Home » Blog » Χρονογραφήματα »
“Το όνειρο” μια ιστορία σε ομαδική συμμετοχή του βιβλίου που εκδόθηκε από τον “Ελκυστή”.
Δημοσιεύτηκε μετά από διαγωνισμό που οργάνωσε η ιστοσελίδα https://weirdsides.com.
Προκρίθηκαν 13 Ονειρικές Ιστορίες και εκδόθηκαν σε βιβλίο με IBAN 978-618-5424-22-0 από τις εκδόσεις “Ελκυστής”.
γράφει ο Μίλτος Μόσχος
***
Βγήκαμε λέει στην Αγκώνα, οδηγούσα εγώ το μικρό φιατάκι που είχαμε καταφέρει να αγοράσουμε πριν δυο χρόνια. Δίπλα μου ο Νίκος, πίσω οι δυο αδελφές, η γυναίκα μου η Σάσα και η γυναίκα του Νίκου, η Κατερίνα.
Τις έβλεπα από το καθρεφτάκι, ανοιγόκλειναν το στόμα· γέλαγαν σαν κότες, αλλά δεν άκουγα να βγαίνει ήχος γέλιου. Η γυναίκα μου είχε ένα περίεργο χαμόγελο. Το πρόσωπό της ήταν χωρισμένο με μια κατακόρυφη γραμμή που ξεκίναγε από ψηλά στο μέτωπό της, χώριζε τη μύτη σε δύο ίσα μέρη, της έκοβε το στόμα στα δύο, χαράκωνε το πηγούνι της στη μέση. Γέλαγε το μισό της πρόσωπο, το άλλο ήταν σοβαρό, για να μη πω σκοτεινό. Με φόβιζε αυτό, αλλά εγώ συνέχισα να κάνω σλάλομ στους Ιταλικούς δρόμους.
Ό,τι και να ‘κανα δεν συγκρουόμουν
Θυμάμαι ότι ποτέ δεν συγκρουόμουν με τους άλλους ό,τι μαλακία κι αν έκανα. Και όσες φορές έστριβα το τιμόνι μου, ο Νίκος με ένα άλλο τιμόνι -που ξεφύτρωνε όλως περιέργως μπροστά του- μου έκανε αντίθετη κίνηση και με δυσκόλευε πολύ. Όποτε πάταγα γκάζι ο Νίκος έβγαζε απ΄ το στόμα του ένα, «ωωω, ρε πούστη μου» και βάραγε το κεφάλι του με τον πάτο ενός τηγανιού που βαστούσε στα χέρια του. Δεν κατάλαβα ποτέ τι γύρευε ένα τηγάνι μέσα στο αυτοκίνητό μου, αλλά δεν είχα την πολυτέλεια να κάτσω να το καταλάβω· το νου μου τον είχα στο δρόμο.
Γύρναγε και μου γέλαγε με κάθε ευκαιρία. Ένα αηδιαστικό γέλιο. Σκεφτόμουν, πώς αντέχει η Κατερίνα να τη φιλάει με τέτοια χείλη. Με το που άνοιγε το στόμα του, τα χείλη του φούσκωναν, μεγάλωναν, γίνονταν τεράστια και έφταναν μέχρι τη κοιλιά του. Κάθε λίγο και λιγάκι τα μάζευε με τα βρομιάρικα χέρια του και τα ξανάβαζε στο στόμα του. Τα δόντια του όλα σάπια.
Ο κόκορας
Πίσω η Κατερίνα βάσταγε στα πόδια της ένα καλάθι. Μέσα εκεί βάσταγε από τα πόδια, μη της φύγει, έναν κόκορα. Θα έβαζα στοίχημα ότι ήταν εκείνος ο κόκορας που είχαμε στο χωριό και μας ξύπναγε από τις τρεις το πρωί· ναι, αυτός που όλη μέρα πήδαγε τις κότες μας· αυτός που μου όρμαγε όταν πήγαινα να τις ταΐσω. Τόφαγε το κεφάλι του και κατέληξε στο τσουκάλι κοκκινιστός. Αυτός ήταν· και με κοιτούσε κατάματα, έτοιμος πάλι να μου χιμήξει.
Εγώ λέει είχα φορέσει στο κεφάλι μου -σαν κράνος- μια κατσαρόλα. Αν ήθελε ας τολμήσει να με πειράξει, εκεί μέσα θα του έκανα για δεύτερη φορά τη κηδεία του. Η κατσαρόλα είχε μπροστά δυο τρύπες για να μπορώ να βλέπω. Έξω από τις τρύπες της κατσαρόλας ο βρωμοκόκορας άπλωνε τις νυχάρες του -με ένα μαγικό τρόπο από το καλάθι κατόρθωνε και τις έφτανε ως εμένα- και έγδερνε το μέταλλο· προσπαθούσε να τα χώσει μέσα, να μου βγάλει τα μάτια.
Η γυναίκα μου η Σάσα, μου είχε φάει τ΄ αυτιά από πίσω μου· παραπονιόταν συνεχώς ότι την πονάνε τα πόδια της. Με ένα κοφτερό μαχαίρι σ΄ όλο το ταξίδι ασχολιόταν με το να κόβει τα πόδια της από το γόνατο να τα βολέψει καλύτερα· «δεν χωράω», μου έλεγε συνεχώς. Τι τρέλα Θεέ μου!
Ένα μικρό τρελοκομείο σ΄ ένα μικρούλικο φιατάκι.
Αφού οδηγούσαμε για μερικές ώρες η Σάσα είδε ένα σταθμό ανεφοδιασμού, αλλά στην απέναντι κατεύθυνση από αυτή που πηγαίναμε εμείς. Μου λέει απότομα, εδώ! εδώ! χώσου. Από το καθρεφτάκι είδα ότι η προσταγή της βγήκε από τα μισά της χείλη, τα άλλα μισά έβγαζαν καπνό από τσιγάρο που κάπνιζε. Πώς διάολο γινόταν αυτό δεν καταλάβαινα.
Με το ίδιο αέρινο οδήγημα που έκανα εδώ και τόσες ώρες, έκανα μια αναστροφή στο αυτοκίνητο, ο Νίκος προσπάθησε να με πάρει με το δικό του τιμόνι από την άλλη μεριά, αλλά τελικά κατάφερα και σήκωσα το αυτοκίνητο πάνω από την διαχωριστική μπάρα, έσκασα αριστοτεχνικά στο απέναντι οδόστρωμα και χώθηκα στον σταθμό.
Να φάμε κάτι ρε παιδιά…
«Ελάτε κορίτσια να πιούμε ένα καφέ και να φάμε κάτι». Η Κατερίνα έκανε ένα τίναγμα του καλαθιού και ο κόκορας καρφώθηκε στη λαμαρίνα του ουρανού του αυτοκινήτου, την διαπέρασε, τον είδα να αιωρείται δυο μέτρα πιο ψηλά κακαρίζοντας και ήρθε να σκάσει πάνω στο καπό της μηχανής.
«Ακολουθήστε με, αλάνια», γυρνάει και μας λέει ο κόκορας.
Αυτό με τον κόκορα ούτε που μου έκανε εντύπωση. Έτσι θα πετάνε οι κόκορες εδώ στην Ιταλία, σκέφτηκα. Αλλά πάλι, τι στο διάολο είναι αυτά τα κοκόρια που βλέπω!
Αφού κόκορας δεν υπάρχει, σκέφτηκα, τον έχω κάνει κοκκινιστό χρόνια τώρα.
Ο Νίκος, πριν βγει έξω, αρχίζει να λυγάει με τα χέρια του το τηγάνι –σαν να ήταν από πλαστελίνη- και στο τέλος το τηγάνι μαζεύτηκε και έγινε ένας τέλειος Ελβετικός σουγιάς. Άρχισε να τον στρίβει… να τον στρίβει… πολύ καλά και δυνατά, τον έκανε όσο ένα τσιγάρο και τον πέρασε στο αυτί του· λίγο μετά βγήκε έξω. Η αλήθεια είναι ότι το μάζεμα του τηγανιού και η τελική του κατάληξη σε σουγιά, ούτε αυτό μου φάνηκε περίεργο.
Αρχίζει τα μαγικά του
Το περίεργο ήταν ότι τον σουγιά τον έκανε στριφτό τσιγάρο στο αυτί του. Άκου τώρα πού κόλλησα εγώ. Όχι στο ότι το τηγάνι το μετέτρεψε σε σουγιά, αλλά στο ότι τον σουγιά τον έκανε τσιγάρο στο αυτί του. Τρελά πράγματα σας λέω!
«Πώς το έκανες αυτό ρε παιδί;» τον ρωτάω.
«Ο παπά-Λάμπρος μου το ‘μαθε το κόλπο», γυρνάει και μου λέει. Άντε πάλι να μαζέψει τις χειλάρες του, που πέσαν στην κοιλιά του.
«Αϊ στον κόρακα! πότε στο ‘μαθε αυτό; εγώ που ήμουνα; αφού μαζί μεγαλώσαμε στο χωριό!», τον ρωτάω ξανά.
Η Κατερίνα είχε βγει και αυτή απ΄ το αυτοκίνητο. Άρχισε να περπατάει ανάποδα, με τα χέρια κάτω και τα πόδια πάνω σε κατακόρυφο. Δεν μου είχε πει ότι ήταν τόσο καλή αθλήτρια και αυτό μου φάνηκε πολύ περίεργο.
«Σάσα έλα να φάμε κάτι, βγες και συ, να κλειδώσω το αμάξι», της λέω
«Δεν μπορώ βρε άνθρωπε, δε βλέπεις, αφού δεν έχω πάρει τα πόδια μου μαζί· ξέχασες; Τα έχουμε δώσει για σέρβις».
«Ω, ναι μωρέ αγαπούλα, το ξέχασα», της λέω.
Πετάγεται ο κόκορας, «τι να σου φέρουμε Σάσα;».
«Μπάμιες γιαχνί… μπάμιες γιαχνί μ΄ αρέσουν», του λέει η Σάσα.
Μπάμιες στην καφετέρια;
«Δεν έχει τέτοια εδώ, καφετέρια είναι», της απαντά ο κόκορας.
«Τότε ένα αντίδωρο και έναν παπά», του λέει.
«Παπά!», αναρωτιέμαι εγώ
«Ναι, παπά σαν αυτόν που καθόταν στο καλάθι πριν από λίγο» και δείχνει τον κόκορα που τώρα κόβει πόζες πάνω στο καπό, η Σάσα.
«Αα, καλά εσύ θα με τρελάνεις», τις λέει ο κόκορας, αλλά με τη φωνή του Νίκου.
«Θα σου φέρουμε linguini», της λέω εγώ.
Μπροστά ο κόκορας, πίσω ο Νίκος, πιο πίσω η ανάποδη Κατερίνα και τελευταίος εγώ.
Τώρα που βλέπω τον Νίκο από πίσω, βλέπω ότι έχει και ουρά πιθήκου. Μα πώς διάολο δεν την είχα δει ποτέ στο παρελθόν!
Ρεζίλι θα γίνουμε στους Ιταλούς, πέρασε από το μυαλό μου, θα νομίζουν ότι βγήκαμε από τσίρκο.
Μπήκαμε στο café, έριξα σε κάτι τρύπες κάτι νομίσματα, πετάγεται ξαφνικά από το μηχάνημα ένα τρομαχτικό κεφάλι κλόουν, ανάμεσα σε ήχους ελατηρίων και γραναζιών, και μου λέει με φωνή ανατριχιαστική, «τρίτη τρύπα αριστερά η θέση σας».
Κοιτάω ολόγυρα να βρω την τρίτη τρύπα που μου είπε, και βλέπω το μισό πρόσωπο της Σάσας -αυτό το αγριωπό- να έχει πάρει θέση έξω από την τρύπα και να μας κάνει νοήματα με τα μάτια της, πού πρέπει να μπούμε. Ρε γαμώτο αφού την αφήσαμε στο αυτοκίνητο, πώς βρέθηκε εδώ; σκέφτηκα όλος απορία.
Μπήκαμε στην τρύπα και ο κόκορας έκατσε από έξω να παραφυλάει, έτσι μου είπε. Δεν ξέρω τι ακριβώς θα παραφυλάει, αλλά χέστηκα και εγώ, έτσι και αλλιώς δεν τον χώνεψα ποτέ.
Φάγαμε, ήπιαμε Ιταλικό καφέ, πήραμε και τα linguini μας και βγήκαμε να τα πάμε στη Σάσα να φάει και αυτή.
Μας πέθανε στα ξαφνικά
Μόλις φτάσαμε στο αυτοκίνητό μας, βλέπω την Σάσα εκεί που την είχαμε αφήσει αλλά ακούνητη, αμίλητη, αγέλαστη· τα μάτια της ορθάνοιχτα. Την κοιτάω γεμάτος σαστιμάρα καλά, οπότε ακούω τον Νίκο να μου λέει, «πάει! πέθανε αυτή».
Την σκουντήσαμε, αλλά τίποτα.
«Πέθανε η γυναίκα μου, πριν φάει τα linguini της!» αρχίζω να κλαίω.
«Άντε μωρή, πάντα τέτοια έκανες από μικρή, όλο εκπλήξεις ήσουνα», λέει η αδελφή της, η Κατερίνα.
«Τώρα, τι κάνουμε ρε Νίκο;» του λέω.
«Κανένα πρόβλημα», μου απαντάει, «την βάζουμε στο πορτμπαγκάζ και γυρνάμε πίσω».
«Πού πίσω ρε;»
«Στην Ελλάδα, να την θάψουμε».
«Ρε η Ελλάδα είναι δεξιά όπως κοιτάμε την Ιταλία και εμείς τώρα είμαστε στου διαβόλου το κέρατο.
«Ε, και; θα πάμε και εμείς δεξιά».
«Και θα βγούμε στην Ελλάδα;»
«Αμέ!»
«Την χώνουμε στο πορτμπαγκάζ και ξεκινάμε».
Από το καθρεφτάκι κοιτάζω την Κατερίνα. Μου μυρίζει κάτι να καίγεται. Είχε ανοίξει στο πίσω κάθισμα ένα πετρογκάζ, είχε βάλει στο μάτι μια κατσαρόλα και ετοίμαζε μπάμιες, να φάει η νεκρή.
Πετρογκάζ στο αυτοκίνητο! άλλο κι΄ αυτό!
Μας έπιασε το βράδυ να οδηγάμε, είχαμε κουραστεί, τα νεύρα μου κρόσια.
Μπήκαμε πάλι σε ένα σταθμό να πάρουμε τηλέφωνο, θα παίρναμε λέει η Κατερίνα τηλέφωνο στα σύνορα, να τους πούμε ότι ερχόμαστε και να μη μας καθυστερήσουν με ελέγχους και τα σχετικά. Όταν την ρώτησαν το «γιατί βιαζόμαστε», τους είπε ότι μας περιμένει ο μαέστρος της ορχήστρας στο Μέγαρο.
Δεν ξέρω αν μας πίστεψαν
Βγαίνουμε να πάρουμε το αυτοκίνητό μας να συνεχίσουμε, και εκείνη τη στιγμή κάποιοι μαφιόζοι που ανθούν στους Ιταλικούς δρόμους είχαν μπει μέσα και εκείνη τη στιγμή έφευγαν· μας το έκλεψαν.
Και η νεκρή στο πορτμπαγκάζ. Σκέψου τι θα πάθουν όταν θα το ανοίξουν και θα δουν μέσα τη Σάσα μου. Αλλά και η Σάσα μου, θα πάρει μια τρομάρα! Στο μυαλό μου, οι νεκροί δεν έκλειναν τα μάτια, έβλεπαν τα πάντα και τα καταλάβαιναν όλα.
«Τώρα; τι κάνουμε ρε Νίκο;», τον ρωτάω.
«Κανένα πρόβλημα! χάσαμε την πεθαμένη».
«Και πώς θα την βρούμε;»
«Δεν θα την βρούμε».
«Τι λες ρε συ; τη γυναίκα μου;»
«Τι να την κάνεις ρε συ χωρίς πόδια;» μου λέει ο αναίσθητος και μάζεψε πάλι τις χειλάρες του.
Εκείνη την ώρα βλέπω την Κατερίνα να βγάζει ένα κινητό και να παίρνει τηλέφωνο την Policia –υποθέτω- και να τους λέει σε μια ακατάληπτη γλώσσα για μένα, λόγια και λόγια και λόγια. Όταν το έκλεισε γυρνάει και μας λέει, «όλα είναι οκ, πήρα την αστυνομία και τους δήλωσα ότι μας έκλεψαν το αυτοκίνητο».
«Και τι σου είπαν οι καραμπινιέροι;» την ρωτάω.
«Θα ψάξουν να το βρουν και θα μας το στείλουν πίσω στην Ελλάδα».
«Τους είπες ότι μέσα στο πορτμπαγκάζ έχουμε τη Σάσα;» επιμένω εγώ.
«Όχι, βέβαια, θα μπλέκαμε με ανακρίσεις».
Πάει και η Σάσα…
«Και η Σάσα;»
«Φίλε πάει η Σάσα! Ξύπνα επιτέλους! πάει πέθανε, σου μείνανε τα δυο της πόδια που τα έχετε πάει για σέρβις, μια χαρά είναι και αυτά», μου λέει ο Νίκος.
«Και τι θα πούμε στους τελωνειακούς όταν δουν ότι αυτή λείπει από την παρέα;» ρωτάω και τους δύο.
«Ότι τη χάσαμε, κάπου σε ένα παζάρι που είχαμε πάει, μέσα στη πολυκοσμία», μου λέει η Σάσα.
Κοιτάω τον Νίκο, που σε κάθε τι που έλεγε η γυναίκα του, μου έκλεινε το μάτι, σαν να μου έλεγε, είδες τι ξύπνια γυναίκα έχω; Τότε παρατήρησα ότι κάθε φορά που μου έκλεινε το μάτι και έπεφτε το βλέφαρο μπροστά σαν κουρτίνα, πάνω στο βλέφαρο ήταν ζωγραφισμένοι οι δέκτες ενός χυμένου ρολογιού. Ενός ρολογιού που είχε λιώσει σαν το κερί που ζεσταίνεται, και οι δείκτες του μετά βίας έδειχναν τη σωστή ώρα.
«Καλά, ότι πείτε, αλλά εγώ τη θέλω τη Σάσα μου να τη θάψω, δεν κάνει να κυκλοφορεί έτσι μέσα στο παζάρι χωρίς πόδια και με μισό πρόσωπο».
«Έλα, ρε, μη κάνεις έτσι, έχεις τα πόδια της», μου λέει πάλι, κλείνοντάς μου το μάτι ο Νίκος.
«Καλά, αφού το λες εσύ, έτσι θα ‘ναι», και ξεκινήσαμε να οδηγάμε πάλι στην Εθνική οδό τους, αλλά χωρίς αυτοκίνητο αυτή τη φορά. Απλά πετάγαμε πάνω από την άσφαλτο, ανάμεσα σε φορτηγά και μικρά αυτοκίνητα. Κάπου πήρε το μάτι μου και τον κόκορα πάνω σε μια βέσπα να την κοπανάει, μέχρι που χάθηκε στην κίνηση. Φορούσε στο κεφάλι του για κράνος τη κατσαρόλα που φόραγα εγώ πριν πεθάνει η Σάσα.
Ποιος τον χέζει και αυτόν; σκέφτηκα.
Φτάσαμε στα σύνορα, μας ψάχνουν οι τελωνειακοί, έτσι τυπικά, μας κλείνουν το μάτι πονηρά που δεν είμαστε τέσσερις αλλά τρεις -κατάλαβαν ότι τέσσερις βγήκαμε από τα σύνορα και μπαίνουμε τρεις- αλλά ήταν μιλημένοι απ΄ την Κατερίνα.
Πώς βρεθήκαμε στο τρένο από Πάτρα-Αθήνα δεν κατάλαβα και πολύ καλά.
«Ρε σεις, τι πρέπει να κάνω τώρα που η Σάσα δεν ζει πλέον;» τους ρωτάω. «Δε πρέπει να το πω στη αστυνομία, ότι μου πέθανε;»
«Όχι βέβαια», μου λέει ο Νίκος με νοήματα. Είχε βαρεθεί και αυτός να μαζεύει κάθε τρεις και λίγο τα χείλια του.
«Μα δεν πρέπει να το πω;» επιμένω.
Τώρα μου το απαντάει σ΄ ένα χαρτί, «χαζός είσαι ρε;»
«Αν τους το πεις, θα σου κόψουν τη σύνταξη που έπαιρνε», λέει η Κατερίνα.
«Και αν ποτέ την ψάξουν, θα τους δείξεις τα πόδια της», μου γράφει ο Νίκος με ένα κραγιόν πάνω στο τζάμι του κουπέ.
«Και τι θα χαϊδεύω ρε σεις; τα πόδια της; Με τα πόδια της θα πηγαίνω βόλτες;
Εγώ θέλω τη γυναικούλα μου, ολόκληρη και ας μιλάει με το μισό πρόσωπο μόνο».
Εκείνη την ώρα ο κυριούλης που καθόταν μαζί μας στο κουπέ άνοιξε το ραδιοφωνάκι του και έπιασε ειδήσεις.
«Εδώ ραδιοφωνικός σταθμός Κορίνθου· σύντομο δελτίο ειδήσεων.
Στο ατύχημα που συνέβη το απόγευμα στο εργοστάσιο ντομάτας μια κοπέλα ανασύρθηκε νεκρή από τα συντρίμμια», λέει ο εκφωνητής.
Με το που ακούω τη λέξη «νεκρή» ένα ελατήριο σπάει από τη θέση μου και με πετάει πάνω. Τους φωνάζω: «ρε σεις, εγώ τη θέλω! έστω και νεκρή για να τη θάψω, δεν μπορώ να αφήσω να γυρνάνε μέσα στο σπίτι δύο σκέτα πόδια».
Μπαμπά ξύπνα!
Μπαμπά, μπαμπά, ξύπνα επιτέλους· είπες ότι θα με πετάξεις στη σχολή γιατί έξω βρέχει και θα γίνω μούσκεμα.
– Σχολή; σήμερα; μα σήμερα είναι καθαρά Δευτέρα.
– Ε, ναι ρε μπαμπά δεν σου είπα ότι σήμερα έχουμε αποκριάτικο πάρτι στη σχολή.
– Και τι είναι αυτό που ντύθηκες παιδί μου;
– Σου αρέσω μπαμπά μου;
– Ωραία είσαι, αλλά τι ακριβώς ντύθηκες; … μπεκάτσα;
– Κόκορας ρε μπαμπά, κόκορας λυράτος και ξεπουπουλάτος!
Με την αγωνία να με πνίγει την ρωτάω…
– Η μάνα σου… που είναι η μάνα σου;
– Στη κουζίνα καλέ μπαμπά, μιλάει με τη θεία Κατερίνα.
– Μη μου πεις ότι έχει έρθει και ο θείος Νίκος μαζί της!
– Όχι, ο θείος ταξιδεύει σήμερα για την Αγκώνα.
Πετάγομαι πάνω, μπαίνω γρήγορα στην κουζίνα, βλέπω τη Σάσα μου· αχ, δόξα τω Θεώ, έχει και τα δυο της πόδια στη θέση τους. Η Κατερίνα μια χαρά και αυτή, μόνο ανάποδα δεν την βλέπω να περπατά.
«Κατερίνα μου, έκανες ποτέ στη ζωή σου αθλητισμό;»
«Εε, για λίγα χρόνια έκανα βόλεϊ, γιατί ρωτάς;»
«Μπα, τίποτα, κάτι σκέφτηκα», της λέω.
«Θυμάσαι αν ο Νίκος έχει μαζί του ή στο σπίτι σας κανέναν Ελβετικό σουγιά;» την ρωτάω και πάλι, δήθεν αδιάφορα.
«Ελβετικό σουγιά; … μπα, δε νομίζω, αλλά από τη μέση που τον πονάει συχνά, έχει γίνει σαν Ελβετικός σουγιάς», μου απαντά, «… πώς σου ήρθε πάλι αυτό;»
«Ξέχνα το, ρε Κατερίνα, κάτι δικά μου λέω».
Παρεμβαίνει η Σάσα και διακόπτει την ανάκριση που είχα ξεκινήσει στην Κατερίνα.
– Η Κατερίνα θα κάτσει να φάει μαζί μας σήμερα, μια και ο Νίκος ταξιδεύει για την Ιταλία.
– Ναιιιι; και τι φαΐ έφτιαξες;
– Linguini με κόκορα κοκκινιστό.
– Linguini! δε μπορεί… ναι, δε γίνεται… κάποιος παίζει μαζί μου!
Πάλι ο κόκορας μπροστά μου
Ανοίγω αποφασιστικά και γρήγορα την κατσαρόλα. Γυρνάω τα μάτια μου προς τη γυναίκα μου με τρόμο.
– Αυτός είναι κόκορας;
– Ο πιο γαμάτος κόκορας που είχε στην αυλή του ο παπά-Λάμπρος. Μου τον έσφαξε σήμερα το πρωί.
– Γαμάτος; τι εστί γαμάτος;
– Ε, δεν καταλαβαίνεις τώρα; Μας ακούει από μέσα και το παιδί!
– Και τον έσφαξε ο παπά-Λάμπρος;
– Ναι.
Κοιτάω καλά να δω τον κόκορα, ανακατεύω τη σάλτσα, και οι υποψίες μου βγαίνουν αληθινές. Θεέ μου! Τα πόδια του δεν είναι μέσα.
– Τα ποδάρια του! τα ποδάρια, πού είναι;
– Τα έκοψα αγάπη μου, δεν χώραγαν στην κατσαρόλα. Να, εδώ στην πιατέλα είναι.
– Μη μου πεις ότι τα έστειλες για σέρβις;
– Για σέρβις! Τα πόδια του κόκορα; Τι λες αγάπη μου· είσαι καλά;
Ανοίγω την πιατέλα, βουτάω τα ποδάρια του και τους δίνω μια από το παράθυρο. «Αϊ στο διάολο κολόπουλο», φωνάζω. Τα δυο σκυλιά που είχαμε στην αυλή ορμάνε, βουτάνε από ένα το καθένα και αρχίζουν να τα πηγαινοφέρνουν εδώ και κει σαν τρόπαια.
«Μα τι κάνεις; γιατί τα πέταξες; θα ‘φτιαχνα μια σούπα με αυτά», μου λέει η Σάσα.
Παλεύω με τα μπούτια της
Πάω κοντά της, αρπάζω το φουστανάκι της και το σηκώνω. Αποκαλύπτονται οι υπέροχες γάμπες της. Σκύβω και χώνω τη μούρη μου σε απόσταση αναπνοής από αυτές. Τις ψαχουλεύω.
Με τα χέρια της προσπαθεί να βαστήξει τη φούστα κάτω, εγώ πάλι παλεύω να τη σηκώσω· μέχρι το βρακί, θα της την σήκωνα αν έβλεπα κάτι ύποπτο.
Η Κατερίνα, μας κοιτάει με το στόμα ανοικτό.
Η Σάσα, μου λέει γελώντας σαν να γαργαλιέται και παιχνιδιάρικα, «έλα βρε συ, δε ντρέπεσαι!»
Η Κατερίνα μ΄ εκείνο το πονηρό ύφος, μας λέει, «βρε δε πάτε καμιά ωρίτσα να ξαπλώσετε; θα προσέχω εγώ τον κόκορα. Μια ξεπέτα και θα έρθετε στα ίσα σας».
Εμένα το μυαλό μου στα μπούτια της, ειδικά εκεί γύρω από τα γόνατα. Ευτυχώς Θεέ μου! δε βλέπω κανένα σημάδι από κόψιμο μαχαιριού.
Σηκώνομαι και λέω της Κατερίνας, «πες μου γρήγορα το τηλέφωνο του Νίκου».
Ακούω την φωνή της Σάσας, «ο Νίκος τώρα ταξιδεύει για την Ιταλία· τι έπαθες Χριστιανέ μου;» μου λέει με μια ξαφνιασμένη ερωτηματική έκφραση στο πρόσωπό της. Νομίζω ότι έχει αρχίσει να ανησυχεί με την κατάσταση μου.
«Δώσμου το και γρήγορα, γιατί δε με βλέπω καλά», της λέω.
Πετάγεται η Κατερίνα και σώνει την κατάσταση, «ορίστε, κάτσε να τον καλέσω εγώ», μου λέει· με κοιτάει όπως ένα παιδί τον τρελό της γειτονιάς… «καλεί…», μου λέει… «καλεί… »… «ναι, έλα Νίκο μου… κάτσε να σου δώσω λίγο τον μπατζανάκη σου που σε θέλει…» και πριν προλάβει να ανοιγοκλείσει τα βλέφαρά της, το αρπάζω με την αγωνία ζωγραφισμένη πλέον στο τρελό μου βλέμμα.
Ο φορτηγατζής
– Έλα Νικόλα, πού είσαι;
– Τώρα περνάμε τις ακτές της Αλβανίας.
– Είσαι καλά;
– Μια χαρά, χαζεύω κάτι τουριστριάκια, χάνεις που δεν είσαι εδώ.
– Τι έφαγες στο εστιατόριο;
– Κεφτεδάκια.
– Όχι κόκορα;
– Μπλιαχ! αυτά ρε τα τρώνε οι φλώροι.
– Ούτε linguini;
– Αει παράτα με ρε, που θα φάω τις μαλακίες των Ιταλών.
– Αα… έτσι; … πότε έρχεσαι; … σε θέλω οπωσδήποτε.
– Την Τρίτη θα είμαι εκεί.
– Αα… την Τρίτη… καλά θα σε περιμένω. Τα λέμε.
– Πού ‘σαι μπατζανάκη μη κλείνεις ακόμα, πες της γυναίκας μου όταν έρθω την Τρίτη να μου φτιάξει ένα φαγητό της προκοπής ρε… κάτι μαγειρευτό.
– Σαν τι;
– Μπάμιες πες της, μπάμιες γιαχνί.
– Ε, αϊ στο διάολο! Δεν θα με τρελάνετε εσείς! και του κλείνω το τηλέφωνο κατάμουτρα.
«Ρε γυναίκα, να σε ρωτήσω κάτι;»
«Σ΄ ακούω».
«Αυτές τις μέρες σε πόνεσαν καθόλου τα πόδια σου;»
«Όχι βέβαια. Ακόμα αντέχω, δεν γέρασα ακόμα αγόρι μου, δόξα τω Θεώ!»
«Δε μου λες… δεν σε θυμάμαι… παλιά… πριν σε γνωρίσω ρε παιδί μου… κάπνιζες ποτέ σου;»
«Αα, να σου πω, δε πας καθόλου καλά σήμερα, είσαι πολύ περίεργος, σαν να είδες κανένα όνειρο από αυτά που χαζεύουν τον άνθρωπο· είδες τίποτα περίεργο;»
«Όνειροοο! Όχι μωρέ τι να δω; όνειρα και χαζομάρες! Οι αλαφροΐσκιωτοι βλέπουν όνειρα. Αφού το ξέρεις· πιστεύω εγώ σ΄ αυτά;»
«Έλα ρε μπαμπά, τι κάνεις τόση ώρα; θ΄ αργήσω», μου φωνάζει η κόρη μου από τον διάδρομο.
«Κοίτα γυναίκα τι ντύθηκε η κόρη μας! κόκορας!», λέει της γυναίκας του γελώντας και από μέσα του μονολογεί, «ρε δε πάμε καλά, μα καθόλου καλά!»