[η φωτογραφία προέρχεται από το https://pixabay.com και είναι ελεύθερη προς χρήση]
Home » Blog » Χρονογραφήματα »
Γράφει ο Λουκής
Χρονογράφημα των πειναλέων που δημοσιεύτηκε στις 25-2-2020 στην ιστοσελίδα http://www.e-alitheia.gr/pub/36198/bastate-adelfia
Τσικνοπέμπτη και Πάσχα, δυο λαμπρές μέρες της χρονιάς.
Εκεί δείχνουμε σ’ όλους να καταλάβουν τι εστί Ελληνικό γιορταστικό πνεύμα.
Πλήθος πεινασμένων έξω από το ναό του κρέατος. Δίνονται μάχες για το ποιος θα προλάβει να μπει μέσα, να κατασπαράξει το ξίγκι που του αναλογεί. Η ευτραφής κυρία σπρώχνει και στριμώχνει τους δίπλα της. Ακούγεται να βαριανασαίνει, σε λίγο θα σκάσει. Τα απειλητικά της προγούλια σείονται και τα κολιέ της κουδουνίζουν. Προειδοποιούν τους διεκδικητές να μη τολμήσουν να την προσπεράσουν.
Αυτά τα προγούλια, –κόπος πολλών χρόνων– απειλούν τους πάντες και διαδηλώνουν την ανάγκη τους για ζωτικό χώρο. Από δίπλα της το ευτραφές αγοράκι, ασφυκτιά κι αυτό ανάμεσα σε τόσο κόσμο. Έφερε η δόλια το παιδί σε εμπόλεμη ζώνη.
Ο άντρας της πίσω και από τους δυο, καλύπτει τα νώτα τους, σπρώχνει όσο μπορεί με τις απλωμένες χερούκλες του, προστατεύσει ό,τι πολυτιμότερο έχει στη ζωή του. Τη γυναίκα του, το παιδί του και ένα πλευρό από κατσίκι που δικαιωματικά τους ανήκει. Οι πλάτες του φαρδιές, αυτόν αντέγραψαν οι δίφυλλες ντουλάπες.
“Ανοίξτε χώρο, ρε!
Έχω κλείσει τραπέζι εδώ και μέρες”, ακούγεται η φωνή του, σαν πεινασμένος λύκος που κατέβηκε στην πόλη.
Τεράστιος ο σβέρκος του, σαν ελικοδρόμιο. Οι δαχτυλάρες του είναι η κάθε μια όσο και ο καρπός ενός παιδιού. Αν σε σφίξει, θα σε λιώσει.
Και να, εκείνος ο αδύνατος βρίσκει κενό και χώνεται από την άλλη μεριά. Χτυπάει στο αδύνατο σημείο του μετώπου. Το υπερασπίζονται κάτι ισχνοί αστοί γύρω στα εξήντα. Σίγουρα αυτοί είναι του χεριού του. Μέχρι αυτοί να πάρουν είδηση για το πώς διεξάγονται οι μάχες έξω από έναν τέτοιο ναό, ο αδυνατούλης είχε βρεθεί ήδη μπροστά τους.
Το μόνο εμπόδιο που του απομένει για το ναό, μια κοπελίτσα που συμπιέζεται κι αυτή από τις ορδές των βαρβάρων και πεινασμένων ταλαίπωρων συνανθρώπων μας στην είσοδο. Τσεκάρει στο μπακαλόχαρτο που βαστάει ποιος δικαιούται της ιεροτελεστίας και ποιος όχι.
“Παπαρδέλας”, της λέει,
“Παπαρδέλας, δύο άτομα, στην ψησταριά κοντά”, της λέει στα γρήγορα.
Από πίσω του ίδιος κολαούζος και το αμόρε του. Τον έχει γραπώσει από το σακάκι.
“Βάστα με γερά και ακολούθα με!” η εντολή του. “Θα μπουκάρουμε μέσα!”
Δεν πρόλαβε, η κοπελίτσα, να τσεκάρει το όνομά του και αυτός ήδη τρύπωσε. Η μόνη απώλεια το σκισμένο τσεπάκι του πουκαμίσου του.
Η προβατίνα πέθανε, η προβατίνα πάει.
Ο θάνατος της προβατίνας η ζωή μας· πράγματι σκληροί οι νόμοι των τετράποδων (και όχι μόνον) ζώων.
Ο υπερμεγέθης κυριούλης με τον μεγάλο σβέρκο παλεύει ακόμα. Άρα, ο σβέρκος και οι χερούκλες δεν είναι τα σίγουρα όπλα σε τέτοιες μάχες. Χρειάζεται να είσαι ευκίνητος να χώνεσαι σε τρύπες που δεν χωράνε οι άλλοι. Ο Παπαρδέλας νίκησε σαν πιο αδύνατος· εκμεταλλεύτηκε δεόντως το στρατηγικό του πλεονέκτημα.
Εν πάση περιπτώσει, το τραπέζι που έγραφε πάνω του «Παπαρδέλας» καταλήφθηκε από τις ημέτερες δυνάμεις. Η πλάτη της καρέκλας του χτυπάει τα πλευρά του πίσω του. Φταρνίζεται η πιο κει του Παπαρδέλα και σκουπίζεται αυτός.
Τα γκαρσόνια επιδεικνύοντας ακροβατικές τεχνικές περνούν αέρινα στο ανάμεσά τους, οι πιατέλες τους κάνουν υπερπτήσεις πάνω από τα κεφάλια μας. Κεφάλια που στρέφουν σαν περισκόπια και ακολουθούν την πορεία της πιατέλας. Τα χείλη μας μουρμουρίζουν Αγιορείτικες προσευχές, να στείλει ο Θεός την πιατέλα σε μας. Διακρίνεις εύκολα να κρέμονται από αυτές τα λίπη σαν βρώμικες κάλτσες.
Οι πρώτες πιατέλες προσγειώνονται στο τραπέζι της γιαγιάς που βρίσκεται ακριβώς πίσω μας. Κάτι πεινασμένοι τύποι πέφτουν πάνω της. Αρχίζουν να καταβροχθίζουν ότι περιέχει πρωτεΐνη. Η γιαγιά –ας είναι καλά η καινούργια μασέλα– μασάει σαν πριονοκορδέλα μια κρεάτινη χλαπάτσα. Τεχνητή μασέλα, η ανακάλυψη του αιώνα! Δίπλα στη γιαγιά η νύφη της μπουκώνει ακατάπαυστα τον άντρα της με κάτι κατακαμένα κομμάτια κρέας· μοιάζουν με κοτόπουλα, αλλά δεν παίρνω κι όρκο.
Τον μπουκώνει συνέχεια· του έχει φρακάρει το στόμα, και ναι, φτάνει στιγμή που ξεχωρίζεις να κρέμεται κάτι, ακριβώς έξω από τα δόντια του· σίγουρα τα πόδια της κότας.
Αχ, βρε Αποστόλη μου!
“Πέρυσι, είμαστε εδώ τέτοια μέρα με τον Αποστόλη μου”, λέει η γιαγιά που ήδη έχει βάλει μπροστά της το δεύτερο κομμάτι κοκορέτσι. “Τι τα θες; έσκασε από το πολύ φαΐ. Και του ‘λεγα να προσέχει”. Θα το καταλάβατε ότι Αποστόλης ήταν ο άτυχος άντρας της γιαγιάς. Ανήκει στους περσινούς νεκρούς της χοληστερίνης.
“Και εσύ μάνα να προσέχεις, τρως πολύ γρήγορα”, της λέει ο γιόκας της.
“Εμένα μη με φοβάσαι”, του λέει κακαριστά, “έχω μάθει από την κατοχή να τρώω γρήγορα ότι βρίσκω μπροστά μου. Να , κοίτα, κοίτα, έτσι να το τρως” και ακούγονται στο στόμα της κροταλισμοί.
Μεσ’ τον κακό χαμό ακούγεται ένα τζάμι να σπάει.
Στη είσοδο γίνεται χαμός. Οι μέσα παλεύουν με τη μπριζόλα και αυτοί εκεί ακόμα να μπουν. Πέφτουν και μερικές ψιλές ανάμεσα σε δυο μεγαλοκοπέλες, που ψάχνουν να δουν ποια από τις δύο είναι γραμμένες στο μπακαλόχαρτο που βαστάει η κοπέλα στην πόρτα.
Ξαφνικά ο τελετάρχης του μαγαζιού –ένας 30άρης με ξυρισμένο κεφάλι και Βελουχιώτικο μούσι– δίνει τη λύση. Αν δεν πάρει πρωτοβουλία αυτός θα έχουμε θύματα. Κάποιοι θα σφαχτούν.
“Περάστε και στη δίπλα αίθουσα”, φωνάζει σαν καπετάνιος βυθιζόμενης σκούνας.
Ένα ωστικό κύμα σπρώχνει ορδές βαρβάρων από την πόρτα του ναού προς τον παράδεισο. Ξεχύνονται με ρυθμό δρομέα να καταλάβουν τα ελεύθερα τραπέζια του νέου χώρου που αποκαλύφθηκε. Κάποιοι νεαροί κανίβαλοι, για να προλάβουν, καβαλάνε τις καρέκλες που τους εμπόδιζαν και φτάσαν πρώτοι στον στόχο.
Η παρέα τριών ευτραφών και μαραμένων μεγαλοκοπελών, μένει όρθια.
Που να προλάβουν τους σαλταδόρους; Οι τακουνάρες τους δεν είναι σχεδιασμένες για αστραπιαίες κινήσεις που απαιτούνται τέτοιες ώρες. Βλέπεις την απογοήτευση στο προσωπάκι τους. Τις βλέπω τις δόλιες να τη βγάζουν νηστικές μέρα που είναι σήμερα.
Αλλά και αυτές βολεύτηκαν στο τέλος· όλοι οι καλοί χωράνε. Το παιδί τους φέρνει καρέκλες και τραπέζι που το στήνει εκεί μπροστά, στον μοναδικό διάδρομο που διαθέτει η καινούργια αίθουσα.
Τέρμα! όσοι μπήκαν, μπήκαν και όσοι κάθισαν, κάθισαν. Από δω και πέρα δεν πρόκειται να σηκωθεί κανείς, όλες οι έξοδοι πιασμένες, ούτε για κατούρημα.
Και αρχίζει το γλέντι. Ααα, επιτέλους, η δικαίωση!
Στο βάθος, χαμένη στις τσίκνες, η ταλαίπωρη αοιδός που υπηρετεί άοκνα την τέχνη. Κανείς δεν την ακούει· χεσμένη την έχουνε. Ακόμα και το κοντό λαμέ φουστανάκι της τσάμπα το φόρεσε· κανείς αρσενικός κάφρος δεν το κοιτάει. Τι τα θες; η τέχνη δεν έχει πέραση τη σήμερον ημέρα, αποφαίνεται ο κουλτουριάρης της παρέας.
Οι τσιρίδες ανάκατες με ήχους από συγκρουόμενα πιάτα είναι τόσο δυνατές που κανείς δεν μπορεί να παραγγείλει. Δεν ακούγεται κανείς τους. Οι σερβιτόροι κάνουν πως ακούνε τις παραγγελίες και κάνουν πως σημειώνουν. Έτσι κι αλλιώς όλοι θα φάνε λίγο απ’ όλα.
Τελικά, στα τραπέζια έρχονται τυχαία κοψίδια. Άλλο παράγγειλες, άλλο σου ‘ρχεται. Που να τολμήσεις να υποδείξεις το λάθος; Θα στο πάρουν και θα το δώσουν στους διπλανούς που περιμένουν με όρθια τα πιρούνια. Τρως ότι σου φέρνουν.
Το τραπέζι μας, διάδρομος προσγείωσης σφαχτών
Επιτέλους, κάποιες πιατέλες προσγειώνονται και στο τραπέζι μας. Ορμάμε· βουτάμε τα πρώτα λάφυρα όλοι με τα χέρια· δεν χωράνε τρόποι εδώ. Όμως η τύχη δεν μίλησε ακόμα. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα ο αεράτος σερβιτόρος βουτάει την πιατέλα και τη δίνει –έτσι στην ψύχρα– στους διπλανούς. Αυτοί κάνουν πώς δεν καταλαβαίνουν ότι η πιατέλα ήρθε από δίπλα. Αν διαμαρτυρηθούν θα τους την πάρει να τη δώσει στο επόμενο τραπέζι. Μένουμε με ό,τι προλάβαμε να αρπάξουμε στο χέρι· η πιατέλα λείπει από μπροστά μας.
Αλλά, βλέποντας αισιόδοξα τα πράγματα λέμε και δόξα τω Θεώ. Τουλάχιστον προλάβαμε το κατιτις. Τι να πει και ο σβερκάτος, που τελικά κατάφερε και αυτός να μπει, αλλά η καρέκλα που τον βάλανε είναι παιδικό σκαμνάκι γι’ αυτόν. Και έχει και τη συμβία από δίπλα να του λέει όλο σκέρτσο.
“Τάσοοοο, φώναξε τον σερβιτόρο, κάνε κάτι, το παιδί πεινάει”.
“Έρχεται και το δικό σας, όλοι θα φάτε”, φωνάζει –έτσι αόριστα– ο σερβιτόρος. Δίνει σ’ όλους την ελπίδα που τους αναλογεί· το καθίκι.
Στο τέλος της βραδιάς νιώθω μέσα μου να κοχλάζει ένας απειλητικός πολτός από λίπος. Σε λίγο θα τον ξεράσω στο τραπέζι. Αλλά συνεχίζω. Τρώγε ότι βρίσκεις μου ‘λεγε η μάνα μου.
Δεν έχει σημασία τι τρώμε και τι θα πληρώσουμε.
Όλα τα φαγητά είναι σαν να βάλαμε ρεφενέ. Όλοι θα φάνε από κάτι και όλοι θα πληρώσουν περίπου το ίδιο.
Στα δόντια μου έχει κολλήσει μια χλαπάτσα ζελατίνας από ατόφιο απαίσιο λίπος προβατίνας. Οι αρτηρίες μου διαμαρτύρονται, αγωνιούν να ανοίξουν δρόμο να κυκλοφορήσουν τα ερυθρά μου αιμοσφαίρια, έστω και τα λευκά. Πίνω ότι βρίσκω μπροστά μου, να κάνω πιο γλιστερό τον σωλήνα του λαιμού μου, και ο κρεάτινος πολτός μέσα μου ανεβαίνει όλο και πιο πάνω. Το νιώθω· μια αηδία με κατακλύζει, αλλά το καθήκον του εθίμου με καθηλώνει στην καρέκλα μου και μου επιτάσσει να φανώ αντάξιος αυτού.
Χιλιάδες τα ζωντανά της φύσης, κότες, λαγοί, γουρούνια, κατσίκια, προβατίνες που υπέκυψαν σ’ αυτό το υπέροχο έθιμο της τσικνοΠέμπτης.
Είμαι ένα βήμα πριν το έμφραγμα, νιώθω να παραδίδω το σαρκίον μου και έχω ακόμα στη ζωή μου γαμώτο τόσες εκκρεμότητες. Βλέπω φωτιές παντού. Τι σου είναι το παιχνίδισμα του μυαλού!
Σαν να μπαίνω στην κόλαση.
Η θερμοκρασία έχει ανέβει, η φωτιά όλο και φουντώνει. Βλέπω διαολάκια με άσπρους σκούφους να βαράνε με μπαλντάδες αμαρτωλές σάρκες πάνω στον ντορβά.
Στον σκοτεινό ουρανό ανεβαίνουν στάχτες και φλογίτσες, ικεσίες στους Θεούς της Ελλάδας.
Σήμερα καίγεται το σύμπαν.
Ο Γαλαξίας μας έχει πάρει φωτιά.
Τσικνοπέμπτη έχουμε.
Χρειάστηκε να έρθει το μεσημέρι της τσικνοΠαρασκευής και αφού ανένηψα κατάλαβα ότι αυτά που έβλεπα, όταν η χοληστερίνη έπαιζε με τις αρτηρίες μου, δεν ήταν η είσοδος της κόλασης αλλά οι φωτιές από τις ψησταριές στο βάθος του μαγαζιού και τα διαολάκια ήταν οι ψήστες.
Δόξα τω Θεώ! Είμαι ακόμα ζωντανός.
Βαστάτε αδέλφια, πολύ σύντομα έρχεται και το Πάσχα. Εκεί να δείτε τι θα γίνει!