Home » Blog » Ελληνικός Πολιτισμός »
γράφει η Σταυρούλα Καραμπάτου
Κατηγορία:
Ελληνικός Πολιτισμός / Αρχαιότητα / Τέχνες / Θέατρο
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Μήδεια, ένα από τα γνωστότερα σήμερα έργα του νεότερου από τους τρεις μεγάλους τραγικούς ποιητές της κλασικής εποχής, Ευριπίδη, είναι το πρώτο δράμα μιας τετραλογίας, που διδάχτηκε στους δραματικούς αγώνες του 431 π.Χ. και κέρδισε την τρίτη θέση. Η τετραλογία συμπληρώνεται με τις τραγωδίες Φιλοκτήτης και Δίκτυς και το σατυρικό δράμα Θερισταί.
Η υπόθεση του έργου (όπως και της πλειονότητας των αττικών τραγωδιών) σχετίζεται με ένα θέμα μυθολογικό. Αναφέρεται στην ιστορία της πριγκίπισσας της Κολχίδας, Μήδειας, και του αρχηγού της Αργοναυτικής εκστρατείας, Ιάσονα, τον οποίο νυμφεύθηκε, και συγκεκριμένα σε μια πτυχή, μια λεπτομέρεια του αρχαίου μύθου, γνωστή στους θεατές, την άγρια εκδίκηση της ηρωίδας απέναντι στον σύζυγό της, λόγω της απιστίας του. Η απόφαση του Ιάσονα να εγκαταλείψει τη Μήδεια για χάρη της Γλαύκης, κόρης του βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα, εξωθεί την ηρωίδα στον φόνο όχι μόνο της πριγκίπισσας και του πατέρα της, αλλά και των ίδιων των παιδιών της. Πρόκειται για μια ιστορία εκδίκησης στην οποία εντοπίζονται ορισμένα στερεότυπα μοτίβα του είδους και συγκεκριμένα «…η αδικία, η υπερνίκηση των εμποδίων, η απάτη, ο φόνος και η χαρά της επιτυχίας·…».
Αναλυτικότερα, η αδικία συνίσταται αφενός μεν στην προδοσία της ηρωίδας από τον σύζυγό της, τον οποίο είχε βοηθήσει να αποκτήσει το χρυσόμαλλο δέρας, να επιστρέψει στην Ελλάδα και να εκδικηθεί τον θείο του, Πελία, αφετέρου δε στην απόφαση του Κρέοντα να την εξορίσει. Τα εξωτερικά εμπόδια που συναντά, και είναι: η έλλειψη συμμάχων, η εξορία, ο κίνδυνος να συλληφθεί και ο τρόπος να φτάσουν τα φονικά μέσα στη Γλαύκη, τα ξεπερνά με την εξαπάτηση των γυναικών του χορού, του Κρέοντα, του Αιγέα και του Ιάσονα αντιστοίχως, ενώ το μεγάλο εσωτερικό της εμπόδιο, τα μητρικά της αισθήματα απέναντι στην επιθυμία της, το αντιμετωπίζει με τον ιδιαίτερο ψυχισμό της. Σε μια τέτοιου είδους υπόθεση «…η δύναμη…βρίσκεται μάλλον στους χαρακτήρες παρά στις πράξεις τους….».
Ο χαρακτήρας της Μήδειας στην ομώνυμη τραγωδία αποτελεί το θέμα αυτής της εργασίας. Η σκιαγράφησή του θα βασιστεί στα λεγόμενά της σε τέσσερις από τις ρήσεις της. Ο όρος αποδίδεται σε μακροσκελείς λόγους (σε τρίμετρα κυρίως) που διαθέτουν τη δική τους ρητορική δομή, είναι αξιοσημείωτοι από δραματική άποψη και χρησιμοποιούνται ποικιλοτρόπως: ως θρήνος ή αποχαιρετισμός, για την ανασκόπηση της ζωής και την κριτική των συνθηκών της, για τη δικαιολόγηση πράξεων και την παρουσίαση επιχειρημάτων, για την αποκάλυψη αξιών και χαρακτήρων.
Η εργασία θα αναπτυχθεί σε τέσσερις ενότητες, ισάριθμες των προς εξέταση ρήσεων, που αντιστοιχούν στους στίχους: 214-266 η πρώτη, 364-409 η δεύτερη, 764-810 η τρίτη και 1019-1080 η τέταρτη. Οι τρεις πρώτες ρήσεις χαρακτηρίζονται ως μείζονες ενώ η τέταρτη είναι ο περίφημος μονόλογός της.
EΝΟΤΗΤΑ 1 – Η δεινότητα της θέσης της Μήδειας και ο συσχετισμός της με την υποδεέστερη κοινωνική θέση της γυναίκας
Με την πρώτη μείζονα ρήση της Μήδειας αρχίζει το πρώτο επεισόδιο. Στα δύο προηγούμενα μέρη της τραγωδίας (τον πρόλογο και την πάροδο) απογοητευμένη και απαρηγόρητη η αναίτια αδικημένη, εγκαταλελειμμένη, ατιμασμένη και προσβεβλημένη από τον σύζυγό της ηρωίδα εκφράζει (με αναπαίστους) τον πόνο και τη δυστυχία της, θρηνώντας μέσα στο σπίτι της και δίνοντας κατάρες, που προκαλούν ανησυχία και φόβο στην τροφό, στον παιδαγωγό και στον χορό. Με την προτροπή των γυναικών του χορού, που θέλουν να κατευνάσουν την οργή της, η τροφός την καλεί να τις συναντήσει.
Μετά τη συναισθηματική αυτή έξαρση η Μήδεια εμφανίζεται μπροστά τους συγκρατημένη και υποδηλώνοντας τον σεβασμό της, με την προσαγόρευση Γυναίκες Κορίνθιες, αρχίζει την εκφώνηση του μακροσκελή μονολόγου της. Με ψυχραιμία και λογική συνοχή διατυπώνει ορισμένες γενικές κρίσεις, οι οποίες δείχνουν τη δύναμη της κοινωνικής ζωής {Ο Ευριπίδης συνήθιζε μέσα από τα έργα του να κάνει κοινωνική κριτική της εποχής. Lesky A., Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μτφ Α. Γ. Τσοπανάκης, εκδ. Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη}, που μπορεί ακόμα και να αδικήσει κάποιον («…κακό απόκτησαν όνομα…»), πόσο μάλλον έναν ξένο, που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση έναντι των αστών. Με την αναφορά της στο «…χρέος του ξένου…με την πόλη εντελώς να συντάσσεται….» αρχίζει την ανάπτυξη της δικής της θέσης ως ξένης, μη Κορίνθιας, την οποία είχε προετοιμάσει με την προσφώνηση του χορού, ενώ με μετριοπάθεια διαχωρίζει τον εαυτό της από εκείνους που πικραίνουν τους συνανθρώπους τους. Όχι μόνο πικραμένη η ίδια, αλλά και απατημένη και προδομένη από τον κάκιστο των ανδρών σύζυγό της, με κατεστραμμένη τη ζωή της, εκφράζει την άρνησή της γι΄ αυτήν («…κατθανείν χρήζω,…»).
Τη δύσκολη θέση της την υπάγει στην αδικημένη και υποδεέστερη θέση της γυναίκας στην κοινωνία και στην άνιση σχέση μεταξύ των συζύγων. Περιγράφοντας το καθεστώς του γάμου, αφού προηγουμένως έχει ταυτίσει τον εαυτό της με τις γυναίκες του χορού («…γυναίκές εσμεν…»), εστιάζει στο πλήθος των υποχρεώσεων της γυναίκας, οι οποίες «…τονίζονται γλωσσικά με τη χρήση των απρόσωπων ρημάτων δει, οίον τ΄ (εστι), χρεών (εστι), ανάγκη (εστί)….». Αποκορύφωμα της αδικίας θεωρεί την άποψη των ανδρών, ότι πολεμώντας διακινδυνεύουν τη ζωή τους, ενώ εκείνες ζουν στην ασφάλεια του σπιτιού, που αντικρούει με ευφυΐα, συγκρίνοντας τη μάχη με τη γέννα, με την οποία μια γυναίκα αφενός εκπληρώνει το χρέος της απέναντι στη φύση, αλλά και απέναντι στην πόλη, αφού αυτή γεννά τους πολίτες, αφετέρου θέτει τη ζωή της σε κίνδυνο.
Στο σημείο αυτό είναι άξια αναφοράς η προβολή από τον Ευριπίδη της γυναικείας προσφοράς στην πόλη και η ταυτόχρονη αμφισβήτηση της ανδρικής, που ανατρέπει το χαρακτηρισμό του μισογύνη, τον οποίο του απέδιδαν. Η χρήση λέξεων της στρατιωτικής ορολογίας (πολεμούν, μάχη, ασπίδα), που παραπέμπει σε ανδρικές αξίες, προβάλλει τον ανδρικό κώδικα τιμής, τον οποίο προτάσσει η Μήδεια για να εκδικηθεί. Η υιοθέτησή του οφείλεται στη σχέση ισότητας που έχει με τον Ιάσονα, δεδομένου ότι: στάθηκε δίπλα του ισάξια ως ηρωικός συνεργάτης στα δεινά του, ο γάμος τους ήταν απόφαση των δυο τους και όχι αποτέλεσμα συναλλαγής πεθερού-γαμπρού και έδωσαν τα χέρια ανταλλάσσοντας όρκους όπως αρμόζει σε ανθρώπους που είναι ίσοι μεταξύ τους.
Στο τελευταίο τμήμα της ρήσης η Μήδεια απαριθμεί τα μειονεκτήματα που θα έχει ως ξένη, ταπεινωμένη και απομονωμένη, με ρητορική δεινότητα (χρήση ασύνδετων σχημάτων -στ. 253-256-, επανάληψη λέξεων για τη δημιουργία έντασης –ούτε -, χρήση κατάλληλων λέξεων –έρημος-), που καλύπτει τις όποιες ανακρίβειές της {δεν έφυγε από την πατρίδα της ως λάφυρο (στ. 256), αλλά με τη θέλησή της, και δεν έχει αδελφό (στ. 257), γιατί η ίδια τον σκότωσε}. Στόχος της είναι να επηρεάσει και να προσεταιριστεί τις γυναίκες του χορού, ώστε να γίνουν σιωπηλοί της συνένοχοι στην περίπτωση που θα βρει τρόπο να εκδικηθεί τον Ιάσονα. Στο σημείο αυτό εκτός από ευφυής φαίνεται ότι είναι και μεθοδική, δεδομένου ότι, όπως αποδεικνύεται, προετοίμαζε το έδαφος για την επίτευξη αυτού του σκοπού, με την ένδειξη σεβασμού στα πρόσωπά τους αρχικά και την προσπάθειά της να κερδίσει τη συμπάθειά τους στη συνέχεια, όταν ταύτισε τη μοίρα της με τη δική τους. Η διατύπωση μιας γενικής άποψης, που υποστηρίζει ότι μια αδύναμη γυναίκα αν απατηθεί από το σύζυγό της μπορεί να γίνει το πιο αιμοβόρο πνεύμα, λειτουργεί ως δικαιολογία από την ευρηματική Μήδεια τόσο για τον χορό, όσο και για τον ίδιο της τον εαυτό, σχετικά μ΄ αυτό που πρόκειται να διαπράξει. Η συναίνεση του χορού αποδεικνύει την ικανότητά της να πείθει με το λόγο.
Ο τρόπος με τον οποίο σκέφτεται και ενεργεί η ηρωίδα σ΄ αυτήν την πρώτη ρήση αποκαλύπτει μια άλλη πτυχή του χαρακτήρα της, ότι είναι δηλαδή άτομο με αυτοέλεγχο, του οποίου η λογική υπερισχύει των συναισθημάτων του προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του. Αυτό το χαρακτηριστικό της τη βοηθά να αντιμετωπίσει την ψυχική της διαταραχή, και να μη διστάσει, στη διαλογική σκηνή που θα ακολουθήσει, να ταπεινωθεί μπροστά στον Κρέοντα και να τον ικετεύσει, ώστε να εξασφαλίσει την αναβολή της εξόρισής της για μια μέρα, προφασιζόμενη λόγους προετοιμασίας. Με υποκριτική δεινότητα η δόλια Μήδεια καταφέρνει να τον εξαπατήσει και να τον πείσει, κερδίζοντας το χρόνο που χρειάζεται για να πάρει την εκδίκησή της.
EΝΟΤΗΤΑ 2 – Η προετοιμασία του εκδικητικού σχεδίου της Μήδειας
Με μία ρήση της Μήδειας, τη δεύτερη μείζονα, ολοκληρώνεται το πρώτο επεισόδιο. Αναμφισβήτητα δυστυχισμένη («…Ποιος το αρνιέται;…») απ΄ το κακό που την έχει κυκλώσει, αλλά διαθέτοντας ψυχικό σθένος («…μη πιστέψετε πως έτσι αυτά θα τελειώσουν….»), θίγει, απευθυνόμενη στον χορό, το θέμα της εκδίκησης με την αναφορά της σε αγώνες και πόνους για νιόνυμφους και πεθερούς, αποκαλύπτει πως εξαπάτησε τον βασιλιά και δηλώνει με σαφήνεια το σχέδιό της, τη δολοφονία του Κρέοντα, της Γλαύκης και του Ιάσονα. Ενώ αναζητά τον τρόπο εξόντωσής τους ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την ασφάλειά της, ώστε να αποφευχθεί η επ΄ αυτοφόρω σύλληψή της, που θα επιφέρει τη γελοιοποίηση και τον διασυρμό της από τους εχθρούς της. Διατυπώνοντας αυτή τη θέση, που αφορά τη διασφάλιση της τιμής της, επανέρχεται στον ανδρικό κώδικα τιμής, τον οποίο έχει ενστερνιστεί όπως αναλύθηκε στην προηγούμενη ενότητα. Ο συλλογισμός της όσον αφορά τον θανάσιμο δρόμο την οδηγεί στη λύση του δηλητήριου, στο οποίο, όπως αναφέρει, γεννήθηκε πιο επιτήδεια. Μια σημαντική πτυχή της προσωπικότητας της Μήδειας είναι ότι ήταν μάγισσα, ανιψιά μάλιστα των διάσημων μαγισσών Κίρκης και Εκάτης, κόρη του αδελφού τους.
Βάσει του μύθου της με τις μαγικές της δυνάμεις κατάφερε να βοηθήσει τον Ιάσονα να πάρει το χρυσόμαλλο δέρας και να πετύχει τη θανάτωση του Πελία. Ξένη και ανυπεράσπιστη καθώς είναι προβληματίζεται στη συνέχεια για την εξεύρεση ασφαλούς καταφύγιου, που θα τη δεχτεί μετά τη φονική της πράξη, και δηλώνει με τόλμη και αποφασιστικότητα ότι ακόμα κι αν δεν το εξασφαλίσει θα συνεχίσει ακάθεκτη το δρόμο της εκδίκησης σε ανταπόδοση της αδικίας που έγινε εις βάρος της. Το πάθος της για εκδίκηση δηλώνεται με την ένταση που δημιουργεί η επανάληψη μιας λέξης, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για το επίθετο πικρός που προσδιορίζει τους γάμους, τους πεθερούς και την εξορία της, καθώς και με τον όρκο που δίνει. Λόγω της βαρβαρικής της καταγωγής επικαλείται μια θεά του πανθέου της πατρίδας της, την Εκάτη, προστάτιδα της οικογενειακής εστίας, αντίστοιχη της θεάς Εστίας των Ελλήνων, με την οποία υποδηλώνεται πως έχει οικειότητα («…τη συνεργό μου Εκάτη…»), που ερμηνεύεται από την προαναφερθείσα μεταξύ τους συγγένεια.
Στο τελευταίο τμήμα της ρήσης απευθυνόμενη η Μήδεια στον ίδιο της τον εαυτό («…Εμπρός Μήδεια!…») τον παροτρύνει να εφαρμόσει τη σκέψη και την τέχνη της («…βουλεύουσα και τεχνωμένη·…») χωρίς οίκτο, για να σκορπίσει το κακό. Όσον αφορά την τέχνη υπονοεί τη μαγεία, ενώ η αναφορά στη σκέψη της παραπέμπει στην προέλευση του ονόματός της από το ρήμα μήδομαι, που σημαίνει σκέφτομαι, επινοώ, σχεδιάζω, μηχανεύομαι, κ.ά. Για να πείσει τον εαυτό της επανέρχεται στο θέμα της αποφυγής του χλευασμού από τους αντιπάλους και στη λαμπρή καταγωγή της από τον Ήλιο, ο οποίος ήταν παππούς της. Στο σημείο αυτό δημιουργεί αντίθεση μεταξύ του εαυτού της, με την επαινετική αναφορά στη γενιά της, και των Κορινθίων και της Γλαύκης κατ΄ επέκταση, με τη χρήση του υποτιμητικού συνωνύμου τους, σπορά του Σισύφου, διότι ο Σίσυφος, βασιλιάς των Κορινθίων, ήταν διάσημος για απάτες και ψευδορκίες.
Κλείνοντας τον μονόλογό της μιλά για τη γυναίκεια φύση, την οποία προσθέτει στα μέσα εκδίκησης. Η άποψη στηρίζεται στη γενικότερη αντίληψη της ανδροκρατούμενης κοινωνίας, την οποία εκφράζει με πικρία, που θέλει τις γυναίκες «…στα σπουδαία πολύ ακατάλληλες…», πλην όμως σοφώτατες σε δόλιες πράξεις. Μέσα απ΄ τα λόγια αυτά επανέρχεται στον ανταγωνισμό των δύο φύλων και στην υποδεέστερη θέση της γυναίκας. Το γεγονός ότι η Μήδεια απευθύνεται στον εαυτό της δείχνει την ικανότητά της να αποστασιοποιείται και να αντιμετωπίζει μια κατάσταση ως παρατηρητής, που στην προκειμένη περίπτωση ενισχύει την αποφασιστικότητά της.
Σ΄ έναν αγώνα λόγων {Δύο λόγοι, ο καθένας από τους οποίους ακολουθείται από ένα δίστιχο που απαγγέλλεται από τον κορυφαίο του χορού}, που ακολουθεί και με τον οποίον καλύπτεται το δεύτερο επεισόδιο, η ηρωίδα μέμφεται τον σύζυγό της για την προδοτική αχαριστία του, παραβάλλοντάς τον με κίβδηλο μάλαμα, κι εκείνος της αντιτάσσει το όφελος που αποκόμισε από τον ερχομό της στην Ελλάδα, εστιάζοντας στη διαβίωσή της «…όχι σε βάρβαρη χώρα.…», αλλά σε κοινωνία δικαίου, καθώς και στη δόξα που απέκτησε. Η αντιπαράθεσή τους φωτίζει τους χαρακτήρες τους και ενισχύει την εντύπωση, που έχει ήδη δημιουργηθεί, ότι το άδικο είναι με την πλευρά του Ιάσονα.
ΕΝΟΤΗΤΑ 3 – Η αποκάλυψη του πλήρους σχεδίου της Μήδειας
Τη συνάντηση της Μήδειας με τον Ιάσονα ακολουθεί μια άλλη, απρόσμενη αυτή τη φορά, με τον βασιλιά της Αθήνας Αιγέα, στον οποίο, αφού περιγράφει τα δεινά της, υπόσχεται βοήθεια με τα μαγικά της φίλτρα προκειμένου να αποκτήσει διάδοχο. Με τη σειρά του ο Αιγέας τη βοηθά να ξεπεράσει ακόμα ένα εμπόδιο, εξασφαλίζοντάς της φιλοξενία στην πόλη του, και της ανοίγει το δρόμο για την εκτέλεση των πραγματικών της σχεδίων, τα οποία ανακοινώνει στον χορό στη μείζονα ρήση της στο τέλος του τρίτου επεισοδίου.
Με το επιφώνημα Ω! αρχίζει τον λόγο της η ηρωίδα απευθυνόμενη στον Δία και στη Δίκη, τους θεούς-προστάτες του δικαίου και τιμωρούς αυτών που αδικούν, τους οποίους θεωρεί αλληλεγγύους της, καθώς και στο φως του ΄Ηλιου {προοικονομία της φυγής της πάνω στο άρμα του}. Το επιφώνημα δηλώνει τον ενθουσιασμό της, γιατί είναι σίγουρη ότι πορεύεται «…στον ωραίο δρόμο της νίκης…», τυχερή που εμφανίστηκε ο Αιγέας, τον οποίο παρομοιάζει με λιμάνι της σκέψης της, και αισιόδοξη ότι με τη βοήθειά του θα μπορέσει να τιμωρήσει τους εχθρούς της.
Η ένταση που της δημιουργεί η επιθυμία αυτή υποδηλώνεται με την επανάληψη λέξης (εχθρός) σε συνεχόμενους στίχους. Στη συνέχεια, η Μήδεια, εκθέτοντας το σχέδιό της στον χορό καταλεπτώς, αποκαλύπτει ότι θα συναντήσει τον Ιάσονα, θα προσποιηθεί ότι υποτάσσεται στη θέλησή του, με σκοπό να επιτύχει την παραμονή των παιδιών της στην Κόρινθο, ώστε να τα χρησιμοποιήσει ως μέσο για να φτάσουν στη Γλαύκη τα φαρμακωμένα δώρα, το πέπλο και η κορώνα, που θα φέρουν τον θάνατο στην ίδια και σε όποιον άλλο την αγγίξει.
Το ως εδώ σχέδιό της δείχνει ότι είναι ευφυής, ευρηματική, μεθοδική και πανούργα, η αναπάντεχη όμως κατάληξή του, η απόφασή της να σφάξει τα ίδια της τα παιδιά, που ενισχύθηκε με την επιθυμία της να αφήσει τον Ιάσονα χωρίς διαδόχους βλέποντας την απελπισία του Αιγέα λόγω της ατεκνίας του {επειδή ένας άτεκνος βασιλιάς ήταν καταδικασμένος να εκθρονιστεί, να ατιμασθεί και να στερηθεί τη μεταθανάτια λατρεία του}, δημιουργεί ερωτηματικά σχετικά με την ψυχοσύνθεσή της. Φανερά ταραγμένη, όπως υποδηλώνουν οι σύντομες προτάσεις της, θρηνεί εκ των προτέρων. Αν και έχει επίγνωση της πράξης που ετοιμάζεται να κάνει και από την ηθική της πλευρά, αφού τη χαρακτηρίζει ως έργο ανοσιώτατο, το πάθος της για εκδίκηση, η οποία θα την προστατέψει από τη γελοιοποίηση, είναι τέτοιο, ώστε δεν της αφήνει κανένα περιθώριο υπαναχώρησης («…΄Ετσι να γίνει….»).
Απελπισμένη αναρωτιέται το λόγο για τον οποίο θα πρέπει να ζει ενώ είναι χωρίς πατρίδα, σπίτι και καταφύγιο στις συμφορές της και αναγνωρίζει το λάθος που έκανε όταν άφηνε τον πάτριο οίκο και εμπιστευόταν τα λόγια του Έλληνα. Η Μήδεια χρησιμοποιεί τη λέξη Έλληνας αντί του ονόματος του Ιάσονα, για να γίνει υποτιμητική και περιφρονητική απέναντί του, βάσει της καθιερωμένης ιδέας «…σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες χαρακτηρίζονταν ως πονηροί και αναξιόπιστοι….».
Δραματουργικά, η διατύπωση μιας τέτοιας ιδέας στα πλαίσια μιας θεατρικής παράστασης, που ανέτρεπε την αντίληψη σχετικά με την ανωτερότητα των Ελλήνων, επιτρεπόταν να γίνει μόνο από κάποιον βάρβαρο.
Στη συνέχεια, επαναλαμβάνει τον τρόπο της εκδίκησής της, τη δολοφονία των παιδιών της και της πριγκίπισσας, και αυτοχαρακτηριζόμενη ως περήφανη, σκληρή και δυνατή, με τον αποκλεισμό των αντίθετων χαρακτηρισμών, δηλώνει στο τέλος της ρήσης, επανερχόμενη στις ανδρικές αξίες, ότι σε τέτοιου είδους «…ανθρώπους ανήκει ο ένδοξος βίος….».
ΕΝΟΤΗΤΑ 4 – Η εσωτερική σύγκρουση της Μήδειας
Παρά την προσπάθεια του χορού να μεταπείσει την ηρωίδα, ως προς την απόφασή της να φονεύσει τα παιδιά της, εκείνη, σταθερή στις θέσεις της, ακολουθεί το σχέδιό της. Συναντά τον Ιάσονα (στο τέταρτο επεισόδιο), τον παραπλανεί, προσποιούμενη τη μετανιωμένη για την ως τότε συμπεριφορά της, και επιτυγχάνει την παραμονή των γιων της στην πόλη και την αποστολή, μέσω αυτών, των δηλητηριασμένων δώρων στη Γλαύκη. Στο άκουσμα της επιστροφής των παιδιών από το παλάτι η Μήδεια, αν και το σχέδιό της φαίνεται πως εξελίσσεται ομαλά, αναστατώνεται και δακρυρροεί προκαλώντας την έκπληξη του παιδαγωγού, ο οποίος τα έχει οδηγήσει μπροστά της. Όταν μένει μόνη μαζί τους εκφωνεί την περίφημη ρήση της, η οποία καλύπτει σχεδόν ολόκληρο το πέμπτο επεισόδιο.
Αρχικά, έχοντας τη φυσιολογική αντίδραση μιας μάνας που πρόκειται να εξοριστεί και να αποχωριστεί τα παιδιά της, εκφράζει την πικρία της που θα είναι μόνη, και στερημένη από την παρουσία τους και από τη χαρά που θα τις έδιναν οι γάμοι και η ευτυχία τους, δίνοντας την εντύπωση ότι έχει εγκαταλείψει την ιδέα του φόνου τους. Συνεχίζοντας στο ίδιο ύφος αναφέρεται στους μόχθους και στα βάσανα της απόκτησης και της ανατροφής τους με απογοήτευση. Αισθάνεται δυστυχισμένη που έχασε τη γλυκειά φροντίδα για τα γηρατειά και τον θάνατό της και δηλώνει ότι, λόγω της στέρησής τους, θα είναι στο εξής λυπημένη και πονεμένη.
Η αναφορά της στον αποχωρισμό με τις φράσεις: «…μετακινήσθε σε αλλιώτικο σχήμα ζωής….» και «…μου γελάτε το ύστατο γέλιο…», που υπαινίσσονται τον θάνατο των παιδιών, καθώς και η προηγούμενη αναφορά στα μοτίβα του θρήνου αρκούν για να την κάνουν να αναλογιστεί αυτό που πρόκειται να πράξει («…Τι κάνω;…»), ενώ η θέα του φαιδρού προσώπου τους, να υποκύψει («…Λύθηκε η καρδιά μου,…») και να εγκαταλείψει το σχέδιό της («…Χαίρετε σχέδιά μου παλαιά….»).
Τα συναισθήματα της Μήδειας ακολουθεί ο λογισμός της. Η ευαίσθητη μάνα, που καθοδηγείται από το μητρικό ένστικτο, σίγουρη και αποφασιστική δηλώνει με απόλυτη λογική ότι θα φύγει μαζί με τα παιδιά της και ότι δεν πρόκειται να τα βλάψει για να εκδικηθεί τον πατέρα τους, γιατί έτσι η ίδια θα αποκτήσει διπλάσιες συμφορές. Αμέσως όμως μεταστρέφεται, προβάλλοντας για μια ακόμα φορά την εκδίκηση ως μέσο διατήρησης της ανωτερότητάς της και αποφυγής της γελοιοποίησής της από τους εχθρούς της, πιστή στον ανδρικό κώδικα τιμής, παροτρύνει τον εαυτό της να δείξει τόλμη, τον κατακρίνει για τη δειλία του και δηλώνει ότι το χέρι της «…δεν θα δείξει αδυναμία….». Ενώ φαίνεται πως ξαναβρίσκει τον σκληρό και βίαιο εαυτό της, προς στιγμήν αποστασιοποιείται απ΄ αυτόν και τον παρακαλεί να λυπηθεί τους γιους του, αλλά επανέρχεται στο θέμα του φόνου για τη διατήρηση της τιμής πιο σκληρή και αποφασιστική, επικαλούμενη μάλιστα «…του ΄Αδη τους δαίμονες…» της τιμωρίας. Η επιθυμία της για εκδίκηση είναι τόσο μεγάλη που οραματίζεται το θάνατο της Γλαύκης.
Στη συνέχεια, αποφασισμένη για δράση («…Λοιπόν….») και έχοντας πλήρη επίγνωση της δυστυχίας που περιμένει τα παιδιά της και πολύ περισσότερο την ίδια, τα καλεί κοντά της. Κρατώντας τα χέρια τους τους μιλά με ιδιαίτερη στοργικότητα, κατηγορεί τον πατέρα τους για την τύχη τους και, όταν αισθάνεται ότι θα λυγίσει και πάλι, επαναλαμβάνει, κλείνοντας τη ρήση, ότι έχει συναίσθηση της ανόσιας πράξης που θα διαπράξει αλλά, ως συναισθηματική, τη λογική της υπερνικά ο θυμός της που «…είναι η αιτία η ύψιστη των δεινών του ανθρώπου….».
Η άποψή της στηρίζεται στη θεμελιώδη φιλοσοφική αρχή της εποχής σχετικά με τη διαίρεση της ψυχής σε λογικό και άλογο στοιχείο και ότι οι αντιδράσεις του ανθρώπου ερμηνεύονται από την υπερίσχυση του ενός ή του άλλου. Με τη ρητορική της δεινότητα παγιδεύει στο σχέδιό της τον ίδιο της τον εαυτό, αφού τον πείθει ότι δεν υπάρχει διέξοδος για τη σωτηρία των παιδιών της, και τον οδηγεί στην καταστροφή. Ο ταραγμένος μονόλογος της διχασμένης Μήδειας ανάμεσα στην αγάπη για τα παιδιά της και στην απόφασή της να τα σκοτώσει, ο οποίος είναι γεμάτος συναισθηματικές εναλλαγές, δημιουργεί προβληματισμούς για την ενότητα του χαρακτήρα της. Η εσωτερική της σύγκρουση είναι τόσο έντονη και εντυπωσιακή, που αφενός μεν δεν υπάρχει ανάλογη στην προγενέστερη λογοτεχνική παραγωγή, αφετέρου δε αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τη μεταγενέστερη.
Στο ηθικά συγκλονιστικό τέλος η Μήδεια φονεύει τους γιους της και διαφεύγει με ένα άρμα που το σέρνουν φτερωτοί δράκοντες, δώρο του παππού της ΄Ηλιου, παίρνοντας μαζί της τα άψυχα κορμιά τους και αφήνοντας τον σύζυγό της στην ερημιά, στην ταπείνωση και στην απελπισία. Η επιστροφή της στην περιοχή του μύθου και της μαγείας τη διαχωρίζει από τα ανθρώπινα και τη θέτει σε άλλο επίπεδο. Η ένταση των συναισθημάτων της ηρωίδας και η βιαιότητα με την οποία εκφράστηκαν στο τέλος του έργου ερμηνεύονται από τον Αθηναίο θεατή του 5ου αι. π.Χ. μέσω της βαρβαρικής της καταγωγής, βάσει της τάσης που υπήρχε να αποδίδονται στους βαρβάρους ορισμένα χαρακτηριστικά με τα οποία θα ήταν εύκολα αναγνωρίσιμοι.
Η Μήδεια, όπως την παρουσίασε ο Ευριπίδης στο αθηναϊκό κοινό είχε σχεδόν όλα τα στοιχεία της γυναίκας της Ανατολής, δηλαδή: «…την…υπερβολή στο θρήνο, την ευκολία να φέρεται δουλοπρεπώς προς την εξουσία, τις δυνάμεις της μαγείας, την παιδαριώδη έκπληξη προς τις ψευδολογίες και στις αθετημένες υποσχέσεις….».
ΣΥΝΟΨΗ
Μέσα από την ανάλυση συγκεκριμένων χωρίων της Μήδειας του Ευριπίδη επιχειρήθηκε η σκιαγράφηση του χαρακτήρα της ηρωίδας. Η εκ προοιμίου άποψη των μελετητών, ότι ο Ευριπίδης, επηρεασμένος από τα διανοητικά ρεύματα της εποχής του, εισάγει την ψυχολογία στο έργο του και επιχειρεί τολμηρές καινοτομίες στους δραματικούς χαρακτήρες, επιβεβαιώνεται σ΄ αυτήν την ιστορία εκδίκησης, που ο έρωτας της Μήδειας έχει μετατραπεί σε μίσος για το σύζυγό της.
Ενώ η εκδίκησή της εξελίσσεται, στην πορεία της δράσης, από μία ιδέα σε μια γενική θέση και στη συνέχεια σε μια συγκεκριμένη θέση, που την οδηγεί στην παιδοκτονία, η αντιφατικότητα των πράξεών της και η πάλη της λογικής και του συναισθήματος συνθέτουν την προσωπικότητα της ηρωίδας, η οποία ξεφεύγει από τα ανθρώπινα μέτρα, αφού έρχεται από το μύθο ως βάρβαρη μάγισσα και επιστρέφει σ΄ αυτόν με τη φυγή της πάνω στο άρμα του Ήλιου.
Αξιοσημείωτη είναι η διαφοροποίηση της έννοιας του τραγικού, γιατί οι ενέργειες της Μήδειας δεν επιβάλλονται από την τραγική μοίρα, αλλά από τη στάση που πήρε η ίδια απέναντι στη δυσάρεστη εξέλιξη της ζωής της. Εκείνο όμως που παρατηρείται και προκαλεί φοβερή αίσθηση είναι η αδυναμία του μητρικού ένστικτου της ηρωίδας, ενός αισθήματος έμφυτου, άμεσου, ακαριαίου και αναπόφευκτου, μιας αυθεντικής παρόρμησης της μάνας μέσω της οποίας διαισθάνεται τον κίνδυνο που ελλοχεύει γύρω από το παιδί της για να τον προλάβει και να τον εξουδετερώσει, μπροστά στις αξίες που υπαγορεύει ο ανδρικός κώδικας τιμής.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλεξοπούλου Χ., Γυναικεία δράση στον Ευριπίδη. Εκδίκηση και επιβολή, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000, σ.σ. 27-42, 68-75, 115-124
Γεωργουσόπουλος Κ., Κλειδιά και κώδικες θεάτρου, Ι. Αρχαίο Δράμα, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1990, σ.σ. 106-108
Ευριπίδη, Μήδεια, μτφ. Γ. Γιατρομανωλάκης, Εισαγωγή D. L. Page, Eκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1990
Ευριπίδου, Μήδεια, Εισαγωγή, φιλολογική επιμέλεια, σχόλια D. J. Mastronarde, μτφ. Δ. Γιωτοπούλου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2006
Lesky A., Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μτφ Α. Γ. Τσοπανάκης, εκδ. Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 20065
Ξιφαρά Π., «Ο βίος και το ποιητικό έργο του Ευριπίδη», στο: Ε. Ανδριανού – Π. Ξιφαρά, Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο, Ο Δραματικός Λόγος από τον Αισχύλο ως τον Μέναδρo[sic], εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σ.σ. 83-109
Βιογραφικό της συγγραφέως

H Σταυρούλα Καραμπάτου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα.
Είναι πτυχιούχος του τμήματος Ελληνικού Πολιτισμού της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, με βαθμό Λίαν Καλώς.
Περαιτέρω το ενδιαφέρον της στράφηκε στην Ελληνική Παλαιογραφία, την ανάγνωση και μελέτη των χειρόγραφων κωδίκων. Παρακολούθησε μαθήματα, μετέχοντας στο Φροντιστήριο Ιστορικών Επιστημών του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, κατά το ακαδημαϊκό έτος 2009-2010. Για το ίδιο γνωστικό αντικείμενο παρακολούθησε επίσης τα Μαθήματα και των τριών ετών του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2011-2013. Πέραν της Ελληνικής Παλαιογραφίας παρακολούθησε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, στο ίδιο Ινστιτούτο, τα μαθήματα της Επιγραφικής και της Κωδικολογίας κατά το ακαδημαϊκό έτος 2009-2010, της Βυζαντινής Σφραγιστικής και της Εραλδικής κατά το ακαδημαϊκό έτος 2010-2011. Eπίσης στο πλαίσιο των Μορφωτικών του Εκδηλώσεων το Μάρτιο του 2010, τον Κύκλο Ομιλιών με γενικό τίτλο «Άνθρωπος και Περιβάλλον στο Βυζάντιο». Στο πλαίσιο του Προγράμματος Συμπληρωματικής εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών παρακολούθησε το Φθινόπωρο του 2021 το Επιμορφωτικό Πρόγραμμα «Οι Γυναίκες στην Επανάσταση του 1821 μέσα από τη Λογοτεχνία».
Τα προσωπικά της ενδιαφέροντα είναι ο ελληνικός παραδοσιακός χορός και το νεοελληνικό θέατρο.