φωτο από το pixabay.com
Home » Blog » Χρονογραφήματα »
Χρονογράφημα “Οι Καλικαντζαραίοι”
γράφει ο Β.Γ.
Ήταν διαβολιά της μικρής.
Ακόμη μία. Ταράχτηκα, θύμωσα. Κι όχι εξαιτίας της φαιδρότητας, του οίκτου, ή και της αποστροφής ίσως που η εικόνα μου θα προκαλούσε σε τρίτους· ήταν το λιγότερο – είχαμε ξεφύγει πια.
Το γεροντάκι που, στην οθόνη του κινητού μου, πάσχιζε να σταθεί όρθιο, όσο κι αν με πονούσε, ήμουν εγώ, ο Αντώνης… Πυκνά λευκά γένια, πέντε όλες κι όλες οι τρίχες στην κεφαλή, καμπουριασμένοι ώμοι και σχεδόν γυμνός· με το φανελάκι επάνω και… αχ, τρομάρα μου! με το γαλάζιο σώβρακο κάτω. Αμ εκείνα τα έρμα τα πόδια μου… αποστεωμένα. Κι ακροβατούσα κιόλας με δαύτα. Στηριζόμουν στο ένα πόδι, το αριστερό, και κρατώντας το δεξί ψηλά, προσπαθούσα να το περάσω στην πιτζάμα.
Το κινητό μου επάνω στο ψυγείο. Μου είχε διαφύγει ότι ήταν πρώτη και στις αναρριχήσεις· λάθος μου. Μετά, όλα ήταν εύκολα. Ήξερε τον κωδικό πρόσβασης, ήξερε να στέλνει μηνύματα, ήξερε… ήξερε τα πάντα. Κι έτσι, η αφεντιά μου έφτασε να φιγουράρει και στο κινητό της νονάς της. Αποδέκτης, υποτίθεται, η κόρη της νονάς ‒ επτάχρονη κι αυτή, όπως κι η δικά μας. «Μα γιατί, βρε καρδιά μου; Γιατί;» ‒ «Έλα τώρα, ρε παππού, για να γελάσουμε».
«Μπαμπά, προσέχετέ την λίγο περισσότερο», η κόρη μου.
«Τι να πρωτοπροσέξουμε, παιδί μου, μου λες;»
Έπρεπε να μπει ένα φρένο. Το ερώτημα ήταν… ποιος και πώς.
Όσο εξιστορούσα τα κατορθώματα της εγγονής μου, ο ξάδερφός μου, ο Αντωνάκης, παππούς κι αυτός και συνομήλικος μου, παρακολουθούσε μ’ ένα συγκαταβατικό, μισοπόνηρο χαμογελάκι. Κι όταν τελείωσα, «Κάτσε» μου ‘πε, και μου ‘σφιξε το χέρι, «κάτσε τώρα να ‘κούσεις και τα δικά μας κατορθώματα».
Είχε αναλάβει τη φύλαξη του εξάχρονου εγγονού του.
Σε καμιά ωρίτσα θα ‘ταν πίσω οι γονείς του, έτσι είχαν πει… Ματιές στην τηλεόραση ο παππούς, χωμένος στην οθόνη ενός τάμπλετ ο εγγονός. Ο γέροντας, γριπιασμένος λιγάκι, φύσηξε τη μύτη του δυο-τρεις φορές και, τι το ’θελε; έβηξε κι όλας…άντε, άλλες τόσες. «“Σταμάτα πια, ρε παππού. Μας γάμησες”, η αντίδραση του εγγονού μου. Και πίστεψέ με, ρε Αντώνη, δε με τάραξε τόσο η κουβέντα που εκστόμισε ο μπόμπιρας –και ο γιος μου και η νύφη μου δεν προσέχουν καθόλου πως μιλάνε μπροστά στο παιδί–, όσο ο τρόπος του. Απαθής, στον κόσμο του· χωρίς καν να σηκώσει το βλέμμα του από κείνη την αναθεματισμένη την οθόνη. Κατάλαβες; σαν να ’μουν μια μύγα που τον ενοχλούσε και ασυναίσθητα σήκωσε το χέρι του να τη διώξει. Γαμώ το! Ένα εξάχρονο σκατό».
Καταλήξαμε ότι οι καιροί έχουν αλλάξει.
Κάποτε, καθόμασταν σούζα μπροστά στους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, και τώρα, εμείς πια παππούδες, καθόμαστε σούζα μπροστά στα εγγόνια μας.
«Θυμάσαι, ρε Αντωνάκη, τη γιαγιά την Αλεξάνδρα; Τους καλικαντζαραίους και τους διαβόλους τους θυμάσαι;»
«Αν τους θυμάμαι! Για χρόνια μετά, δεν ερχόντουσαν στον ύπνο μου και με τσιτσίριζαν; Δε στο ’χω πει;»
Η γιαγιά, η Αλεξάνδρα, ζούσε μόνη· τα καλοκαίρια στο χωριό, τους χειμώνες στην πόλη, κοντά μας. Τον παππού δεν τον γνωρίσαμε. Είχε φύγει πολύ νέος. Πήραμε το όνομά του· και μόνο για τους συγγενείς, για να μη μας μπερδεύουν, Αντώνης εγώ, Αντωνάκης ο ξάδερφος.
Ήμασταν πιτσιρικάκια του Δημοτικού… Τα καλοκαίρια, με το που γυρίζαμε απ’ τα μπάνια, οι δυο αδερφές και μαμάδες μας όλο διαμαρτύρονταν. Πάει, τελείωσε, δεν ήταν διακοπές αυτές. Και να μην το πούνε πουθενά. Πήγαν για να χαλαρώσουν λιγάκι, αλλά με τους κανακάρηδες διαρκώς μες στα πόδια τους, να ζητάνε πότε το ‘να και πότε τ’ άλλο, καλύτερα στο σπίτι, χίλιες φορές… Και δεν ηρεμούσαν, μέχρι που έπεφτε η πρόταση, “Να τους στείλουμε κανά δεκαήμερο στο χωριό, να ησυχάσουμε λίγο από δαύτους”.
Πάνε εξήντα τόσα χρόνια, κι όμως, όλα τόσο καθαρά, σα να ’ταν χθες… Βραδάκι στο χωριό.
Η ζέστη ανυπόφορη και η ατμόσφαιρα έντονα φορτισμένη. Έχει προηγηθεί ολοήμερο ξέφρενο παιχνίδι και ‘χει δοθεί μάχη με τη γιαγιά –με φωνές, υποσχέσεις, αλλά και απειλές εκ μέρους της– μέχρι να μαζευτούμε επιτέλους στο σπίτι· και εκεί, «Έτσι θα πάτε για ύπνο, βρε; Μες στις λάσπες;» κι ακολουθεί κι άλλη μάχη μαζί της… Ήδη, μας ξεπλένει με το λάστιχο που ποτίζει τα λουλούδια, και οι δυο “κακούργοι” –έτσι μας αποκαλεί– χοροπηδάμε ολοτσίτσιδοι στο πλακόστρωτο της αυλής ξεσηκώνοντας τον κόσμο με τις φωνές μας. Όσο τα λεπτά κυλούν, οι αλαλαγμοί μας –“αφού είμαστε ινδιάνοι, ρε γιαγιά”– όλο και πιο άγριοι… Δείχνει ανήμπορη να μας κουμαντάρει· η κατάσταση έχει πια ξεφύγει… Και ξαφνικά, το σκηνικό αλλάζει.
Πετάει καταγής το λάστιχο η γιαγιά και τρέχει να κλείσει τη βρύση. Κατόπιν, φέρνει το δείκτη του δεξιού της χεριού στα χείλη της, κάνοντάς μας νόημα να ησυχάσουμε, και απομακρύνεται στα νύχια των ποδιών της προς τον συρμάτινο φράκτη που χωρίζει τον κήπο μας από τα χωράφια. Φτάνοντας εκεί, σκύβει λιγάκι και τείνει το αυτί της προς τη μεριά του κάμπου. Η πρόθεσή της ολοφάνερη, να μας δείξει ότι κάτι προσπαθεί ν’ ακούσει. Εμείς, μη ξέροντας τι συμβαίνει, έχουμε ανησυχήσει αρκετά, κι όταν τη βλέπουμε να επιστρέφει με το φόβο και την απορία αποτυπωμένα στο πρόσωπό της, ανησυχούμε ακόμη περισσότερο.
«Τι ’ναι, ρε γιαγιά;»
«Ανοίξτε τ’ αυτιά ν’ ακούσετε».
«Τι ν’ ακούσουμε;»
«Βρε το λάδι που καίγεται! Δεν τα’ ακούτε;»
«Όχι».
«Ούτε τα παιδάκια που τσιρίζουνε;»
«Ρε γιαγιά, τα τζιτζίκια είναι!»
«Τρομάρα σας! που ‘ναι τα τζιτζίκια», μα δεν επιμένει. Βλέπει ότι έχουμε φοβηθεί τόσο πολύ, που λίγο ακόμη να συνεχίσει και θα τα κάνουμε πάνω μας.
Αργότερα, την ώρα που μας ντύνει και ισιώνει με υπομονή τις χωρίστρες μας, έχουμε ήδη συνέλθει αρκετά και τότε μόνο ξεκινάει την ιστοριούλα με το τηγάνι: Είναι μαυριδερό απ’ την πολλή χρήση και μεγάλο, πολύ μεγάλο, ίσαμε την πλατεία του χωριού. Γύρω του χοροπηδάνε καλικαντζαραίοι και διαβόλοι. Κρατάνε στα χέρια τους κάτι τεράστιες πηρούνες και τσιγαρίζουνε σε καυτό λάδι τους αμαρτωλούς κι όσα απ’ τα παιδάκια δεν ακούνε καθόλου τις γιαγιάδες τους.
Και κείνα τα έρμα, τα δυστυχισμένα, καθώς ο πισινός και τα ποδαράκια τους καίγονται, τσιρίζουνε και πιλαλάνε αριστερά δεξιά σαν παλαβά… Για να γλιτώσουν, προσπαθούν να πηδήσουν απ’ το πλαϊνό του τηγανιού, όμως, αυτό είναι ψηλό και λιπαρό, και τα περισσότερα, μόλις σκαρφαλώνουν λιγάκι, γλιστρούν πίσω, μα κι όσα κατορθώνουν να φτάσουν στην κορυφή τρώνε μια κατραπακιά και πάρτα πάλι κάτω, στον πάτο του τηγανιού. Βέβαια, στο μεταξύ, αν κανένα απ’ τα παιδάκια μετανιώσει για όσα έχει κάνει στη γιαγιά του και ζητήσει ειλικρινά συγγνώμη, το τραβάνε έξω απ’ το τηγάνι, του βάζουν ιώδιο και αλοιφή στο κορμάκι του κι όλα μέλι γάλα· διαφορετικά, το τσιτσίρισμα συνεχίζεται στον αιώνα τον άπαντα.
Αχ, βρε γιαγιά Αλεξάνδρα!
Πού ‘ναι οι δικοί σου καλικαντζαραίοι και διαβόλοι; Τούτοι δω… κινητά, φέισμπουκ, βάιμπερ, τικ-τοκ, κι ένας Θέός ξέρει τι άλλο θα δουν ακόμη τα μάτια μας είναι άλλου είδους, εξελιγμένοι, σύγχρονοι. Δεν παίζονται, καλή μου γιαγιά. Μπορεί να μην έχουν κέρατα, αλλά έχουν κεραίες που τους κάνουν φοβερούς και τρομερούς. Αυτούς κραδαίνουν τα εγγόνια μας ολημερίς, κι όταν εμείς οι παππούδες δεν καθόμαστε φρόνιμα, τους αμολάνε και, εν πολλοίς, τα καταφέρνουν να επιβάλουν την τάξη.
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΜΗ ΓΙΝΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΕΓΓΟΝΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΙΣΤΕΣ ; ΩΣΤΕ ΚΑΙ ΝΑ ΑΠΑΙΤΟΥΝ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΝΑ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΕΠΙΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΥΣ ;
ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ….