κι’ όλα, δε μπορείς να πεις, αθάνατο τραγούδι, δεν της ξέφυγε ούτε μια λέξη.

«Εβράδιασε και σούρωσα…»

«Πέρα, στους πέρα κάμπους…»

Ε, νισάφι πια, πόσα τραγούδια να πεις σε μια ώρα.

Η τραπεζοκόμος ήρθε να πει στα κοριτσάκια ότι ήρθε η ώρα του φαγητού, να περάσουν στην τραπεζαρία.

Αποχαιρετηθήκαμε, κάποια κορίτσια φίλησαν τις δασκάλες τους, άλλα κούναγαν τα χεράκια τους χαιρετώντας.

Αυτό με τη φυσιογνωμία του Τσαγανέα μου έστελνε από μακριά φιλάκια.

Νάρθετε και την άλλη βδομάδα, μη μας ξεχάσετε, σας παρακαλούμε, μας κάνετε και ξεχνάμε τη κλεισούρα μας, δεν έρχεται κανείς να μας δει πια εμάς.

Θα σας περιμένουμε.

Έχουμε βγει στην κεντρική πύλη του κτιρίου, να πάμε και μεις στα σπίτια μας.

Γυρνάει και μου λέει η Ελένη, «ο ουρανός έχει μαζέψει τα κέρατά του, θα ρίξει και άλλη μπόρα».

Γυρνάω το κεφάλι μου ψηλά να δω, και αντί για τον ουρανό, πέφτει το μάτι μου στην ταμπέλα πάνω από την πόρτα.

Σκαλισμένα τα γράμματα σε μαρμάρινη πλάκα, διαβάζω…

«Γηροκομείο Καλλίπολης».

Τι φρικτό μου λάθος!

Τώρα κατάλαβα ότι η Ουρανία δεν θα αργήσει απλά να γυρίσει από το Νοσοκομείο και η Ευγενία, ναι μεν πήγε στο χωριό της, αλλά για πάντα. Δεν θα θελήσει, ούτε θα μπορέσει, να γυρίσει ποτέ πίσω σε αυτό το κτίριο που διαθέτει μόνο «κλεισούρα».

Τώρα συνειδητοποίησα, ότι το όμορφο αυτό κοριτσάκι με το ντέφι, δεν είχε πάθει κάποιο ατύχημα, Το Π ήταν το νέο της πόδι, τα άλλα δυο που είχε από γεννησιμιού της, της ήταν άχρηστα, δεν δούλευαν να την βαστήξουν όρθια.

Και το περίεργο εκείνο κορίτσι που έλεγε συνεχώς «πολύ ωραίο», φαντάζομαι, ότι στα νιάτα του το στόμα της θα έτρεχε ροδάνι, τώρα απλά τα ‘χει όλα χαμένα και τα βλέπει όλα «πολύ ωραία».

Το αγοράκι που καθόταν στον καναπέ των κοριτσιών, και χάρηκε με το «Γρίβα μ’ σε θέλει ο Βασιλιάς», κυρ-Αντώνης μου ‘παν πως λέγεται, χόρευε στα νιάτα του, αλλά τώρα ούτε να σταθεί όρθιος μπορεί.

Και τα αγοράκια που είδα ξαπλωμένα, κατάλαβα τώρα, ότι δεν τα είχε βάλει κανείς τιμωρία στο κρεβάτι τους, γεροντάκια κλινήρη για πάντα σε ένα κρεβάτι να κοιτάνε το ταβάνι ενός δωματίου και να περιμένουν τη λύτρωση.

Μη θέλοντας να πιστέψω ότι έκανα ένα τόσο φρικτό λάθος, κοιτώ καλύτερα γύρω μου στους τοίχους της εισόδου, ψάχνω να βρω τη σωστή επιγραφή, δε μπορεί να έπεσα τόσο έξω στις εκτιμήσεις μου, ήμουν σίγουρος ότι ήταν ορφανοτροφείο.

Πρέπει οπωσδήποτε να είναι Ορφανοτροφείο και όχι Γηροκομείο, γιατί μόνο τότε, και η Ουρανία και η Ευγενία θα γυρίσουν η μια από το Νοσοκομείο και η άλλη από το χωριό της.

Πόσες μέρες θα χρειαστεί ένα παιδί να αναρρώσει;

Και πόσες μέρες πια να κάτσει ένα παιδί στο χωριό του; θα βαρεθεί και θα γυρίσει στις φίλες της.

Δίπλα στο κουδούνι, έγραφε…

«Ώρες επισκεπτηρίου 6 – 8 μ.μ.»

Σβήστε την παιδιά αυτή την επιγραφή, δεν χρειάζεται σε κανέναν, κανείς δεν πρόκειται να τηρήσει το ωράριο, αλλά και κανείς δεν πρόκειται να το παραβεί.

Συνήθως κανείς δεν έρχεται.

Καληνύχτα κοριτσάκια.-

 


 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *