Home » Blog » Ελληνικός Πολιτισμός »
γράφει η Σταυρούλα Καραμπάτου
κατηγορία:
Ελληνικός Πολιτισμός / Νεότερη περίοδος / Κοινωνική ζωή / Δημόσιος και Ιδιωτικός βίος
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Δύο αποσπάσματα κειμένων που αναφέρονται στην πόλη των Αθηνών και συγκεκριμένα, στην Ακρόπολη το πρώτο, από το έργο του Γ. Χαμηλάκη με τίτλο “Το έθνος και τα ερείπιά του”, και στα Αναφιώτικα το δεύτερο, από το έργο της Ρ. Καυταντζόγλου με τίτλο “Στη σκιά του Ιερού βράχου”, γίνονται η αφορμή της προσέγγισης της λόγιας και της λαϊκής αρχιτεκτονικής αντίστοιχα στις δύο ενότητες που απαρτίζουν την παρούσα εργασία.
Οι συζητήσεις γύρω από την επιλογή νέας πρωτεύουσας για το ελληνικό κράτος μετά το Ναύπλιο και τους λόγους που οδήγησαν στην ανάδειξη της Αθήνας ως την πιο κατάλληλη, η σημασία της Ακρόπολης και η ανάγκη της αποκάθαρσής της από τα κατάλοιπα της βαρβαρότητας είναι τα θέματα που θα αναπτυχθούν στην πρώτη ενότητα.
Στη δεύτερη θα γίνει αναφορά στον τρόπο αναβίωσης μιας κοινότητας Αναφιωτών στο αστικό περιβάλλον της νέας πρωτεύουσας, με τη δημιουργία του αυθαίρετου οικισμού τους στο Βράχο της Ακρόπολης, τις αντιδράσεις που προκάλεσε στον κύκλο των λογίων, και τέλος την ιεράρχηση του χώρου με βάση την αντίθεση μεταξύ μνημειακού-εθνικού και βιωμένου-τοπικού.
ΕΝΟΤΗΤΑ 1 – Η ανάδειξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους – Η συμβολική και πολιτική σημασία της Ακρόπολης
Τον Δεκέμβριο του 1834 η Αθήνα ορίστηκε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, η τρίτη κατά σειρά πρωτεύουσα μετά την Αίγινα και το Ναύπλιο. Το Ναύπλιο, που υπήρξε σπουδαία στρατιωτική έδρα κατά την πρώτη Τουρκοκρατία, πρωτεύουσα της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη Ενετοκρατία, αλλά και του Αγώνα, απελευθερώθηκε το Νοέμβριο του 1822.
Αφού προτάθηκε αρχικά –και μάλιστα πριν την παράδοσή του- από την Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος ως καθέδρα της, λόγω γεωγραφικής θέσης και θαλάσσιας πρόσβασης, θεσπίστηκε τον Μάρτιο του 1824 ως έδρα της ελληνικής κυβέρνησης, απόφαση που επικυρώθηκε ομόφωνα το Μάιο του 1827 στη συνεδρίαση της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης, κατά την οποία εκλέχθηκε Κυβερνήτης της Ελλάδας ο Ι. Καποδίστριας, ψηφίστηκε Σύνταγμα και διορίστηκε Αντικυβερνητική Επιτροπή, με θητεία ως την άφιξή του.
Από την ίδια Επιτροπή, που προετοίμαζε την έλευση του Κυβερνήτη στο Ναύπλιο, αποφασίστηκε με ψήφισμα τον Αύγουστο του ίδιου έτους, λόγω ταραχών στην πόλη από τον εμφύλιο που είχε ξεσπάσει, η προσωρινή μεταφορά της καθέδρας στην Αίγινα, όπου έφτασε και ορκίστηκε ο Καποδίστριας τον Ιανουάριο του 1828.
Το 1829 η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο, το οποίο αναμορφώθηκε από τον Κυβερνήτη, που φρόντισε αφενός μεν για τη βελτίωση της εικόνας του, κατάλοιπου της οθωμανικής κυριαρχίας, αφετέρου δε, μεριμνώντας για την πρόοδο των πολιτών, για τη δημιουργία κτιρίων ώστε να καλυφθούν οι εκπαιδευτικές κυρίως ανάγκες (π.χ. Δημοτικό Σχολείο κ.ά.). Η πολιτική βία που ακολούθησε την εκτέλεσή του το Σεπτέμβριο του 1831 οδήγησε την πόλη σε παρακμή.
Όταν τον Ιανουάριο του 1833 έφτασε ο Όθωνας, που είχε οριστεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις με τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1832 Βασιλεύς της Ελλάδος, μαζί με τους Αντιβασιλείς στο Ναύπλιο, βρέθηκαν μπροστά σε μια εικόνα εγκατάλειψης, μια πόλη γεμάτη ερειπωμένα σπίτια, κατεστραμμένους δρόμους, δημόσια κτίρια και έργα υποδομής.
Αποτέλεσμα της κατάστασης που είχε επικρατήσει ήταν η συζήτηση για τη μεταφορά της πρωτεύουσας και η αναζήτηση της κατάλληλης πόλης για τον σκοπό αυτό. Το θέμα, που απασχόλησε το πανελλήνιο, έληξε το Σεπτέμβριο του 1834 με την υπογραφή Βασιλικού Διατάγματος, σύμφωνα με το οποίο από την 1η του προσεχούς Δεκεμβρίου η Αθήνα θα ήταν η βασιλική καθέδρα και πρωτεύουσα του κράτους, όπου θα μεταφέρονταν και θα ξεκινούσαν τη λειτουργία τους από την ίδια μέρα όλες οι Αρχές και οι Υπηρεσίες.
Πολλές γνώμες και προτάσεις, περίπου δέκα, υπήρξαν για την ιδανική πόλη. Διεκδικήτριες, εκτός από την Αθήνα, ήταν η Τρίπολη, το Άργος, η Κόρινθος, ο Ισθμός, τα Μέγαρα, ο Πειραιάς, η Σύρος, καθώς επίσης και μια κινητή, που θα μεταφερόταν προοδευτικά, με την απελευθέρωση περιοχών και την επέκταση των συνόρων, από το Άργος στην Κωνσταντινούπολη και ενδιάμεσους σταθμούς την Κόρινθο, τα Μέγαρα, την Αθήνα, τη Λάρισα και τη Θεσσαλονίκη. Κάθε πρόταση συνοδευόταν από επιχειρήματα, που εστίαζαν στην κάλυψη υλικών συμφερόντων και πρακτικών αναγκών, όπως π.χ. ο Ισθμός, που θα μπορούσε, λόγω της θέσης του, να λειτουργήσει ως ενδιάμεσος σταθμός του διεθνούς εμπορίου.
Καταλυτικά στη λήψη της απόφασης έδρασε η υπέρ της Αθήνας άποψη της Αντιβασιλείας, αν και γνώριζε ότι ήταν κοστοβόρα λύση, λόγω των μεγάλων δαπανών που απαιτούνταν για την αγορά γης, με σκοπό την ανοικοδόμηση ανακτόρου και δημοσίων κτιρίων, τη δημιουργία δημοσίων χώρων και τις ανασκαφές, που ως ηθικό χρέος όφειλε να κάνει.
Όσον αφορά τη φυσιογνωμία της νέας πρωτεύουσας ήταν κατά την τουρκοκρατία η μεγαλύτερη πόλη της Στερεάς Ελλάδας, η τρίτη μετά την Τρίπολη και την Πάτρα και μία από τις δέκα σημαντικότερες της Νότιας Βαλκανικής, όπου είχαν αναπτυχθεί δραστηριότητες αστικού χαρακτήρα (σαπωνοποιία, βιοτεχνία μεταξωτών υφασμάτων, βυρσοδεψία). Η πολεοδομική της μορφή ήταν ανατολίτικη, με μικρούς δρόμους και κτίσματα και ανάμεσά τους αρχαία ερείπια και οθωμανικά κτίρια. Η εικόνα της τα τελευταία χρόνια πριν την απελευθέρωσή της δε διέφερε από αυτή του Ναυπλίου, γεμάτη ερείπια κτιρίων, που κάλυπταν ως και τις αρχαιότητες, χωρίς βλάστηση, σκοτεινή και ρυπαρή, αποτέλεσμα της πολύμηνης πολιορκίας της από τον Κιουταχή έως το Μάιο του 1827.
Οι παράγοντες που οδήγησαν στην επιλογή της Αθήνας ήταν η ανάγκη εξουδετέρωσης των τοπικισμών και η ουδετερότητα που προσέφερε και κυρίως η ιστορία της, ως μιας από τις σπουδαιότερες πόλεις του αρχαίου κόσμου και κέντρου του ελληνικού πολιτισμού, εξαιτίας της οποίας παραβλέφθηκαν από τους ελληνολάτρες Βαυαρούς και η πραγματική της εικόνα και οι δυσκολίες που συνεπαγόταν η ανάδειξή της ως πρωτεύουσα, όπως προειπώθηκε.
Η δόξα της είχε δημιουργήσει στην Ευρώπη, που υπό το πνεύμα του Διαφωτισμού τη θεωρούσε ως το λύχνο της δημοκρατίας και του πολιτισμού, μια φαντασίωση, η οποία είχε ενισχυθεί από τις εντυπώσεις των περιηγητών και τα κατάλοιπα της αρχαίας πόλης, την εποχή μάλιστα που εδραιώθηκε η αρχαιολογία ως επιστήμη. Η Αθήνα ήταν ταυτισμένη με τον δυτικό πολιτισμό, ως κοιτίδα του, και η Ακρόπολη, η ορατή μαρτυρία του Χρυσού Αιώνα, που υπενθύμιζε την ανωτερότητά της πόλης, ήταν το σύμβολό της.
Η Ακρόπολη ήταν ο κύριος στόχος προσανατολισμού του πρώτου πολεοδομικού σχεδίου της Αθήνας, που εκπονήθηκε το 1832 από τους αρχιτέκτονες Σ. Κλεάνθη και E. Schaubert, μαθητές του εκπροσώπου του νεοκλασικισμού Κ. F. Schinkel, στο πλαίσιο της αναγέννησής της, ενόψει της προβλεπόμενης απελευθέρωσής της και της πιθανότητας να μεταφερθεί εκεί η πρωτεύουσα.
Εκεί έγινε η τελετή παράδοσης της πόλης από τους Οθωμανούς το Μάρτιο του 1834, εκεί και η κορύφωση των τριήμερων εκδηλώσεων για την επίσημη έναρξη των εργασιών αναστήλωσης του Παρθενώνα και των λοιπών κτισμάτων της τον επόμενο Αύγουστο. Εκεί ακόμα-ακόμα προτάθηκε από τον Schinkel να γίνει η ανέγερση των Ανακτόρων.
Οι αρχιτέκτονες που έκαναν τον αρχικό σχεδιασμό της Αθήνας θέλησαν να συμβάλουν στην αναμόρφωσή της, ώστε να εναρμονιστεί με τα δυτικά πρότυπα και να απομακρυνθεί από τα ανατολίτικα. Ο τρόπος για την επίτευξη του στόχου τους ήταν η απαλοιφή κάθε στοιχείου που ήταν κατάλοιπο της οθωμανικής κυριαρχίας και η ανάδειξη των στοιχείων του αρχαιοελληνικού παρελθόντος. Η πρότασή τους δεν υλοποιήθηκε, λόγω των αντιδράσεων που προκάλεσε στους κατοίκους, εξαιτίας των μεγάλων εκτάσεων που έπρεπε να απαλλοτριωθούν.
Ο Leo von Klenze ήταν ο αρχιτέκτονας που κλήθηκε να τους αντικαταστήσει, ο οποίος ακολούθησε τη μέση λύση, της διατήρησης και του νεοκλασικού ύφους και μεγάλων τμημάτων της παλιάς πόλης. Δικής του έμπνευσης ήταν η αποκατάσταση του μεγαλείου της Ακρόπολης, όπως και ο λόγος που εκφωνήθηκε στον εορτασμό της έναρξης της αναστήλωσης, από όπου και το πρώτο παράθεμα-έναυσμα της παρούσας ενότητας.
Αναφερόμενος στις εργασίες, τις έκρινε απαραίτητες, για την προφύλαξη των μνημείων «…από περαιτέρω φθορά,…» και την εξάλειψη των λειψάνων της βαρβαρότητας, και στην Ακρόπολη, που χαρακτήρισε ένδοξη συνδέοντάς τη με τους επιφανέστερους Αθηναίους πολιτικούς και στρατηγούς της Κλασικής Εποχής, τη συνέστησε στον Όθωνα ως «…σύμβολο της περιφανούς βασιλείας…» του. Το κλασικό παρελθόν κλήθηκε, με όχημα την Ακρόπολη, να συνδέσει τον μονάρχη Όθωνα, που φρόντισε για την αναμόρφωσή της, με τον ηγέτη της δημοκρατίας Περικλή, που ανοικοδόμησε τον Παρθενώνα, και να τον νομιμοποιήσει.
Η πρόταση αναμόρφωσης περιελάμβανε: την αποστρατιωτικοποίηση της Ακρόπολης, με την αναχώρηση της Φρουράς που ήταν εγκατεστημένη εκεί, τον καθορισμό των προς απαλλοτρίωση περιοχών γύρω της, στις οποίες υπήρχαν αρχαιότητες που έπρεπε να διαφυλαχτούν, και τη μετατροπή της σε αρχαιολογικό μνημείο. Για τον σκοπό αυτό έπρεπε να αναστηλωθούν: ο Παρθενώνας, το Ερέχθειο και τα Προπύλαια, να αφαιρεθούν μεταγενέστερα κτίσματα και να δημιουργηθεί ένα μουσείο.
Υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου L. Ross και την τεχνική υποστήριξη των Κλεάνθη και Schaubert η Ακρόπολη αναμορφώθηκε και από το 1835 λειτούργησε ως αρχαιολογικός χώρος. Βάσει της διχοτομίας μεταξύ Ανατολής και Δύσης και της αντιστοίχισής τους με τη βαρβαρότητα και τον πολιτισμό κατεδαφίστηκαν οι οθωμανικές κατασκευές, ενώ διατηρήθηκαν κάποια δυτικά οικοδομήματα, όπως ο μεσαιωνικός πύργος των Προπυλαίων και ο ενετικός προμαχώνας τους.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανοικοδόμηση του ναού της Αθηνάς Νίκης, που έγινε μεταξύ 1835-1836, κατ΄ αρχήν ως γεγονός, γιατί τα αρχιτεκτονικά του μέλη αποκαλύφθηκαν όταν κατεδαφιζόταν ο ένας προμαχώνας των Προπυλαίων και ανασυναρμολογήθηκαν, και έπειτα για τις συμβολικές προεκτάσεις της ιστορίας και της φυσιογνωμίας του μνημείου. Ο ναός αναστηλώθηκε δυο φορές, μία μετά την ήττα των Περσών τον 5ο αι. π.Χ. και μία μετά την ήττα των Οθωμανών, εχθρών που και στις δύο περιπτώσεις προέρχονταν από τη Ανατολή.
Πρόκειται για ένα μικρό, αλλά σημαντικό και καλαίσθητο κλασικό μνημείο, που ανασυστάθηκε από τα ερείπια ενός οθωμανικού προμαχώνα, όπως ακριβώς αναγεννήθηκε το μικρό Ελληνικό Κράτος, με τη σπουδαία κληρονομιά, από την καταστροφή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
ΕΝΟΤΗΤΑ 2 – Αναφιώτικα. Η αναβίωση μιας λαϊκής κοινότητας στο αστικό περιβάλλον – Η ιεράρχηση του χώρου
Στη βορειοανατολική πλαγιά της Ακρόπολης άρχισε γύρω στα 1860 η οικοδόμηση ενός μικρού αυθαίρετου οικισμού εσωτερικών μεταναστών, από την Ανάφη. Οι πρώτοι Κυκλαδίτες μετανάστες, τεχνίτες της οικοδομής (κτίστες, μαρμαράδες κ.ά), αναζητώντας εργασία έφτασαν στην Αθήνα την δεκαετία του 1840, την εποχή που γίνονταν τα έργα ανοικοδόμησής της, στα οποία και εργάστηκαν.
Η αρχική εγκατάστασή τους έγινε στα όρια της πόλης, λόγω της χαμηλής τιμής της γης, κοντά στην οδό Ακαδημίας, όπου δημιουργήθηκε το Προάστιο, περιοχή που συμπίπτει με τα Εξάρχεια. Μετά το 1847, που το Προάστιο ενσωματώθηκε στην πόλη, ανέβηκε η αξία της γης, με αποτέλεσμα την αδυναμία περαιτέρω αγορών και την αναζήτηση νέου τόπου εγκατάστασης.
Όταν περί τα τέλη της οθωνικής βασιλείας δύο τεχνίτες από την Ανάφη, ο Γ. Δαμίγος και ο Μ. Σιγάλας, μέσα σε μία στην κυριολεξία νύχτα -λόγω της προστασίας από την κατεδάφιση που παρείχε ο νόμος σε οικοδομήματα που είχαν στέγη- έχτισαν παράνομα τις κατοικίες τους στην πλαγιά της Ακρόπολης, στην ουσία έθεσαν το θεμέλιο λίθο του αυθαίρετου οικισμού. Το παράδειγμα των πρώτων οικιστών ακολούθησαν και άλλοι Aναφιώτες μάστορες και έτσι δημιουργήθηκε ο οικισμός που, λόγω της καταγωγής των κατοίκων του, πήρε το όνομα Αναφιώτικα, μια κοινότητα με κοινή καταγωγή και κοινό επάγγελμα, η οποία διατήρησε την ομοιογένειά της για έναν ολόκληρο αιώνα.
Κατά παράδοση η περιοχή που εγκαταστάθηκαν οι Αναφιώτες ήταν για την Αθήνα περιθωριακός χώρος κατοίκησης και από τους παλαιότερους αυθαίρετης δόμησης, λόγω της ύπαρξης πολλών ανοιγμάτων στους βράχους, τα οποία με πρόχειρες κατασκευές διαμορφώνονταν σε σπίτια.
Εκεί διέμεναν κατά τον 5ο αι. π.Χ. οι φτωχότεροι κάτοικοι, κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο πληθυσμοί γειτονικών δήμων, κατά την Τουρκοκρατία εργάτες και δούλοι από την Αιθιοπία. Πιεσμένοι συνεπώς από ιστορικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους οι Αναφιώτες οδηγήθηκαν στον χώρο αυτό, τους φυσικούς καταναγκασμούς του οποίου μπόρεσαν σταδιακά να ελέγξουν με την εργασία τους, τις δεξιότητές τους και τη συνοχή της κοινότητάς τους.
Με βάση την αρχιτεκτονική που γνώριζαν, τη λειτουργική [μόνο και μόνο για την κάλυψη των υλικών αναγκών του ανθρώπου και όχι για γίνει έργο τέχνης, αφού ακόμα και η διακόσμηση συνδέεται με τη λειτουργικότητα. Φιλιππίδης, 1982: 14] των Κυκλάδων, που χαρακτηρίζεται από απλότητα και ομοιογένεια, έχτισαν μικρά φτωχικά σπιτάκια, με επίπεδες στέγες, ενωμένα μεταξύ τους προς εξοικονόμηση χώρου, που μαζί με τα στενά και ανηφορικά δρομάκια και τα σκαλιά, λόγω του επικλινούς εδάφους, καθώς και τα δυο εκκλησάκια της περιοχής –τον Άγιο Γεώργιο του Βράχου και τον Άγιο Συμεών-, που αναστηλώθηκαν και ενσωματώθηκαν στον οικισμό, δημιουργούν μια νησιώτικη εικόνα.
Παρά το γεγονός ότι η αρχιτεκτονική είναι μέρος του τοπίου και σχετίζεται άμεσα με τους φυσικούς παράγοντες (τοπογραφία και κλίμα) που συντελούν στη διαμόρφωση του χώρου, στην περίπτωση των Αναφιώτικων δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Οι μετανάστες κάτοικοί τους, αναδημιουργώντας τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του μακρινού και βιωμένου τόπου τους σε έναν καινούριο γεωγραφικό χώρο, καθώς και τις λειτουργίες της κοινότητάς τους, μέσω των οποίων εξασφαλίστηκε η συνοχή της, επαναδόμησαν στην ψυχή τους την αποδομημένη πραγματικότητα και δημιούργησαν μια φαντασιακή πραγματικότητα, έναν τόπο έξω από τον τόπο τους, μια ετεροτοπία, ένα είδος ουτοπίας δηλαδή που έχει γίνει πράξη, σύμφωνα με τον ορισμό που της έδωσε ο φιλόσοφος Μ. Foucault. Ο αποχωρισμός από την κοινότητα και η νοσταλγία για την πατρίδα έχτισαν την ετεροτοπία.
Αν και τα Αναφιώτικα προφανώς χτίστηκαν με την ανοχή των Αρχών, ιδίως κατά την εποχή της έξωσης του Όθωνα, δεν παύουν να καταλαμβάνουν χώρο της αρχαιολογικής ζώνης που περιβάλλει την Ακρόπολη, όπως αυτή ορίστηκε το 1834, σύμφωνα με τον πρώτο συστηματικό αρχαιολογικό νόμο, γεγονός που περί τα τέλη του αιώνα προκάλεσε τις πρώτες αντιδράσεις. Από «εθνικούς λογίους» της εποχής, εκτός του Παπαδιαμάντη και του Καρκαβίτσα, χαρακτηρίστηκαν ως αυθαίρετος οικισμός, ανεπιθύμητος στην πόλη, κατοικούμενος από καταπατητές.
Το παράδοξο, της μη αποδοχής του λαϊκού αυτού οικισμού δίπλα σε ένα μνημείο της αρχαιότητας, τον Παρθενώνα, την ίδια εποχή που οι λαογράφοι εργάζονταν πάνω στην απόδειξη της τρισχιλιετούς συνέχειας του ελληνισμού, αρχικά αποδόθηκε στην ύπαρξη ιστορικά και πολιτισμικά καθιερωμένων αξιών. Βάσει της διαδικασίας αξιολόγησης και ιεράρχησης των ιστορικών περιόδων, όπως παρατηρεί η ιστορικός Ε. Δέλτσου, η αρχαιότητα και τα μνημειακά της λείψανα υπερέχουν και καθορίζουν τους όρους πρόσληψης κάθε άλλης πολιτισμικής μορφής.
Εκτός από την ιεράρχηση του χρόνου στην περίπτωση των Αναφιώτικων υπεισέρχεται και ο παράγοντας της ιεράρχησης του χώρου. Οι ήδη ισχυρές απόψεις σχετικά με την οριοθέτηση του εθνικού χώρου ενισχύθηκαν επιπλέον όταν συνδέθηκαν με το ζήτημα της συγκρότησης της εθνικής πολιτισμικής ταυτότητας, με αποτέλεσμα την αποδοχή μεν του λαϊκού πολιτισμού χωρίς όμως να του παρέχεται η ελευθερία να εκφράζεται σε οποιονδήποτε χώρο.
Η διαφορετικότητα της κοινότητας των Αναφιωτών, που άντεξε στις αντίξοες συνθήκες διαβίωσης και τις ποικίλες οχλήσεις και διατήρησε την ομοιογένεια και τη συνοχή της, δημιούργησε ανησυχία, γιατί θεωρήθηκε ως απειλή της υφιστάμενης τάξης και της ομοιογένειας της κοινωνίας. Σύμφωνα με την ανθρωπολόγο M. Douglas, η πολιτισμική ταυτότητα προϋποθέτει όρια και απαιτεί τη διατήρηση των «πραγμάτων» στη θέση τους, για την καθαρότητα των κοινωνικών κατηγοριών, ενώ η παραβίαση των ορίων κινητοποιεί διαδικασίες επαναφοράς της τάξης.
Η επίγνωση των ορίων, ο σεβασμός των κανόνων, η τάξη, που αποτελούν τα χαρακτηριστικά μιας οργανωμένης διαδικασίας εγκατάστασης στο χώρο, στην περίπτωση των Αναφιωτών απουσίαζαν. Εκτός των προαναφερθέντων η περίπτωση του συγκεκριμένου οικισμού εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της αντιπαράθεσης μεταξύ μνημειακού και κοινωνικού.
Ο Παρθενώνας, το μνημείο της Κλασικής Εποχής που είχε προσελκύσει πολλούς δυτικούς περιηγητές κατά το 18ο και 19ο αιώνα, είχε γίνει καθολικό σύμβολο, συνδυάζοντας την αξία, του εκτός τόπου και χρόνου -παγκοσμίως και πάντα- και του εντός τόπου και χρόνου -στην Ελλάδα την κάθε χρονική στιγμή. Οι αντιφατικές έννοιες της παγκοσμιότητας και της εντοπιότητας προέρχονται εκ των άνω και εκ των κάτω αντίστοιχα. Τα εκ των άνω αντιπροσωπεύουν το κράτος, τα εκ των κάτω την κοινωνία, σύμφωνα με βασικό αξίωμα της κοινωνιολογίας. Η θεώρηση του Παρθενώνα ως μνημείου ανεξάρτητης αξίας ερμηνεύει τη στάση των επιστημόνων που συμμετείχαν στην αναμόρφωση της Ακρόπολης και την επιμονή τους να τηρηθούν οι αποστάσεις μεταξύ μνημείου και κοινωνίας, με την παρεμβολή μιας ελεγχόμενης ζώνης.
ΣΥΝΟΨΗ
Στην παρoύσα εργασία επιχειρήθηκε η προσέγγιση της λόγιας και της λαϊκής αρχιτεκτονικής στην Αθήνα ως πρωτεύουσα του Κράτους. Σε σχέση με τη λόγια αρχιτεκτονική συζητήθηκαν το ιστορικό της μεταφοράς της πρωτεύουσας, οι λόγοι της συγκεκριμένης επιλογής και η σημασία της Ακρόπολης, πολιτική και συμβολική, καθώς και οι λόγοι περί καθαρότητας και η διαδικασία της αποκάθαρσής της.
Σε σχέση με τη λαϊκή αρχιτεκτονική έγινε αναφoρά στους τρόπους που ακολούθησαν οι Αναφιώτες μάστορες για να θεμελιώσουν τον οικισμό τους και να αναβιώσουν μια κοινότητα συμπατριωτών στο Βράχο της Ακρόπολης και στους λόγους για τους οποίους προκάλεσε αντιδράσεις αυτή η εγκατάσταση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δρούλια ΄Ελλη, «Από το Ναύπλιο στην Αθήνα: Η μεταφορά της πρωτεύουσας», στο: Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIII, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταστη», Ναύπλιο 2013: 227-240.
Καλλιβρετάκης Λεωνίδας, «Η Αθήνα τον 19ο αιώνα: Από επαρχιακή πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πρωτεύουσα του Ελληνικού Βασιλείου», στο: Αρχαιολογία της πόλης των Αθηνών (ηλεκτρονική έκδοση), διαθέσιμο στο: http://www.eie.gr/archaeologia/gr/chapter_more_9.aspx.
Καυταντζόγλου Ρωξάνη, Στη σκιά του Ιερού βράχου. Τόπος και μνήμη στα Αναφιώτικα, εκδ. Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών – Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2010: 61-116.
Σπαθάρη-Μπεγλίτη Ελένη, «Οικισμοί, χωριά, πόλεις: μορφές κοινωνικής οργάνωσης – ο συνεκτικός ρόλος της κοινότητας» (ενότ. 9.2 και 9.3), στο: Γ. Αικατερινίδης, Ε. Αλεξάκης, Μ. Ε. Γιατράκου, Γ. Θανόπουλος, Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη, Δ. Τζάκης, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, Τόμος Α΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002: 264-279.
Σπαθάρη-Μπεγλίτη Ελένη, «Αρχιτεκτονική» (ενότ. 3.1, 3.10 και 3.11), στο: Α. Ι. Γουήλ-Μπαδιεριτάκη, Ε. Ολυμπίτου, Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη, , Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, Τόμος Β΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002: 111-114, 144-151.
Τσιώμης Γιάννης, «Η γέννηση μιας νεοκλασικής πόλης», συνέντευξη στο Γιώργο Αρχιμανδρίτη, Εφημερίδα Η Καθημερινή, 16.01.2018, διαθέσιμο στο: http://www.kathimerini.gr/943609/gallery/periodiko-k/reportaz/h-gennhsh-mias-neoklasikhs-polhs.
Φιλιππίδης Δημήτρης, «Ιστορική Αναδρομή», στο: Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Τόμος 1, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1982: 3-18. [Παράλληλα κείμενα για τη Θ.Ε. ΕΛΠ 41: (βλ. Ψηφιακός Αναγνώστης)].
Χαμηλάκης Γιάννης, Το έθνος και τα ερείπιά του. Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2012: 83-150.
Βιογραφικό της συγγραφέως
H Σταυρούλα Καραμπάτου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα.
Είναι πτυχιούχος του τμήματος Ελληνικού Πολιτισμού της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, με βαθμό Λίαν Καλώς.
Περαιτέρω το ενδιαφέρον της στράφηκε στην Ελληνική Παλαιογραφία, την ανάγνωση και μελέτη των χειρόγραφων κωδίκων. Παρακολούθησε μαθήματα, μετέχοντας στο Φροντιστήριο Ιστορικών Επιστημών του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, κατά το ακαδημαϊκό έτος 2009-2010. Για το ίδιο γνωστικό αντικείμενο παρακολούθησε επίσης τα Μαθήματα και των τριών ετών του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2011-2013. Πέραν της Ελληνικής Παλαιογραφίας παρακολούθησε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, στο ίδιο Ινστιτούτο, τα μαθήματα της Επιγραφικής και της Κωδικολογίας κατά το ακαδημαϊκό έτος 2009-2010, της Βυζαντινής Σφραγιστικής και της Εραλδικής κατά το ακαδημαϊκό έτος 2010-2011. Eπίσης στο πλαίσιο των Μορφωτικών του Εκδηλώσεων το Μάρτιο του 2010, τον Κύκλο Ομιλιών με γενικό τίτλο «Άνθρωπος και Περιβάλλον στο Βυζάντιο». Στο πλαίσιο του Προγράμματος Συμπληρωματικής εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών παρακολούθησε το Φθινόπωρο του 2021 το Επιμορφωτικό Πρόγραμμα «Οι Γυναίκες στην Επανάσταση του 1821 μέσα από τη Λογοτεχνία».
Τα προσωπικά της ενδιαφέροντα είναι ο ελληνικός παραδοσιακός χορός και το νεοελληνικό θέατρο.