χρονογράφημα ένας μάγκας στο λιμάνι

Ένας μάγκας στο λιμάνι

[η φωτογραφία προέρχεται από το https://pixabay.com και είναι ελεύθερη προς χρήση]

Home » Blog » Χρονογραφήματα » Ένας μάγκας στο λιμάνι


Χρονογράφημα “Ένας μάγκας στο λιμάνι”

του Μίλτου Μόσχου

«Μπιλατέρι μου;» ανοίγει η πόρτα και ακούγεται η φωνή από ένα μέτριο σε  ύψος ανθρωπάκι. Ξεχωρίζει το κεφαλάκι, μαλλί  γκριζαρισμένο μπορεί και βαμμένο, περιμένει πρόσκληση. «Καλώς τον Κλουζώ», του φωνάζει ο Νίκος, «έλα μέσα, έλα». Τα πρώτα που κάνουν εντύπωση είναι δυο βούρτσες, τα δυο καραμανλίδικα φρύδια, Ακολουθεί το πηγούνι με μια φούντα τρίχες. Μάγουλα έτοιμα να σκάσουν, ροδοκόκκινα. Αετός· δεν του ξεφεύγει τίποτα, από συνδικαλιστικά μέχρι τα γκομενίστικα της κάθε μιας. Μάγκας με βουλαρισμένο πτυχίο στο λιμάνι του Πειραιά. Λεξιλόγιο περίεργο, μαγκίτικο, με λέξεις-κλειδιά και υπονοούμενα.

Ρίχνει το κορμί του στην καρέκλα του επισκέπτη. Πονηρό χαμόγελο πάνω του. Κάτι θα έχει ανακαλύψει και θέλει να το πει σε κάποιον.

Πλάτη γυρισμένη στο γραφείο της Εύας. Μισογυρνάει το κορμί του ελαφρά στα πλάγια. Όχι εντελώς, μη στραβώσουν τα γρανάζια. Το ένα μάτι μπαταρισμένο προς το γραφείο της και το άλλο ξεχασμένο προς τον Νίκο.

«Η Γιαβουκλού ;… δεν χορταριάζει σήμερο εδώ;»

«Άδεια μητρότητας».

«Μητρότητας; Έλα ρε… μη μου το καις! Παντρεμένο το μωρό;». Ένα τικ  κλικάρει στο μάγουλο, κάθε φορά που τα χάνει.

«Παντρεμένη και δε θα τόξερες; Πλάκα κάνω, ελεύθερη είναι».

«Είπα και ‘γω! πότε σουσουμιάστηκε!»

«Και αυτό ήθελες να το μάθεις, ρε μπαγάσα!»

«Πώς το κιαλάρεις το καινούργιο σου καϊκι;»

«Μια χαρά κοπέλα είναι, έξυπνη και εργατική».

«Μοστράρει τον χάρο στις εφόδους στα λαμόγια του Πειραιά;»

«Καιρό τώρα».

«Πώς το βλέπεις; τα αντιλαβού και κύριε το ελέησο;»

«Και πολύ μάλιστα· αυτή θα γίνει καλύτερη από μένα· σκληρή γκόμενα. Μπορώ να σου πω ότι λιγότερα τσαλιμάκια της κάνουν αυτής, από εμένα. Αυτηνής δεν τολμάνε· τους πιάνει από τ’ αρχίδια με το που θα μπει στο μαγαζί. Τη βλέπεις στην αρχή και λες, καλά, αυτήν θα την πιάσουν κότσο από το πρώτο λεπτό, αλλά πάντα τους τη φέρνει την τελευταία ώρα. Τα πρόστιμα τα πληρώνουν πιο ευχάριστα, όταν τους τα βάζει αυτή. Μάλλον εμείς γεράσαμε και έχουμε χάσει τα παλιά αντανακλαστικά μας».

«Πάρκαρε τα αυτά, άλλο το αλφάβητο το σημερινό· γιαλισμένο το γκομενάκι;»

«Παρντόν;»

«Λέω… από το άλλο βότανο… πώς τα πάει; το πουλάει στην αγορά;»

«Βότανο;»

«Το γκομενίστικο, μωρέ αγράμματε!» και να το πάλι το τικ.

«Μη λες μαλακίες για συναδέλφους και τις εκθέτεις. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα».

«Ρε, δε ζωγραφίζω σένα και κείνη, σιγά τη πρόσοψη που θέλει και κομπόστα! Σκληρό ψωμί για τους φαφούτηδες, ρε κακομοίρη!»

«Δεν σε καταλαβαίνω, ρε συ, τι εννοείς; αν δεν τα λες για μένα, τότε για ποιόν τα λες;»

«Παίζει κανένα δισκάκι στα 33 στροφάδια το κορίτσι;»

«Κάτσε μια στιγμή να την πάρουμε τηλέφωνο να τη ρωτήσουμε!»

«Ρε άσ’ το τηλέφωνο, έβρεξε κοκόρια και κάνει παράσιτα… αν σου έχει πει τίποτα λέω».

«Μα τι παπαριές μου λες μωρέ, τι να μου έχει πει;»

«Κοιμήσου τέρτσο, εδώ χωμένος στα χαρτιά σου και οι άλλοι σουλατσάρουν».

«Ρε Κλουζώ, θα έπρεπε να ξέρω τα γκομενίστικα της καθεμιάς; αυτά είναι δικιά σου δουλειά… που την κάνεις μάλιστα πολύ καλά».

«Καλό το λαξοτανίλ; ξύπνα ρε ξωφυλαρούχα!»

«Ρε δε με χέζεις; δεν έχω άλλη δουλειά να κάνω!»

«Δε μου λες;… το μαραίνει το χαμομήλι;»

«Ρε μαλάκα, αν δεν αποφασίσεις να μιλήσεις σαν άνθρωπος, άντε και γαμήσου!»

«Σήμα ελήφθη….. τέλος το κατηχητικόν… “αυτιά εγέρθητου”, μολύβι και χαρτί. Κι από ενθάδε κι εμπρός, κρατήσου καρεκλάτος, το ΚΑΤ κλειστόν γαρ»

«Λέγε ρε συ, μ’ έπρηξες!»

«Το γκομενάκι είναι στρέϊτ;»

«Στρέϊτ! Ξέρω γω; πού να ξέρω;»

«Μήπως καπνίστηκε από Λέσβο μεριά;»

«Να τη ρωτήσουμε αύριο που θα έρθει, να μας πει. Μα τι λες βρε παπάρα, τι με ρωτάς; που να τα ξέρω εγώ αυτά;»

«Λεπόν, άκου τι γράφει το κοντέρι… Βεάκειο,  Θέατρο Περαία, ο Βασιλιάς ο Λήρης, Σαββάτο που μας πέρασε, αγκαλίτσα με όμορφο αγοράκι, πέντε κερκίδες πιο κει, πέσε τώρα».

«Φιλότεχνος βλέπω, ρε Κλουζώ. Τι δουλειά έχεις εσύ με τον Ληρ; Το πολύ σε κόβω για ένα κουτούκι με βαρέλια ρετσίνας δίπλα σου».

«Αφού το ξέρεις ότι είμαι του καλλιτεχνικού πατινάζι. Ούτε που τον ήξερα τον Λήρη, σιγά το χάνο, έπαιζε η κόρη μου τη μέρα εκείνη· γι’ αυτήνα πήγα, έτσι μορφώθηκα και περί τέχνη».

«Α, ρε ταλαίπωρε και έφαγες στη μάπα τον Σαίξπηρ για την κόρη! Τι τραβάς και εσύ με την τέχνη της κόρης σου!»

«Μη φεύγουμε από το παχνί, το θέμα είναι το γκομενάκι σου».

«Δεν είναι ρε μαλάκα γκομενάκι μου, κόψε επιτέλους τις μαλακίες. Την εκθέτεις την κοπέλα».

«Δερβίση μου, εγώ δε κάνω εκθέσεις, αυτή απλώνει το βρακί της όπου λάχει».

«Γιατί, ρε, τι έγινε;»

«Αγκαλίτσες… μάτσα μούτσα… ομορφούλης καυτερός γαρ».

«Ε, και; πού το βλέπεις το κακό; εμείς θα της πούμε με ποιόν θα αγκαλιάζεται;»

«Δε βούλομαι αυτό, Ωχού….. ρε μυστήριε».

«Και τι βούλεσαι, ρε Κλουζώ;»

«Ο πιπεράτος είναι γείτονάς μου και γνωστό ρεντίκολο, συνάμα. Παλαιόθεν νομίζαμε ότι ο Θανάσης ήταν του ημερήσιου. Αλλά από τον Λήρη και μετά τον κατάταξα στους by».

«By;… τον κατάταξες;… Τι λες, ρε;»

«Ναιιιι, καρφώθηκε και η ταμπέλα, σου λέω!»

«Άντε ρε από κει, λάθος κάνεις».

«Ξέρεις να κάνει άκυρα ο Κλουζώ; Μένει στο μπουλεβάρτο μου, πέντε σπίτια πιο κει. Τον φτύνουν και οι γερόγατοι. Νύχτα φεύγει από το σπίτι, βράδυ έρχεται. Δεν έχει μούτρα να εμφανιστεί στο κομιτάτο».

«Και δε μου λες, ρε Κλουζώ, ο πρώτος είναι, ή ο τελευταίος; Γιατί τον κοροϊδεύετε και γιατί έγινε ρεζίλι; Και τι σχέση έχει το ρεζίλι με την Εύα;»

«Να στα πω από την αρχή… πατάω όπισθεν.

Πριν δυο χρόνια ο πιπεράτος γοργονιάστηκε στο μπουλεβάρτο με μια βουνοκορφή… κάτσε καλά… θεογκόμενα! Σαλιώναμε χαρτόσημα. Πιτσουνιαρισμένα στο σπίτι του, κανονικό ζευγάρι. Πολύ γιαγκίνι σου λέω. Έλα όμως που το πήμα δεν είχε ρήμα! Με συλλαμβάνεις;»

«Τι πράγμα;»

«Ψιλοκάβαλο κατάρτι, ρε αλάνι. Πλάτες;… πίστα. Πόδι;… για πέναλτυ. Μαλλί;… κουρτινάκι σε μπορντέλο κι από μέσα η τσατσά, Φωνούλα;…  ξεψύχα. Δεν μας έστρωνε η κάσα, αλλά στα τέτοια μας. Μια μέρα του Θεού, τους παίρνει μέτρα μια άλλη γνωστή λαγουδίτσα της γειτονιάς, ο κουσελιάρης της παρέας,τα ξέρασε όλα».

«Δηλαδή;»

«Δηλαδής, δημοσιεύτηκε το απόρισμα. Το ψιλοκάβαλο ήταν άντρακλας και τραβεστί. Ξέρεις, αυτοί μεταξύ τους αντιλαβού και ελέησον αμέσως. Αυτό που όλοι μας κοιτάγαμε σα  δαχτυλίθρα, αυτός το ξεπέτα στο πρώτο λεπτό. Μόλις τη κόζαρε, μόλις ακροάστηκε μια λέξη της, μόλις περπάτησε δυο απλωσιές στις πλάκες, το πράμα καθάρισε».

«Τι μου λες ρε;…τι γλώσσα μιλάς;»

«Όπως καταλαβαίνεις βγήκε παράρτημα στη γειτονιά. Από την άλλη μέρα ο σεβνταλής έβγαλε κόκκινη στο τραβεστάκι. Τόχωσε οικοτροφείο για κάνα δυο μήνες ακόμα. Μετά, δεν το ξανάδαμε, πάει, “γένε λαγός και πούλευε” που λέν κι οι διαβασμένοι.

»Και το Σαββάτο να ο πιπεράτος, αγκαλιά με το Ευάκι. Είπα να σηκωθώ να του υπερβάλλω τα διαπιστευτήρια μου,  αλλά δε φόραγα το φράκο».


Θα θέλατε…

να λαμβάνετε στο mail σας τις νέες αναρτήσεις του site; [στην επιφυλλίδα μπορείτε να το ζητήσετε]

να διαβάσετε κάτι άλλο και όχι αυτό που διαβάσατε;

να στείλετε τα σχόλια σας στο mail μου;


 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *