φωτο από το pixabay.com
Home » Blog » Χρονογραφήματα »
Χρονογράφημα “Αν ντρέπεσαι…”
γράφει ο Β.Γ.
Αν ντρέπεσαι, να μου το πεις
Παραλιακή. Σταματάω για βενζίνη. Κατεβαίνω και, μέχρι να τελειώσει η διαδικασία, στέκομαι όρθιος, δίπλα στην αντλία· το συνηθίζω.
Ο υπάλληλος που με εξυπηρετεί, ένας συμπαθητικός τύπος, στην ηλικία μου, σαν κάτι να θέλει να μου πει.
«Κόρη σας;»
«Συγγνώμη, δεν άκουσα».
«Λέω, κόρη σας;»
Δεν έπεσε και πολύ έξω. Η συνεπιβάτιδά μου το ίδιο δροσερή, το ίδιο όμορφη με την Αγγελικούλα μου.
«Α ναι… ναι, κόρη μου».
«Να τη χαίρεστε. Πολύ όμορφη».
«Ευχαριστώ… ευχαριστώ πολύ».
Μπαίνω και πάλι στο αυτοκίνητο.
«Αντώνη; Τι σου έλεγε αυτός;»
Γυρίζω το κεφάλι μου απ’ την άλλη· δε θέλω να δει το πρόσωπό μου.
«Τίποτα. Κάτι για τον καιρό».
«Κοιτούσε κάπως· γι’ αυτό».
Λίγο αργότερα, στο ξενοδοχείο ημιδιαμονής, καθώς με το κλειδί στο χέρι βαδίζουμε προς το ασανσέρ, ο υπάλληλος της ρεσεψιόν έχει εστιάσει επάνω μας ένα περίεργο λοξό βλέμμα. Ούτε αυτό της ξέφυγε.
«Αντώνη; Δεν ξέρω αν το πρόσεξες: αυτός, πίσω μας, όπως και την προηγούμενη φορά… Βγάζει μια… μια ξινίλα, ρε παιδί μου».
«Τι να σου πω; Ίσως τον ενοχλεί ότι σου πέφτω λίγο μεγάλος».
«Μην το ξαναπείς! Θα σε μαλώσω! Άκουσες;!»
Πριν επιστρέψουμε, της προτείνω να πάμε να τσιμπήσουμε κάτι. Συμφωνεί. «Γιατί όχι; Εγώ και ν’ αργήσω, δεν έχω να δώσω εξηγήσεις σε κανέναν». Και για να απαλύνει κάπως την μπηχτή… «Άλλωστε», και χαμογελάει πονηρά, «πρέπει να αναπληρώσουμε και τις θερμίδες που χάσαμε· και σήμερα ήταν πολλές. Ε Αντώνη; Έτσι δεν είναι;»
«Έτσι, έτσι είναι, μωρό μου».
Το ταβερνάκι επάνω στο κύμα. Μπορεί να είναι τέλος Μαΐου, αλλά κάνει ψυχρούλα· δεν είναι για έξω. Πέντε-έξη παρέες στριμώγνονται ήδη στο εσωτερικό του μαγαζιού, σ’ ένα χώρο το πολύ είκοσι τετραγωνικών. Με μένα μπροστά, περνάμε ανάμεσά τους για να καταλήξουμε στο μοναδικό ελεύθερο τραπέζι. Όλων τα βλέμματα στραμμένα επάνω μας, επίμονα, ενοχλητικά… Νιώθω άβολα. Το καταλαβαίνει και αντιδρά αμέσως.
«Αντώνη; Κοίταξε… Αν ντρέπεσαι να βγαίνεις μαζί μου, να μου το πεις. Πάντως, να ξέρεις… εγώ, δεν ντρέπομαι καθόλου. Το άκουσες; Καθόλου!»