[η φωτογραφία προέρχεται από το http://pixabay.com και είναι ελεύθερη προς χρήση]
Home » Blog » Χρονογραφήματα »
δημοσιεύτηκε στο: http://www.e-alitheia.gr/pub/36285/elpida
γράφει ο «Λουκής»
Χρονογράφημα στα χρόνια της καραντίνας
Καραντίνα βλέπεις· είπα να βολτάρω super market να πάρω κάτι τις. Ξύπνησα πρωϊνιάτικα στις 6, στήθηκα από τις 7 έξω από το σούπερ μάρκετ. Η ελπίδα μου να μπουκάρω πρώτος. Με το που ανοίγει η πόρτα, τρέχω στο ράφι με τα αντισηπτικά. Οι άλλοι χίμηξαν στα τυριά. Με μια κίνηση ρίχνω στο καρότσι ότι μοιάζει με υγρό. Ποτέ δεν θα έπαιρνα δεκάδες γάλατα, εικοσάδες κομπόστες και πενηντάδες γιαούρτια, όπως κάνουν οι άλλοι κάφροι γύρω μου.
Στο καρότσι μου φιγουράρουν δέκα πακέτα χαρτιά υγείας των οκτώ τεμαχίων έκαστο, που μας κάνουν ένα συνολάκι 80 τεμαχίων -να ‘χουμε στοκ βρε αδελφέ- και ένα καφάσι αναψυκτικά. Αυτά μόνο, να μείνει και κάτι για τους άλλους. Α, και τα αντισηπτικά. Το υπουργείο λέει να πλένουμε καλά τα χέρια μας. Αυτό κάνω, ακολουθώ πιστά τις οδηγίες της πολιτείας, τίποτα το εξεζητημένο. Η ελπίδα μου μία! Να μη κολλήσω από αυτόν τον διάολο. Όχι… γάλατα δεν πήρα ούτε ένα. Ε, να πάρουν και οι υπόλοιποι βρε αδελφέ. Θα ‘παιρνα καμιά εικοσαριά κι από αυτά, αλλά κανένας στο σπίτι δεν το πίνει.
Πάντα υπάρχει ένας εξυπνάκιας
Ένας εξυπνάκιας, πίσω μου, την είπε την κοτσάνα του: «αφού δεν θα ‘χεις να φας, θα ‘χεις να χέζεις;»
Είπα να του απαντήσω δεόντως, αλλά οι καλοί μου τρόποι με απέτρεψαν· αυτό δικαιολογήθηκα της γυναίκας μου, που με συνόδευε. Μεταξύ μας, με απέτρεψαν τα μούσκουλα που διαθέτει. Θα μου άρεσαν και μένα μούσκουλα· προς το παρόν αρκούμαι στα κολόχαρτα.
Ατέλειωτη ουρά στο ταμείο. Μπροστά μου μια κυριούλα με μάσκα στο πρόσωπο. Μπράβο της! Προστατεύει τον εαυτό της, αλλά και εμάς από τυχόν σταγονίδια που θα της ξεφύγουν. Μα, στάσου… κάτι μου χτυπάει περίεργο πάνω της. Περίεργη μάσκα· «καινούργια παρτίδα θα ‘ναι», λέω της συζύγου μου, «ρε, για δες τι μάσκες φτιάχνουν οι Κινέζοι!» Μα, στάσου… μάσκα είναι αυτό; κάτι δεν μου κάθεται καλά. Προσέχω καλύτερα· γίνομαι ενοχλητικός θα έλεγα. Η σύζυγος με τραβάει από το μανίκι. Σκύβω, μου ψιθυρίζει: «δεν είναι μάσκα, σουτιέν είναι».
Ε, υποκλίνομαι στη φαντασία του Έλληνα. Η κυριούλα έκοψε ένα σουτιέν στα δύο και έφτιαξε δύο μάσκες. Δεν βαστιέμαι· αυτό λέγεται ανευθυνότης! «Μα κυρία μου, βάλατε το σουτιέν στο στόμα; δεν καταλαβαίνετε ότι αυτό δεν προστατεύει τους γύρω σας; δεν σκέφτεστε τους συνανθρώπους σας; αν βήξετε, αυτό δεν θα προφυλάξει εμένα από τα σταγονίδιά σας. Το στόμα σας δεν είναι βυζί, πώς τα μπερδέψατε έτσι! Λίγη υπευθυνότητα κυρία μου!»
«Ενώ εσύ με τα κολόχαρτα δείχνεις την υπευθυνότητά σου», ακούγεται πάλι η εριστική φωνή του μουσκουλάτου. Πάλι τον αγνόησα.
Ο Καραγκιόζης με τα αντισηπτικά
«Σήκωσες, ρε καραγκιόζη, όλα τα αντισηπτικά για να σωθείς εσύ. Μα, βρε βλάκα, ούτε εσύ θα σωθείς. Αν δεν αφήσεις και για μένα κανένα αντισηπτικό, θα μολυνθώ εγώ και μετά θα κολλήσω και σένα. Τόσο βλάκα σ’ έκανε η μάνα σου;»
Και μόνο που έπιασε στο στόμα του τη μαμά, θα έπρεπε να τον ξεσκίσω, αλλά κρατήθηκα. Σας εξήγησα γιατί δεν ορμάω· να μη τον επαναλαμβάνω και γίνομαι βαρετός.
Η σύζυγός μου, όμως, είχε άλλη γνώμη· τα πήρε στο κρανίο. «Τι πρόβλημα έχεις καλέ μου;» του λέει. «Σκάσαμε στο σπίτι τόσες μέρες. Αυτή είναι η μόνη διασκέδασή μας τώρα. Κοίτα τη δουλειά σου σε παρακαλώ». Γυρνάει πάλι μπροστά. «Ορίστε μας», μονολογεί με φανερή την οργή της. «Έχουν κλείσει τα πάντα. Πώς θα περάσει η ώρα μας; δε συμφωνείς κοπέλα μου;» λέει στη διπλανή της. Το είπε λίγο δυνατά να το ακούσει ο βλαμμένος με τα μπράτσα.
Πετάγεται και η εγκυκλοπαίδεια
«Ρε παιδιά», ακούγεται ένας σαραντάρης τύπος από τη διπλανή ουρά. «Κανείς δεν κολλάει τον άλλον. Δεν υπάρχει ούτε “κορονονός” ούτε “παντημία”. Όλα είναι ψέμα υπόγειων κέντρων, των βοθροκάναλων, της Κυβέρνησης και των “Σωνιστών” με αρχηγό τον Σημίτη».
Ακούγοντάς τον η ελπίδα μου φτερουγίζει. Είναι φανερό· οι συνέλληνες παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους, λένε τη γνώμη τους, παίρνουν θέση, δεν είναι αμέτοχοι της ζωής. Εντάξει, δεν καταλαβαίνω πλήρως τον ρόλο που παίζει ο Σημίτης με τους “Σωνιστές”, αλλά για να το λέει κάτι θα ξέρει. Θα το έχει διαβάσει στο φέϊσμπουκ.
Αρχίζει και το ψιλό γαζί
Ένας άλλος από πιο πίσω χώνεται στον σαραντάρη: «Κορονονός δεν υπάρχει, αλλά κορονονά; Και ούτε παντημία υπάρχει, αλλά μπορεί να υπάρχει μαλακία που κάνει και ρίμα». Ο σαραντάρης δεν αντιλαμβάνεται την ειρωνεία και συγκατανεύει με ένα ηλίθιο χαμόγελο. «Έχει δίκιο το παλικάρι», συνεχίζει ο είρωνας. «Ο Σημίτης και οι “Σωνιστές” αρχίζουν από το ίδιο γράμμα, άρα; Φανερό… ο Σημίτης είναι αρχηγός των “Σωνιστών”».
Ο σαραντάρης μάλλον έπιασε, επιτέλους, την ειρωνεία -αν και οι πίθηκοι δεν φημίζονται για τέτοιες ικανότητες- και λούφαξε. Οι άνθρωποι δεν έχουν βγει ολότελα ακόμα από τις σπηλιές.
Μια κοπελίτσα από την ουρά, τη δικιά μου, ξεστόμισε δυνατά τη σκέψη της: «Κανονικά, κάποιοι τύποι δεν πρέπει να ψηφίζουν. Δεν είναι πολίτες· αλογόμυγες στον κώλο της χώρας είναι. Και άλλα ψυχανώμαλα πιθηκοειδή -που γράφουν ότι ο κορονοϊός έρχεται από σκοτεινά μυστικά εργαστήρια- κανονικά θα έπρεπε να τους κόβουν το internet για πάντα, γιατί σε καιρό πολέμου παρασύρουν άλλους χαζούς να μην ακολουθούν τις οδηγίες των γιατρών.
Θα μας χώσουν στο τρελάδικο;
Κανονικά, θα έπρεπε να συλλαμβάνονται και αμέσως άσπρη ρόμπα ψυχιατρείου. Είναι καθήκον μας να νοσηλεύουμε κάποιους που μπήκαν από άλλο ζωικό βασίλειο λάθρα στο είδος του ανθρώπου. Μόνο έτσι θ’ ανθίσει και πάλι η ελπίδα».
Ο μουσκουλάτος φωνάζει του σαραντάρη: «Βάζω στοίχημα· στα παιδιά σου δεν κάνεις ούτε τα εμβόλια που πρέπει!»
«Φυσικά και δεν τα κάνω. Με τα εμβόλια, μας ελέγχουν!»
«Δεν ξέρω με ποιόν να συμφωνήσω, όλοι τους φαίνεται να έχουν δίκιο. Με μπερδέψανε όλοι τους, ρε γυναίκα» λέω ψιθυριστά της συζύγου.
«Άρα, και το εμβόλιο για τον κορονοϊό –όταν βρεθεί– να μην το κάνεις!», του λέει η κοπελίτσα.
Η μαυροφορεμένη γριούλα, των 60 και κάτι, δεν είχε μιλήσει μέχρι τώρα. Μόνο άκουγε. Τελικά το ξεφούρνισε. «Αυτά όλα τα είχε προβλέψει ο άγιος Λαυρέντιος. Τη ζωή την έδωσε ο Θεός, και θα την πάρει ο Θεός, όποτε θελήσει».
Ένας ψηλός τύπος παρατάει το καρότσι επί τόπου, βγαίνει από την ουρά και φεύγει προς την έξοδο λέγοντάς μας: «Επειδή ζω στο σπίτι με τον γέρο πατέρα μου και τη νεφροπαθή μάνα μου, φεύγω, δεν θα μου ξεκληρίσετε τους αγαπημένους μου κάτι ηλίθιοι σαν εσάς».
«Δεν υπάρχει ελπίδα μαντάμ!» που θα ‘λεγε και ο τραγουδοποιός Μουζουράκης.