χρονογράφημα "η Ζημιά"

Η ζημιά

[η φωτογραφία προέρχεται από το https://pixabay.com και είναι ελεύθερη προς χρήση]

Home » Blog » Χρονογραφήματα » Η ζημιά

Η σελίδα προβλήθηκε: 129+373 φορές

γράφει ο Β.Γ.

Χρονογράφημα “η Ζημιά”

‘‘Άντε και…’’

«Αντώνη! Μεγάλη η ζημιά».
Τι λες! Ώστε μεγάλη…
Ταράχτηκα… Δέκα όλες κι όλες οι τρίχες μου και μ’ αυτές παιδεύεται χρόνια τώρα· τη λέξη ‘‘ζημιά’’ δεν την έχει εκστομίσει ποτέ… Κι απ’ την άλλη, αυτό το ύφος του… το μελοδραματικό, το αλλόκοτο… Όχι, δεν είναι ο Τάσος αυτός.

«Με την ψιλή», του φωνάζω κάθε φορά, κι αυτός απαντάει, «Δεν πας καλά», και ρίχνεται με μεγαλύτερη μανία στο κεφάλι μου. Κουρεύει τί γαμώ το; Αέρα κοπανιστό. Κι όταν τελειώνει, φανερά ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα, σέρνει ένα καθρεφτάκι γύρω μου, για να ελέγξω κι εγώ την ποιότητα της δουλειάς του. «Αγόρι μου! Λεβέντη μου!» μου λέει, «Για κοίταξε πώς σε ’φτιαξα. Με μπούκλες!»… Και σήμερα… Σήμερα δε θα ’χει μπούκλες· το βλέπω…

Θυμάμαι κάποτε που, αστειευόμενος, τον ρώτησα γιατί οι τρίχες αραιώνουν στο κεφάλι μου και την ίδια στιγμή πληθαίνουν στην πλάτη και στον πισινό μου. Θεία πρόνοια αγόρι μου, μου απάντησε, για να ριζώσεις πιο καλά στο χώμα, όταν με το καλό ψοφήσεις. Κι είχε πει κι άλλα τότε… ότι άμα κανείς κάθεται και τις μετράει, πάει, τελείωσε, είναι μαλάκας… κι όσο για μένα, με το λακριντί μου ρίχνω και την καλύτερη γκόμενα, τι να τις κάνω τις τρίχες; σε δουλειά να βρισκόμαστε;… κι επειδή το ’φερε η συζήτηση… ρε παιδί μου, άκου να δεις… εκείνη η Νικολίνα, η Βουλγάρα μωρέ, που φροντίζει τον πατέρα του… εκεί χαμηλά, στο απαυτό της, τις έχει δάσος, κι αυτός, εντάξει, κουρέας είναι, τι να κάνει;

Σε κάθε ευκαιρία παίρνει τα ψαλίδια του και χώνεται ανάμεσα στα σκέλια της. Βάζει όλη του την τέχνη και της φτιάχνει καρφάκια, βαρκούλες κι άλλα τέτοια. Η Νικολίνα, όσο εκείνος ψαλιδίζει, φοβάται ότι θα της το κόψει το… κι όλο του φωνάζει μη και μη, αλλά στο τέλος, ξετρελαίνεται μ’ αυτό που βλέπει, φωνάζει μπράβο Τασούλη, κι αμέσως σκύβει και του… ‘‘Ααχ… τι ’ταν αυτό!’’… Ο ίδιος ήταν που τα ’λεγε; Τα ξέχασε;

Γεροντοπαλίκαρο ο Τάσος

Καλή ψυχή και μάστορας στη δουλειά του. Τον αγαπώ πολύ. Πάνε χρόνια τώρα που με κουρεύει. Τα τελευταία δύο, που έχει βγει στη σύνταξη, έρχομαι εδώ, στο σπίτι του.

Και την προηγούμενη φορά κάτι δεν πήγαινε καλά. Σπασμωδικές κινήσεις, περίεργες παύσεις, ψελλίσματα για ζημιές. Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Μπορεί να ’ταν κουρασμένος, σκέφτηκα. Σήμερα όμως, στον καθρέφτη απέναντί μου ένας άλλος Τάσος, ανήσυχος, προβληματισμένος. Έχει περάσει την πετσέτα γύρω απ’ το λαιμό μου, αλλά δεν εννοεί να ξεκινήσει. Κρατάει τη μέση του με τα δυο του χέρια, έχει τα χείλη του σφιγμένα, το κεφάλι του διαρκώς σκυμμένο πάνω απ’ το δικό μου.
«Ρε Τάσο! Τι έγινε; Μας την πέσανε;»

«Αντώνη! Μεγάλη η ζημιά»

Ποιος; Ο Τάσος! Σε μένα! Για τη φαλάκρα μου που τόσα χρόνια μαζί τη χτίζαμε, πόντο πόντο!

«Εντάξει Τάσο, τελείωνε».

Δεν μπορεί, ή η συνταξιοδότησή του του έχει στοιχίσει ή τον παράτησε η Βουλγάρα. Ας μου το ’λεγε· θα τον στήριζα.

Θα πρέπει να ’μουνα γύρω στα τριανταεφτά με τριανταοχτώ, όταν άρχισαν να πέφτουν τα μαλλιά μου. Αναστατώθηκα, δεν μπορούσα να κοιμηθώ τα βράδια.
Η Μαρίτσα στην αρχή με πήρε με το μαλακό. «Ρε Αντώνη! Με κυνηγούσες χρόνια· με το μαλλί σου μ’ έριξες; Όχι, πες μου! με το μαλλί σου;… Με το μυαλό σου ρε Αντώνη». Ήθελα να της απαντήσω ότι αν τότε που έτρεχα πίσω της, δεν είχα πυκνό κατσαρό μαλλί να φτάνει μέχρι κάτω τους ώμους μου, πόσο μάλλον αν ήμουν φαλακρούλης, ίσως να μη μου είχε δοθεί ποτέ η ευκαιρία να καθίσω δίπλα της, για να μπορέσω να τη ρίξω με το λαμπρό κοφτερό μου μυαλό – δεν της είπα τίποτα.

Επανήλθε με πιο ισχυρό… πιο ‘‘χειροπιαστό’’ θα ’λεγα επιχείρημα. «Αντώνη, ο χρόνος περνά για όλους μας. Εσένα πέφτουν οι τρίχες, εμένα πέφτει το στήθος… Για πιάσε εδώ… Εδώ μωρέ! Στο στήθος!» Στον καναπέ εγώ, αμίλητος. «Άσε! άσε! Δε χρειάζεται να πιάσεις· δέκα χρόνια τώρα έχει γίνει ένα με τη χούφτα σου· δεν το ’χεις δει;» Εντάξει, μπορεί και να το ’χα δει, αλλά… όσο και να ’πεφτε το στήθος της, θα εξακολουθούσε να είναι εκεί, στη θέση του, και υπήρχε και η χούφτα μου να το στηρίζει, ενώ οι δικές μου οι τρίχες… γινόντουσαν καπνός.

Και να της το ’λεγα, δε θα καταλάβαινε…

Από κει και πέρα ποιος είδε τη Μαρίτσα και δεν τη φοβήθηκε! Άρχισε να μου φωνάζει, να λέει ότι λυπάται τον εαυτό της που τόσα χρόνια είχε δίπλα της έναν βλάκα, κι ότι αν συνέχιζα έτσι, θα ’φευγε απ’ το σπίτι. Και βέβαια, θα ’παιρνε και το παιδί μαζί της, για να μην το τρελάνω.

Μπορεί να συνήλθα λιγάκι, αλλά το ’βλεπα: δε θα ’ργούσε η μέρα που θα ’μπαινα στο γραφείο και θα ’κουγα εκείνο το καθίκι, τον Τάκη, να μου φωνάζει, «Πού ψώνισες τη φαλάκρα ρε Αντώνη;» Το σκεφτόμουνα και μ’ έπιανε πανικός.

Καλά, δεν κοιτούσα γύρω μου; Δεν έβλεπα τα χειρότερα; Τη φτώχεια, τις αρρώστιες κι ένα σωρό άλλες πληγές που βασάνιζαν τον κοσμάκη; Δεν είμαι ανόητος, όλα τα ’βλεπα· μα εκείνη τη φωνούλα μέσα μου που διαρκώς μου ψιθύριζε: «Ρε Αντώνη! Εσύ; Ο ορθολογιστής; Μοναδική σου έγνοια οι τρίχες ρε;»… Δεν ξέρω τι με είχε πιάσει – έκλεινα τ’ αυτιά μου να μην την ακούω.

Έπεσα τυχαία στον Τάσο όταν μετακομίσαμε σε άλλη γειτονιά και είπα να ’λλάξω κουρείο. Θυμάμαι ακόμη την πρώτη μου επίσκεψη… Σε δευτερόλεπτα αφότου με κάθισε στην πολυθρόνα, στάθηκε όρθιος πίσω μου και, με ύφος, κοιτάζοντάς με μέσα απ’ τον καθρέφτη, είπε: «Αγόρι μου, για πρόσεξέ με… Κοτοπουλάκι μαδημένο μπήκες εδώ μέσα, έτσι δεν είναι;… Ε, θα δεις πώς θα βγεις! Κοκοράκι που θα γαμεί και θα δέρνει!»… Αισθάνθηκα άβολα.

Λίγο πριν, με είχε υποδεχτεί λες και είμασταν παλιοί γνώριμοι: χαμογελαστός, με τα χέρια του στην έκταση έτοιμος να μ’ αγκαλιάσει, και μ’ ένα εκκωφαντικό, «καλώς το αγόρι μου!» – προσφώνηση που με ακολουθεί από τότε.

Όταν σε κουρεύει, χάνει την αίσθηση του χρόνου

Απομονώνει την κάθε σου τρίχα κι αναμετριέται μαζί της ώρα ολόκληρη. Κι εκεί που λες ότι να, τελείωσε, και το βηματάκι που κάνει προς τα πίσω είναι για να ρίξει, υποτίθεται, μια τελευταία ματιά στο κεφάλι σου, αυτός πάντοτε κάτι βρίσκει να διορθώσει. Κι έτσι, ακολουθεί δεύτερος ή ακόμη και τρίτος γύρος… Δε δυσανασχετώ· το αντίθετο, το απολαμβάνω· αφού, όσο κρατάει ψαλίδι στα χέρια του, τα πειράγματα, οι ιστοριούλες και τ’ ανέκδοτά του δεν αφήνουν τίποτα όρθιο.

Έχω συναπαντηθεί με πολύ κόσμο στο σαλονάκι του. Άλλοι, κι είναι οι περισσότεροι, έρχονται για να τους ελαφρύνει από τις πολλές τις τρίχες, και οι υπόλοιποι, όπως εγώ, για να βάλει σε τάξη τις λίγες που τους έχουν απομείνει. Όποια θεραπεία κι αν απαιτεί το κεφάλι που του εμπιστεύονται, δεν αλλάζει τακτική: Επίθεση συνεχής, επίμονη, σχολαστική, απ’ όλες τις μεριές.

Και την ίδια ώρα που τα ψαλίδια του βγάζουν φωτιές, δίνει -ίσως σκόπιμα, για ν’ αποφορτίσει την ατμόσφαιρα, αφού η ‘‘δοκιμασία’’ δε λέει να τελειώσει, ή, κι από καλλιτεχνική προδιάθεση που βρίσκει ευκαιρία να εκτονωθεί- μια μικρή παράσταση· κι είναι απολαυστικός, γιατί, έχει την ικανότητα -τον θαυμάζω γι’ αυτό- να προσαρμόζει περιεχόμενο και ύφος στις ιδιαιτερότητες του πελάτη που κάθε φορά έχει μπροστά του!

Κι εντάξει… άλλους… αν, και πώς τους έχει επηρεάσει ο Τάσος, δεν το ξέρω… αλλά εμένα;… Πώς αλήθεια βγαίνω εγώ απ’ το κουρείο του;… Κοκοράκι που…; Όχι βέβαια, αλλά πάντως, με ηθικό αναπτερωμένο. Να φανταστείτε ότι, κάποτε, δεν τολμούσα να σκύψω μπροστά σε καθρέφτη, γιατί με τρόμαζε εκείνο το ξέφωτο στην κορυφή του κεφαλιού μου, και τώρα, αν πριν δεν το ψεκάσω με κολόνια, δεν πάω πουθενά… Άσε την κακομοίρα τη Μαρίτσα.

Καμιά φορά, ακουμπούσε κατά λάθος τη φαλάκρα μου, και το πιο αθώο απ’ αυτά που άκουγε ήταν το, «μην το ξανακάνεις, γιατί θα σε πάρει και θα σε σηκώσει!», και τώρα, όταν είναι να κάνουμε ‘‘παιχνίδι’’…

«Αντώνη; Να σου χαϊδέψω μωρέ λίγο το κεφαλάκι;»

«Άσε τώρα…»

«Έλα μωρέ… μ’ αρέσει… είναι δροσερούλι!»

Μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω κι έναν άλλον Τάσο…

Πάει καιρός. Είχα περάσει απ’ το κουρείο του αργά το βράδυ. Δεν περίμενα ότι τέτοια ώρα θα ’χε πελάτη. Είχε. Ένα νεαρό παιδί, γύρω στα είκοσι. Έκανα να φύγω, αλλά ο Τάσος, μ’ ένα του νεύμα, μου έδειξε πού να καθίσω και μου άνοιξε την τηλεόραση. Ήταν φανερό ότι επιθυμούσε τη σιωπή μου.

Δεν είχα κανένα λόγο να προσέξω ιδιαίτερα το παιδί. Έτσι, στις δυο-τρεις ματιές που όλως τυχαίως του έριξα, δεν είδα κάτι που θα μπορούσε να μου κινήσει την περιέργεια. Ήταν όμως οι κινήσεις του Τάσου, ο τρόπος που του μιλούσε, τα λογάκια που του έλεγε που με άφησαν άναυδο. Πού οι όλο ζωντάνια χειρονομίες του; Πού τα πονηρά του ανέκδοτα; Πού τα αστειάκια του που σε κάνουν να χτυπιέσαι απ’ τα γέλια;… Μπροστά μου είχα έναν Τάσο νηφάλιο, προστατευτικό, γλυκομίλητο, τρυφερό, εξίσου αξιολάτρευτο μ’ αυτόν που μέχρι τώρα ήξερα, αλλά τελείως διαφορετικό.

Έφυγε ο νεαρός και του ζήτησα να μου δώσει μια εξήγηση… Καλά, αφού το κεφάλι του μικρού, εδώ μπροστά, πάνω απ’ το κούτελο, φέγγιζε λιγάκι· πώς και δεν το πρόσεξα;… Κι εντάξει… η αφεντιά μου το ξέρει… αυτός, τη γλεντάει τη ‘‘φαλάκρα’’, αλλά, άμα πρόκειται για πιτσιρίκο… «Αγόρι μου… όπως τότε που πέθανε η μάνα μου… Δεν το αντέχω»…

Κι είναι και το άλλο… ο μικρός, πίστευε ότι αυτός ήταν ο λόγος που τον άφησε η φιλεναδίτσα του, κι ας έλεγε αυτή διάφορα αριστερά-δεξιά· κι ήταν μέρες τώρα που δεν έβγαινε, δεν έτρωγε, δε μιλούσε σε κανέναν, κι ο πατέρας του, ήταν κι αυτός πελάτης του Τάσου, φοβόταν μήπως κάνει καμιά τρέλα… Δεν έπρεπε λοιπόν να τον στηρίξει;…

…Κι αυτή τη στιγμή, ο Τάσος, απορημένος, ανήμπορος, στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι ενός πενηνταπεντάρη άντρα, το δικό μου το κεφάλι, και μετράει ζημιές!…

Αναρωτιέμαι μήπως του ’στριψε…

Αλλά πώς;… Έτσι, ξαφνικά;… Στα καλά καθούμενα;… Απίθανο… Μήπως κάνει πλακίτσα;… Δε μ’ έχει συνηθίσει σε τέτοιου είδους… Αν όμως;… Τότε, λάθος επιλογή, γιατί και γω δεν είμαι στα καλύτερά μου· έχω προβλήματα καί στο γραφείο καί στο σπίτι… Οι πλακίτσες μού λείπανε… Ας είναι… θα κάνω υπομονή και σήμερα, και την επόμενη φορά, αν αρχίσει πάλι τα ίδια, θα προσπαθήσω με τρόπο στην αρχή, γιατί είναι αδερφός, να ανιχνεύσω τι συμβαίνει. Ελπίζω να συνεργαστεί, κι αν πρόκειται για κάτι σοβαρό και χρειάζεται βοήθεια, δεν το συζητώ, θα ’μαι δίπλα του.

Αν όμως με αγνοήσει και συνεχίσει να οδύρεται πάνω απ’ το κεφάλι μου… ε, φτάνει πια! «Τάσο; Σε παρακαλώ ένα ποτήρι νερό», και μέχρις ότου επιστρέψει, θα ’χω πεταχτεί επάνω, θα ’χω κατεβάσει τα βρακιά μου και θα ’χω καθίσει στην πολυθρόνα τουρλόκωλα. «Τάσο, εδώ δεν έχει γίνει ζημιά. Καρφάκια!» Κι αν κάνει ότι δεν καταλαβαίνει; «Ρε Τάσο, όπως και στο απαυτό της Νικολίνας». Κι αν και τώρα δε συνέλθει, μου θυμώσει ή και γω δεν ξέρω τι; Ε τότε, «Άντε και γαμήσου, Τάσο!»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *