Home » Blog » Ελληνικός Πολιτισμός »
γράφει η Σταυρούλα Καραμπάτου
Κατηγορία:
Ελληνικός πολιτισμός / Νεότερη περίοδος / Τέχνες / Εικαστικές τέχνες
ΘΕΜΑ: Με αφορμή το παρακάτω απόσπασμα από το άρθρο «Η μοντέρνα τέχνη» του Mart Lawson που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή της Κυριακής 16ης Ιουλίου 2006 (και αρχικά στην εφημερίδα The Guardian), γίνεται ανάπτυξη: α) του τρόπου αντιμετώπισης περιστατικών όπως αυτά που περιγράφονται από έναν διανοούμενο του 18ου και του 19ου αι., μπροστά στο διπολισμό «υψηλή τέχνη-μαζική κουλτούρα», β) του αντιλόγου των κοινωνιολόγων Pierre Bourdieu και Karl Mannheim και γ) του τρόπου απεικόνισης της μεταμοντέρνας εποχής μας από τα περιστατικά που περιγράφονται στο απόσπασμα.
«Όταν εγκαινιαζόταν η Tate Modern – ο ναός της σύγχρονης τέχνης στο Λονδίνο – μια ιστορία διέρρευσε στον τύπο. Ένας επισκέπτης έχασε, λένε, το πορτοφόλι του σε μια από τις αίθουσες. Όταν το αντιλήφθηκε, γύρισε πίσω για να ανακαλύψει ότι ένα πλήθος είχε μαζευτεί και κοίταζε με θαυμασμό το δερμάτινο αντικείμενο. Όταν έσκυψε να πάρει το πορτοφόλι του, ένας φύλακας τον εμπόδισε λέγοντάς του ότι απαγορεύεται να αγγίζουν οι επισκέπτες τα εκθέματα. Πραγματικό ή φανταστικό, το ανέκδοτο γρήγορα προστέθηκε στο σαρδόνιο ευαγγέλιο των εχθρών της μοντέρνας τέχνης, καταχωρισμένο δίπλα σε άλλες συναφείς ιστορίες, όπως αυτή για την καθαρίστρια που μάζεψε κάτι αντικείμενα που νόμιζε πως ήταν σκουπίδια, ενώ στην πραγματικότητα ήταν το περίφημο έργο Garbage or Sweet Paper, υποψήφιο για βραβείο».
Ένα απόσπασμα άρθρου εφημερίδας, που αναφέρεται σε δύο περιστατικά που συνέβησαν στην Tate Modern στο Λονδίνο και περιγράφουν τη σχέση του σημερινού ανθρώπου με τη σύγχρονη τέχνη, γίνεται η αφορμή αυτής της εργασίας, που αναπτύσσεται σε τρεις ενότητες.
Στην πρώτη ενότητα αναφερόμαστε στις έννοιες της υψηλής τέχνης και της μαζικής κουλτούρας, στο ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εμφανίστηκαν και στον μεταξύ τους διπολισμό. Στη συνέχεια παρουσιάζουμε τη διαμόρφωση των θέσεων των διανοουμένων του 18ου και 19ου αι. σχετικά με την τέχνη, μέσα από τις οποίες προκύπτουν και οι εκτιμήσεις μας για τις τοποθετήσεις τους απέναντι σε περιστατικά όμοια με του αποσπάσματος.
Στη δεύτερη ενότητα εξετάζουμε τον αντίλογο στις αντιλήψεις που αναφέραμε στην προηγούμενη ενότητα σχετικά με τη διάκριση της τέχνης. Πρόκειται για τη σχετικιστική προσέγγιση, που διατυπώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αι., με κορυφαίους εκπροσώπους τους κοινωνιολόγους Pierre Bourdieu & Karl Mannheim.
Στην τρίτη ενότητα, μετά από μια σύντομη αναφορά στην τέχνη του 20ου αι., περιγράφουμε τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης τέχνης, της μεταμοντέρνας, και τον τρόπο σύμφωνα με τον οποίο τα περιστατικά του αποσπάσματος απεικονίζουν τη σύγχρονη εποχή και την τέχνη της.
Ενότητα 1
Η υψηλή τέχνη (High Art) και η μαζική κουλτούρα (mass culture) είναι έννοιες που πρωτοεμφανίστηκαν τον 18ο και 19ο αι. αντίστοιχα στα πλαίσια πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών μεταρρυθμίσεων που συνέβησαν στη Δύση, λόγω της εκβιομηχάνισης της παραγωγής, της αστικοποίησης και του εκδημοκρατισμού της, και καθιερώθηκαν έναν αιώνα αργότερα. Με τον όρο υψηλή τέχνη εννοούμε την ποιοτική τέχνη, που απευθύνεται, εκτιμάται και καταναλώνεται από μία εκλεκτή κοινωνικά μειοψηφία, ενώ αντίθετα ο όρος μαζική κουλτούρα, παραπέμπει σε μια υποδεέστερη και υποβαθμισμένη κουλτούρα, η οποία απευθύνεται σε πολλούς και καταναλώνεται από πολλούς.
Αν και οι δύο αυτές έννοιες αποτελούν τους αντίθετους πόλους της δυτικής κουλτούρας από τη διαμόρφωσή τους ως τα μέσα του 20ου αι., είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, δεδομένου ότι εμφανίστηκαν μέσα στο ίδιο ιστορικό πλαίσιο και ο ορισμός της μαζικής κουλτούρας δημιουργήθηκε για να εκφράζει το αντίθετο της υψηλής τέχνης.
Οι αλλαγές που όπως προαναφέραμε συνέβησαν στη Δύση έφεραν στο προσκήνιο την αστική τάξη κατά τον 18ο αι., η οποία διεκδικώντας θέση στην πολιτική και πολιτισμική ιεραρχία ήρθε σε σύγκρουση με την αυλική αριστοκρατία. Η σύγκρουση επεκτάθηκε και στον χώρο της τέχνης και έληξε με τον θρίαμβο του αισθητικού ιδεώδους της αστικής τάξης, που χαρακτηριζόταν από απλότητα, ηρεμία, πειθαρχία και αρμονία και ονομάστηκε από τα μέλη της Αγγλικής Royal Academy of Arts υψηλή τέχνη, έναντι του εξεζητημένου και λαμπρότατου, πλην όμως κενού και ανειλικρινούς ροκοκό, που έγινε μάλιστα στόχος αντιαριστοκρατικών επιθέσεων. Σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά της υψηλής τέχνης, όπως αυτά διατυπώθηκαν από τους θεωρητικούς της, είναι απέριττη, τα θέματά της είναι «υψηλά» (μυθολογικά, ιστορικά, θρησκευτικά κλπ.), με σκοπό την ηθική και πνευματική καλλιέργεια των αποδεκτών της, και ως προς τον τρόπο απόδοσης ακολουθεί με ακρίβεια τους κανόνες της τέχνης της κλασικής αρχαιότητας, γι΄ αυτό άλλωστε ως τεχνοτροπία ονομάστησε νεοκλασικισμός.
O νεοκλασικισμός που στόχευε στην «ευγενική απλότητα και το ήρεμο μεγαλείο» της αρχαιοελληνικής τέχνης με την οποία συνδέθηκε, λόγω της δημοτικότητάς της εκείνη την εποχή {εξαιτίας των αρχαιοελληνικών ευρημάτων των ανασκαφών της Πομπηίας και της Ηράκλειας που είχαν πραγματοποιηθεί στα μέσα του 18ου αι. και είχαν προκαλέσει το ενδιαφέρον της επιστήμης και της τέχνης. Ι. Βούρτσης, ο.π., σελ. 82.}, συνδέθηκε επίσης και με την ελευθερία-δημοκρατία ως προϋπόθεση άνθησης και τελείωσης των τεχνών, σε αντίθεση με τον απολυταρχισμό. Κατά συνέπεια έγινε η επίσημη τέχνη της Γαλλικής Επανάστασης με κοινωνικές προεκτάσεις. Αναπαριστούσε το ιδανικό, το τέλειο, το αληθινό και εξέφραζε την αρετή, την ηθική, τον πατριωτισμό. Διδάχτηκε στις Ακαδημίες Τεχνών και αποτέλεσε την πρώτη διεθνή υψηλή τέχνη. Έτσι, σύμφωνα με τους διανοούμενους, η υψηλή τέχνη απέκτησε και διδακτικό χαρακτήρα και τα έργα της εκτός από υποδείγματα αισθητικής αποτέλεσαν και φορείς διδαχής αρετών, τα οποία με την έκθεσή τους σε μουσεία θα συνέβαλαν στο κοινό καλό. Αν και τον 18ο αι. δεν είχε εμφανιστεί η έννοια της μαζικής κουλτούρας, μέσα από τη διατύπωση των θέσεων των διανοουμένων ως προς την τέχνη, που επιχειρήθηκε παραπάνω, αντιλαμβανόμαστε πως οποιαδήποτε καλλιτεχνική έκφραση που δεν ακολουθούσε τους κανόνες της υψηλής τέχνης θεωρούνταν όχι μόνο αιρετική, κακόγουστη και απορριπτέα, αλλά και απειλή πολιτισμική και κοινωνική.
Το αισθητικά κατώτερο και ηθικά ανυπόληπτο στην τέχνη εκφράστηκε από τους αστούς διανοούμενους τον 19ο αι. με τον υποτιμητικό όρο μαζική κουλτούρα. Περιελάμβανε το σύνολο των πολιτισμικών μορφών που παράγονταν και απευθύνονταν για κατανάλωση στα λαϊκά στρώματα, τα οποία βρίσκονταν σε κοινωνικό ανταγωνισμό με την κυρίαρχη πλέον πολιτικά και οικονομικά αστική τάξη, λόγω των διεκδικήσεών τους για συμμετοχή στην πολιτική και στην εκπαίδευση. Η αστική τάξη είχε επιβάλλει το δικό της πολιτισμικό σύστημα, σε εθνικό επίπεδο {λόγω της εθνικοποίησης των ευρωπαϊκών κρατών. Ι. Βούρτσης, ο.π., σελ. 83.}, στο οποίο κυρίαρχη θέση κατείχε η υψηλή τέχνη, εννοιολογικά τροποποιημένη σε σχέση με την αρχική της διατύπωση τον 18ο αι. και προσαρμοσμένη στις αρχές του εθνικισμού και στην ανάγκη έκφρασης της αντιπαράθεσής της προς τη μαζική τέχνη. Κάθε χώρα της Δύσης κατάρτισε τον δικό της κανόνα υψηλής εθνικής τέχνης, που περιελάμβανε τα έργα όλων των σπουδαίων καλλιτεχνών του παρελθόντος προσδίδοντας και διαχρονική αξία στην αισθητικά και ηθικά ανώτερη υψηλή τέχνη.
Αντιθέτως η μαζική κουλτούρα κατακρινόταν από τους διανοούμενους της εποχής, ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση, ως εφήμερη, ακαλαίσθητη, ανήθικη και εμπορευματοποιημένη. Είναι προφανές ότι και κατά τον 19ο αι. καλλιτεχνικές εκφράσεις σαν κι αυτές που περιγράφονται στα περιστατικά του αποσπάσματος που περιλαμβάνει το θέμα αυτής της εργασίας δεν θα ήταν ανεκτές και θα τύχαιναν σκληρής κριτικής.
Το σημείο διαφοροποίησης από τον 18ο στον 19ο αι., αν και οι θέσεις των διανοουμένων απέναντι σε κάθε αισθητική έκφραση που παρεκκλίνει της υψηλής τέχνης δεν αλλάζουν, είναι η εμφάνιση του όρου της μαζικής κουλτούρας για την περιγραφή της υποβαθμισμένης τέχνης.
Ενότητα 2
H διάκριση της τέχνης σε υψηλή και μαζική, που μας απασχόλησε στην προηγούμενη ενότητα, γίνεται σύμφωνα με την απολυταρχική (absolutist) αντίληψη, δηλαδή βάσει αντικειμενικών κριτηρίων αξιολόγησης και ιεράρχησης της καλλιτεχνικής αξίας των έργων τέχνης.
Μια διαφορετική προσέγγιση εκφράστηκε το δεύτερο μισό του 20ου αι., η σχετικιστική (relativist). Σύμφωνα με τους κύριους εκπροσώπους της, τους κοινωνιολόγους Pierre Bourdieu και Karl Mannheim, η αξιολόγηση των έργων τέχνης δεν στηρίζεται στα χαρακτηριστικά τους, αλλά σε κανόνες του κοινωνικού και πολιτισμικού περιβάλλοντός τους. Η κοινωνική ιεραρχία συμβαδίζει με την πολιτισμική, έτσι ώστε τα είδη τέχνης που καταναλώνονται από τις ανώτερες τάξεις χαρακτηρίζονται ως ανώτερα, σε αντίθεση με τα κατώτερα των κοινωνικά υποδεέστερων τάξεων.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο που προϋποθέτει έντονα ιεραρχημένες κοινωνίες και αποτελεί χαρακτηριστικό όλων των μεγάλων κοινωνιών {και μη δυτικών (π.χ. της κινέζικης), και προγενέστερων του δυτικού πολιτισμού. Ι. Βούρτσης, ο.π., σελ. 78}. Η υψηλή επομένως είναι πάντα η τέχνη μιας κοινωνικής ελίτ, που λειτουργεί ως μέσο νομιμοποίησης της ανωτερότητας αυτής της ελίτ έναντι των κοινωνικά κατώτερων ομάδων και της υποτιμημένης τέχνης τους. Αυτή η σχέση της υψηλής τέχνης με την ανωτερότητα της κοινωνικής ομάδας που την καταναλώνει, της έδωσε φετιχιστικό χαρακτήρα και τη μετέτρεψε σε μέσο για την απόκτηση κύρους-κοινωνικού γοήτρου.
Παρά το ότι η αξιολόγηση των έργων τέχνης σύμφωνα με τη σχετικιστική αντίληψη υπογραμμίζει τις κοινωνικές ανισότητες και την υποτίμηση της μαζικής κουλτούρας, το γεγονός ότι κάθε καλλιτεχνική έκφραση απευθύνεται στο δικό της κοινό, από το οποίο μπορεί να προσληφθεί και να καταναλωθεί, καθώς επίσης και ο ιδιαίτερος ρόλος που παίζει η καθεμιά στην πολιτισμική ζωή, συμβάλλουν στην αποτροπή της απόρριψης της μαζικής κουλτούρας. Η αποδοχή, ως εκ τούτου, της μαζικής κουλτούρας θα μπορούσαμε να πούμε ότι μας προϊδεάζει για τις εξελίξεις της τέχνης στη σύγχρονη εποχή.
Ενότητα 3
Mέσα από τις δύο ενότητες που προηγήθηκαν είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της τέχνης, με βάση τον διπολισμό υψηλή τέχνη-μαζική κουλτούρα, από την εμφάνιση των εννοιών αυτών τον 18ο αι. ως και τα μέσα περίπου του 20ου. Σε όλο αυτό το διάστημα η έννοια της υψηλής τέχνης κατείχε την κεντρική θέση, ενώ η μαζική κουλτούρα δεν ήταν ανεκτή και θεωρούνταν απειλή για την πολιτισμική ιεραρχία, τη λαϊκή κουλτούρα και την ίδια την υψηλή τέχνη. Κάθε εικαστική πρωτοπορία, από τον ιμπρεσιονισμό της δεκαετίας του 1870 ως τη μοντέρνα τέχνη (φουτουρισμός, κυβισμός, κονστρουκτιβισμός, εξπρεσιονισμός) των αρχών του 20ου αι., ενώ στην αρχική της εμφάνιση προκαλούσε αντιδράσεις και αντιμετωπιζόταν ως κρίση του πολιτιστικού προτύπου, τελικά ενσωματωνόταν στην υψηλή τέχνη. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με το κίνημα του υπερρεαλισμού που αντιτάχθηκε στις πολιτισμικές διακρίσεις και χρησιμοποίησε στοιχεία τόσο της υψηλής όσο και της μαζικής τέχνης ταυτόχρονα.
Η κατάργηση των πολιτισμικών ιεραρχιών, η υπέρβαση της υψηλής τέχνης και η ανάμιξή της με τη μαζική αποτελούν τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης τέχνης, της μεταμοντέρνας όπως ονομάζεται, που έχει τις ρίζες της στον υπερρεαλισμό.
Βάσει των προαναφερθέντων θεαματικών αλλαγών στην τέχνη, η έκθεση ενός δερμάτινου πορτοφολιού ή ορισμένων αντικειμένων που φαίνονται σαν σκουπίδια, σε ένα χώρο σύγχρονης τέχνης, δεν έχει τίποτα το παράδοξο, αντανακλά τα χαρακτηριστικά της μεταμοντέρνας τέχνης και απεικονίζει τη σύγχρονη εποχή μας. Η απομυθοποίηση της υψηλής τέχνης, αποτέλεσμα, των κριτικών αμφισβητήσεων που άρχισε να δέχεται μεταπολεμικά για το φετιχιστικό και ιδεολογικό χαρακτήρα της, καθώς και της διάδοσης των μέσων μαζικής επικοινωνίας, κάνει αποδεκτή κάθε καλλιτεχνική έκφραση που θα ήταν απορριπτέα τους προηγούμενους αιώνες.
Η εύκολη και φθηνή μαζική αναπαραγωγή των έργων τέχνης, αν και έχει κατηγορηθεί ως εμπορευματοποίηση της τέχνης, την έχει κάνει οικεία σε όλους. Σε σχέση και με τη σχετικοποίηση των πάντων, και παρά τις όποιες θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις συνεπάγεται η κατάργηση των ορίων, η εποχή μας, όπως και η τέχνη, είναι «ανοιχτή» σε κάθε είδους προσέγγιση, κριτική και αξιολόγηση. Υιοθετώντας την αισιόδοξη ερμηνεία αυτής της εξέλιξης της κοινωνίας θα δεχόμασταν την άποψη του Κarl Μannheim σύμφωνα με την οποία «η μείωση της κοινωνικής απόστασης αποτελεί την αναγκαία συνέπεια του κοινωνικού και πολιτισμικού εκδημοκρατισμού της ευρωπαϊκής κοινωνίας».
Μέσα από την ανάπλαση, σε αδρές γραμμές, της ιστορίας της δυτικής τέχνης από τον 18ο αι. ως σήμερα, που επιχειρήθηκε, για την ανταπόκριση στα ζητούμενα αυτής της εργασίας, διαπιστώνεται η στενή και αμφίδρομη σχέση μεταξύ εποχής και τέχνης. Το ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο κάθε εποχής παίζει καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της τέχνης της, ενώ τα χαρακτηριστικά μιας εποχής απεικονίζονται μέσω των έργων της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ι. Βούρτσης, Ε. Μανακίδου, Γ. Πασχαλίδης, Κ. Σμπόνιας, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Α΄, Η ΄Εννοια του Πολιτισμού, ΄Οψεις του Ελληνικού Πολιτισμού, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 1999
O. ΄Εκο, Κήνσορες και θεράποντες, Θεωρία και ιδεολογία των μέσων μαζικής επικοινωνίας, μτφρ. Ε. Καλλιφατίδη, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1987, σελ. 57-59
Kraus, Macdonald, Adorno, Arendt, Shils, Parsons, Williams, Morin, Baudrillard, Rousseau, d’ Alembert, Arnold, Nietzsche, Baudelaire, Benjamin, Horkheimer, Eco, Sontag, H κουλτούρα των μέσων, Μαζική κοινωνία και πολιτιστική βιομηχανία, μτφρ. Α. Λυκιαρδοπούλου, Λ. Ζήση, Λ. Αναγνώστου, Χ. Σκορίνης, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1991
Βιογραφικό της συγγραφέως
H Σταυρούλα Καραμπάτου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα.
Είναι πτυχιούχος του τμήματος Ελληνικού Πολιτισμού της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, με βαθμό Λίαν Καλώς.
Περαιτέρω το ενδιαφέρον της στράφηκε στην Ελληνική Παλαιογραφία, την ανάγνωση και μελέτη των χειρόγραφων κωδίκων. Παρακολούθησε μαθήματα, μετέχοντας στο Φροντιστήριο Ιστορικών Επιστημών του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, κατά το ακαδημαϊκό έτος 2009-2010. Για το ίδιο γνωστικό αντικείμενο παρακολούθησε επίσης τα Μαθήματα και των τριών ετών του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2011-2013. Πέραν της Ελληνικής Παλαιογραφίας παρακολούθησε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, στο ίδιο Ινστιτούτο, τα μαθήματα της Επιγραφικής και της Κωδικολογίας κατά το ακαδημαϊκό έτος 2009-2010, της Βυζαντινής Σφραγιστικής και της Εραλδικής κατά το ακαδημαϊκό έτος 2010-2011. Eπίσης στο πλαίσιο των Μορφωτικών του Εκδηλώσεων το Μάρτιο του 2010, τον Κύκλο Ομιλιών με γενικό τίτλο «Άνθρωπος και Περιβάλλον στο Βυζάντιο». Στο πλαίσιο του Προγράμματος Συμπληρωματικής εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών παρακολούθησε το Φθινόπωρο του 2021 το Επιμορφωτικό Πρόγραμμα «Οι Γυναίκες στην Επανάσταση του 1821 μέσα από τη Λογοτεχνία».
Τα προσωπικά της ενδιαφέροντα είναι ο ελληνικός παραδοσιακός χορός και το νεοελληνικό θέατρο.