Η μετάβαση από την Προφορικότητα στην Εγγραμματοσύνη, προφορική παράδοση και Λαϊκός Πολιτισμός


Home » Blog » Ελληνικός Πολιτισμός » Η μετάβαση από την Προφορικότητα στην Εγγραμματοσύνη, προφορική παράδοση και Λαϊκός Πολιτισμός


γράφει η Σταυρούλα Καραμπάτου

κατηγορία:

Ελληνικός Πολιτισμός / Νεότερη περίοδος / Κοινωνική ζωή / Δημόσιος και Ιδιωτικός βίος

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Δύο δυαδικές διακρίσεις θα αποτελέσουν τις βάσεις πάνω στις οποίες θα δομηθεί καθεμιά από τις δύο ενότητες της παρούσας μελέτηςς και συγκεκριμένα όσον αφορά την πρώτη ο προφορικός και ο γραπτός πολιτισμός και τη δεύτερη το λαϊκό και το λόγιο ιδίωμα.

Με έναυσμα ένα απόσπασμα από  την Εισαγωγή του Θ. Παραδέλλη στο έργο του W. J. Ong Προφορικότητα και Εγγραμματοσύνη, θα αναφερθούν στην πρώτη ενότητα τα χαρακτηριστικά και οι διαφορές μεταξύ προφορικού και γραπτού πολιτισμού και θα συσχετιστεί καθένας από τους δύο με συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες. Θα γίνει επίσης αποτίμηση των δύο βασικών, αντιθετικών μεταξύ τους,  θεωρητικών στάσεων απέναντι στην προφορικότητα και αναφορά στη σημασία του ακροατηρίου, του σώματος και των αισθήσεων, στον προφορικό πολιτισμό, καθώς και στις αλλαγές που υπέστη η γνωστική λειτουργία με το πέρασμα από την προφορικότητα στην εγγραμματοσύνη.

Ένα κείμενο-σπάραγμα από το έργο του Ι. Κακριδή Οι αρχαίοι ΄Ελληνες στη νεοελληνική λαϊκή παράδοση, με τίτλο Γέρος: το βουνό που χωρίζει τα Τρίκαλα από την Καρυά, εγείρει τη συζήτηση σχετικά με το είδος του αφηγηματικού λόγου στον οποίο ανήκει και τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του αρχικά και στη συνέχεια με το περιεχόμενό του. Μέσω αυτής της προσέγγισης θα αναδειχτούν οι αποκλίσεις μεταξύ των λαϊκών και των λόγιων προσλήψεων της αρχαιότητας.

ΕΝΟΤΗΤΑ 1 – Προφορικός-γραπτός πολιτισμός. Χαρακτηριστικά, διαφορές, σύνδεση με κοινωνικό πλαίσιο

Ως προφορικός νοείται ο πολιτισμός του οποίου τα στοιχεία, που αφορούν κάθε τομέα της ανθρώπινης ζωής στην παραδοσιακή, αγροτική κατά κύριο λόγο, κοινότητα, μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά μέσω του προφορικού λόγου. Στον αντίποδά του βρίσκεται ο γραπτός πολιτισμός τα στοιχεία του οποίου μεταβιβάζονται μέσω του γραπτού λόγου. Οι λιγότερο απλές και πιο επεξεργασμένες μορφές του προφορικού λόγου αποτελούν τα είδη της προφορικής λογοτεχνίας, που απαντάται και ως λαϊκή λογοτεχνία ή λαϊκή φιλολογία και αποτελεί υποδιαίρεση της προφορικής παράδοσης, ενώ αντιδιαστέλλεται με τη γραπτή λογοτεχνία.

Ο προφορικός λόγος αποτελεί τη βάση του προφορικού πολιτισμού, το μέσο της άμεσης επικοινωνίας ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας, η μορφή του οποίου μπορεί να είναι απλή ή σύνθετη, να έχει δηλαδή ενσωματωμένα στοιχεία διαφορετικών γλωσσών ή ακόμα και κώδικες, ώστε να μην είναι κατανοητός από άτομα εκτός κοινότητας.

Η προφορικότητα της γλώσσας φαίνεται προφανής, δεδομένου ότι αφενός υπήρξε πριν την εμφάνιση της γραφής, αφετέρου μόνο 106 γλώσσες από τις δεκάδες χιλιάδες που μιλήθηκαν συνδέθηκαν με τη γραφή. Η εκφορά της χαρακτηρίζεται από δυναμισμό. Ο λόγος, που συνοδεύεται από διακυμάνσεις του τόνου της φωνής, εκφράσεις του προσώπου, νεύματα, συμμετοχή ολόκληρου του σώματος, έχει στοιχεία της υποκριτικής τέχνης και προσλαμβάνει διαδρασιακή διάσταση μεταξύ των μελών μιας κοινότητας.

Στο πλαίσιο κάθε κοινωνίας δημιουργούνται τα έργα του προφορικού πολιτισμού της, τα οποία χαρακτηρίζονται από ανωνυμία, συμμετοχικότητα, συνεχή μεταβολή. Για το κάθε έργο δεν υπάρχει δημιουργός διότι, έχοντας βέβαια έναν αρχικό πυρήνα που η δημιουργία του χάνεται στο χρόνο, παραλλάσσεται διαρκώς, με την εισαγωγή νέων στοιχείων σύμφωνα με τον προσωπικό τρόπο του εκάστοτε αφηγητή/εκτελεστή και την ικανότητά του να εντυπωσιάζει το συγκεκριμένο κοινό τη συγκεκριμένη στιγμή, καθώς διαδίδεται από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά, γεγονός που συνιστά την πρωτοτυπία του. Στα είδη της προφορικής λογοτεχνίας εντάσσονται οι χειρονομίες, οι εκφράσεις του προσώπου και οι κινήσεις του σώματος που συχνά συνοδεύουν το λόγο, συνθέτουν το ύφος του και δηλώνουν τη σχέση του ανθρώπου με αυτό που εκφωνεί.

Για παράδειγμα οι ευχές συνοδεύονται από συγκεκριμένες χειρονομίες και εκφράσεις του προσώπου, διαφορετικές από αυτές που συνοδεύουν τα ξόρκια, ενώ η αφήγηση παραμυθιών συνοδεύεται πάντα από κινήσεις και του προσώπου και του σώματος. Με τον τρόπο αυτό ο ακροατής καταλαβαίνει ακριβώς τη σημασία όλων όσων ακούει. Η προφορική παράδοση είναι εφήμερη και δεν έχει υπόλειμμα, παρά μόνο τη δυνατότητα της επανάληψης. Η δομή των έργων της προφορικής λογοτεχνίας είναι ασυνείδητη, ο χαρακτήρας τους συρραπτικός και διακρίνονται από τα στοιχεία της παρατακτικότητας, του πλεονασμού και της επαναληπτικότητας.

Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό εξασφάλισε στις προφορικές κοινωνίες τη διαμόρφωση και τη διατήρηση της γνώσης και του πολιτισμού. «…Στους πρωταρχικά προφορικούς πολιτισμούς…» οι άνθρωποι κατέκτησαν τη γνώση μέσω της συμμετοχής «…σε ένα είδος συλλογικής αναδρομής στο παρελθόν…», της μαθητείας και της επανάληψης και του συνδυασμού τρόπων και λόγων.

Η απόκτησή της, που ήταν μια διαδικασία δύσκολη, η οποία απαιτούσε τη δαπάνη μεγάλης ενέργειας,  θεωρείτο πολύτιμη και οι κατέχοντες έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης. Η ανάγκη της διατήρησης της μνήμης καθιέρωσε μια συντηρητική νοοτροπία που παρεμπόδιζε τους πειραματισμούς.

Όπως προειπώθηκε ο προφορικός πολιτισμός είναι ένα σύστημα επικοινωνίας μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας στο πλαίσιο της καθημερινότητας, μέσω του οποίου ψυχαγωγούνται, μαθαίνουν πρακτικές, τρόπους συμπεριφοράς, ηθικές αξίες, αποκτούν ιστορική συνείδηση. Στα έργα του αποτυπώνονται τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος, τα οποία μεταδίδονται στο εσωτερικό της κοινότητας ως πρότυπα και αντιλήψεις στην επόμενη γενιά, αλλά και εκτός κοινότητας με τις μετακινήσεις, λόγω της ανάπτυξης του εμπορίου και της ναυτιλίας, δηλαδή επηρεάζονται από το κοινωνικό περιβάλλον και το επηρεάζουν. Η απόρριψη κάθε μνήμης που δε σχετίζεται με το παρόν μιας κοινωνίας είναι ο τρόπος με τον οποίο διατηρείται η ισορροπία της, βάσει της αρχής της ομοιόστασης.

Η προσέγγιση καθενός από τα χαρακτηριστικά του γραπτού πολιτισμού, που θα επιχειρηθεί στη συνέχεια, θα αναδείξει τις διαφορές του με τον προφορικό, τον οποίον εξ ορισμού αντιδιαστέλλεται. Βάση του αποτελεί ο γραπτός λόγος.

Κάθε έργο του γραπτού πολιτισμού είναι προϊόν έμπνευσης και δεξιότητας ενός συγκεκριμένου ατόμου, απομακρυσμένο όμως από την προσωπική εκφορά, το οποίο προκύπτει από μια εξατομικευμένη και μοναχική δραστηριότητα κατά την οποία ο δημιουργός-γραφέας, βάσει συνειδητού σχεδιασμού και μέσω μιας διαδικασίας λογικού ελέγχου, εξωτερικεύει τη σκέψη και τη γνώση του αποτυπώνοντάς τες σε κείμενο, το οποίο επιδέχεται διορθώσεις και αναθεωρήσεις μέχρι να πάρει την τελική και μόνιμη μορφή του, να παγιωθεί και έκτοτε να παραμείνει αμετάβλητο, εκτός από την περίπτωση που θα επανεκδοθεί.

Το κάθε γραπτό κείμενο είναι μια πρωτότυπη δημιουργία, όπου μεταφέρονται στοιχεία της προσωπικότητας και της ιδιοσυγκρασίας του γραφέα, και αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του, της οποίας τα δικαιώματα κατέχει. Το κείμενο κυκλοφορεί σε έντυπη μορφή μέσω του εμπορίου και μπορεί να γίνει «κτήμα» του καθενός που κατέχει τη γλώσσα στην οποία είναι γραμμένο, έξω από τα όρια μιας κοινότητας ανθρώπων, αποτελεί δηλαδή ένα μέσο έμμεσης επικοινωνίας. Η εγγραμματοσύνη έχει τη δική της δυναμική, που διευκολύνει τη διαδικασία της απόκτησης της γνώσης -σε σχέση με όσα αναφέρθηκαν για την προφορική παράδοση- η οποία επιτυγχάνεται με περισυλλογή και μελέτη.

Μοναχική η διαδικασία «παραγωγής» -συγγραφής-, αλλά και «κατανάλωσης» -ανάγνωσης- των προϊόντων του γραπτού πολιτισμού. Η μοναχικότητα της ανάγνωσης ενισχύθηκε από την ανάπτυξη της τυπογραφίας και τη δημιουργία βιβλίων μικρού μεγέθους, εύκολων στη μεταφορά, που διαμόρφωσαν παράλληλα την αίσθηση της ιδιωτικής ζωής, ενός χαρακτηριστικού της σύγχρονης κοινωνίας.

Στον πρώιμο τυπογραφικό και τον χειρογραφικό πολιτισμό νωρίτερα η ανάγνωση ήταν μια κοινωνική δραστηριότητα, διότι ένα άτομο διάβαζε ένα κείμενο στα υπόλοιπα άτομα μιας ομάδας. Η εγγραμματοσύνη είναι ένας κοινωνικός θεσμός, όργανο κοινωνικής προόδου, και ο όρος εγγράμματος παραπέμπει στο μορφωμένο και βρίσκεται σε αντίθεση με τον αμόρφωτο. Επιπλέον η επικέντρωση των μελετητών σε κείμενα δημιούργησε την εντύπωση ότι τα έργα του προφορικού πολιτισμού, εκτός από τη ρητορική, ήταν άτεχνα και ανάξια μελέτης, με αποτέλεσμα την υποβάθμισή του.

Η υποβάθμιση είναι η μία από τις δύο βασικές θεωρητικές στάσεις απέναντι στην προφορικότητα -η οποία ποτέ δεν αποτέλεσε ένα ιδεώδες- η δε άλλη είναι η εξιδανίκευσή της. Σύμφωνα με τη ρομαντική αυτή άποψη η προφορική έκφραση θεωρείται, σε σχέση με τη γραπτή, πιο φυσική, πιο καθαρή μορφή έκφρασης, πιο κοντά στην πραγματικότητα, που μπορεί να αποδώσει τις προθέσεις του ομιλητή και είναι το μέσο επικοινωνίας των ανθρώπων μέσα σε μια κοινωνία.

Αποτιμώντας τις στάσεις αυτές θα μπορούσε να ειπωθεί ότι «…οι δυαδικές σχέσεις δεν είναι ποτέ απομονωμένες…» αλλά «…συναρτώνται αναλογικά…δημιουργώντας ένα ολόκληρο ιδεολογικό οικοδόμημα….».

Τόσο η προφορικότητα, όσο και η εγγραμματοσύνη είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη της συνείδησης, που επιτρέπει στον άνθρωπο να κατανοεί τον εαυτό του, τις συνέπειες των πράξεών του, το περιβάλλον του και τη θέση του σε αυτό.

Οι πολιτισμοί πέρασαν από την περίοδο της προφορικότητας στην περίοδο της εγγραμματοσύνης. Στην πρώτη περίοδο, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω σχετικά με τον προφορικό πολιτισμό, η γνώση κατακτήθηκε με την εξάσκηση της μνήμης, που ήταν το μέσο για την απομνημόνευση ενός κειμένου και την αφομοίωση της σοφίας που περίκλειε και μεταφερόταν από γενιά σε γενιά.

Η ανάπτυξη της μαθησιακής ικανότητας του ανθρώπου βασίστηκε στην ακουστική σχέση του με τη γλώσσα. Με το πέρασμα όμως στην εγγραμματοσύνη το βάρος μετατοπίστηκε από την ακοή στην όραση, γεγονός που επέφερε αλλαγές στη συνείδηση αλλά και τη γνωστικότητα του ανθρώπου.

Η γραφή ενθάρρυνε την εσωστρέφεια, η οποία ενισχύθηκε με την έλευση της τυπογραφίας. Η νοητική λειτουργία για την κατάκτηση και τη χρήση της γνώσης διαφοροποιήθηκε. Η αργή διαδικασία της γραφής και η απομόνωση του συγγραφέα ενίσχυσαν την αναστοχαστικότητα της γραφής, που ενθάρρυνε «…την ανάπτυξη της συνείδησης μέσα από το ασυνείδητο….».

ΕΝΟΤΗΤΑ 2 – «Παραδόσεις». Μορφολογία, περιεχόμενο  

Το απόσπασμα από το έργο του Κακριδή, γύρω από το οποίο θα αναπτυχθεί η παρούσα ενότητα, είναι μια σύντομη ιστορία, που εξηγεί τη ύπαρξη ενός τεράστιου βράχου σε μια περιοχή κοντά στα Τρίκαλα Κορινθίας, μέσω της περιγραφής μιας αναμέτρησης τριών αντρειωμένων στο λιθάρι. Το λιθάρι, αγώνας ρίψης λίθου με νικητή αυτόν που τον πετά μακρύτερα, απαντάται για πρώτη φορά στον Όμηρο, όταν περιγράφει τους αγώνες που γίνονταν μεταξύ των Αχαιών κατά την πολιορκία της Τροίας, και αποτελούσε βασικό στοιχείο της άθλησης των κλεφτών κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και ένα πολύ συνηθισμένο λαϊκό παιχνίδι-αγώνισμα μεταξύ αγοριών. Ο λίθος που πετούσαν οι αντρειωμένοι είναι ο συγκεκριμένος βράχος που έμεινε στη θέση που τον έριξε ο νικητής, τη σημερινή του.

Ως λογοτεχνικό είδος το κείμενο ανήκει στις παραδόσεις, ή θρύλους, ένα από τα 11, σύμφωνα με τη διάκριση του Δ. Λουκάτου, είδη της προφορικής λογοτεχνίας –όπως αυτή ορίστηκε στην προηγούμενη ενότητα-, μαζί με τα δημοτικά τραγούδια, τα ξόρκια, τις ευχές και τις κατάρες, τις εκφραστικές χειρονομίες και κινήσεις, τα αινίγματα, τις παροιμίες, τους μύθους, τις ευτράπελες διηγήσεις, τα παραμύθια και τις λαογραφικές λέξεις και ονόματα.

Από άποψη μορφής οι παραδόσεις είναι σύντομες διηγήσεις, που αποτελούνται συνήθως από ένα επεισόδιο, στο οποίο περιγράφεται ένα συγκεκριμένο γεγονός σαν πραγματικό. Τα χαρακτηριστικά αυτά επιβεβαιώνονται στο κείμενο όπου πολύ συνοπτικά περιγράφεται σε ένα φαινομενικά πραγματικό επεισόδιο ο συναγωνισμός τριών ανδρών στο λιθάρι, αλλά στην ουσία πρόκειται για μια μυθική διήγηση, δεδομένου ότι το λιθάρι ήταν ένας βράχος ύψους 20 μέτρων, διαμέτρου 15 μέτρων, ορατός από απόσταση τριών ωρών.

Από άποψη περιεχομένου οι παραδόσεις, σύμφωνα με τον ορισμό του Γ. Μέγα, είναι μυθικές διηγήσεις, που συνδέονται με ορισμένο πρόσωπο, τόπο και χρόνο και ο λαός πιστεύει ως αληθινές. Ιστορικά και μυθικά στοιχεία, τα οποία αντλούνται από τον πραγματικό και το φανταστικό κόσμο, συνθέτουν μια «…νέα διάσταση της «πραγματικότητας».…». Η συνύπαρξη ρεαλιστικών και φανταστικών στοιχείων οφείλεται στο συνδυασμό μιας αντικειμενικής αλήθειας με μια υποκειμενική, λόγω της σύμπτωσης γεγονότων με σχετικές δοξασίες, ή της ροπής «…του ανθρώπινου ψυχισμού να αναπλάθει τον κόσμο στη φαντασία του,…», ή της ανάγκης του ανθρώπου να αιτιολογεί παράδοξα στοιχεία και φαινόμενα στο περιβάλλον του.

Τα ρεαλιστικά στοιχεία των παραδόσεων, που τους προσδίδουν ιστορική διάσταση, περιλαμβάνουν: τον χώρο, που είναι συγκεκριμένος και γνωστός στο ακροατήριο, τον χρόνο, που συμπίπτει με την απαρχή της δημιουργίας της κοινότητας ή το πρόσφατο παρελθόν, το πρόσωπο, που είναι υπαρκτό και γνωστό στα μέλη της κοινότητας, και αναφορές στην καθημερινότητά της, σε ασχολίες και αντικείμενα.

Στα εξωπραγματικά στοιχεία, τα οποία έχουν ως στόχο τη συναισθηματική φόρτιση του κοινού, περιλαμβάνονται: υπερφυσικά όντα με υπερβολικές ιδιότητες και συνήθως εχθρικές διαθέσεις, και υπερβολές στην εξιστόρηση ως προς τη δράση των ατόμων, τα αντικείμενα και τους χώρους.

Ο ίδιος ο βράχος της συγκεκριμένης παράδοσης, το Ψηλό Λιθάρι, οι τοποθεσίες Ζούγρα και Τσούκα, τα χωριά Καμάρι, Τρίκαλα και Καρυά και το βουνό Γέρος είναι ρεαλιστικά στοιχεία, γνωστά στους ντόπιους, τα οποία αναφέρονται στο χώρο. Ένα άλλο ρεαλιστικό στοιχείο είναι το αγώνισμα του λιθαριού, μια δραστηριότητα της καθημερινότητας, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν σχετικά.

Σαφής αναφορά στα άτομα δεν υπάρχει, όπως και στον χρόνο, παρά μόνο η φράση «…Στων Ελλήνωνε τον καιρό,…», που παραπέμπει στην Αρχαιότητα, λόγω της χρήσης του εθνωνυμίου ΄Ελληνες. Το εξωπραγματικό στοιχείο είναι η υπερβολή στην περιγραφή της δύναμης των αντρειωμένων, που πετούσαν το βράχο σα να πετούσαν λιθάρι. Η συνύπαρξη ρεαλιστικών και εξωπραγματικών στοιχείων στις παραδόσεις δημιουργεί στους ακροατές την πίστη ότι πρόκειται για αληθινά γεγονότα, με αποτέλεσμα την αυθυποβολή τους.

 Όσον αφορά το περιεχόμενό τους αποδείχτηκε μετά από μελέτες ότι οι παραδόσεις είναι ένα είδος που, παρά το γεγονός ότι συνδέεται με συγκεκριμένο χώρο, χρόνο και πρόσωπο, παρουσιάζει διεθνή χαρακτηριστικά, όπως συμβαίνει με τα παραμύθια. Για τις ανάγκες της έρευνας αναζητήθηκε ένα σύστημα ταξινόμησης.

Οι κυριότερες προτάσεις κατάταξης στον ελληνικό χώρο έγιναν από: τον Πολίτη, που πρότεινε 39 κατηγορίες παραδόσεων, βάσει των θεμάτων στα οποία αναφέρονται  (π.χ. νεράιδες κ.λπ.), το Σ. Κυριακίδη και τον Μέγα, οι οποίοι πρότειναν τέσσερις ομάδες σύμφωνα με τις ψυχικές και πνευματικές ανάγκες που υπαγορεύουν τη δημιουργία των παραδόσεων (π.χ. αιτιολογικές κ.ά.), τον Λουκάτο, που σύμπτυξε τις 39 κατηγορίες του Πολίτη σε 12 (π.χ. μετεωρολογικές κ.ά.) και τον Μ. Μερακλή, που δημιούργησε τρεις κατηγορίες παραδόσεων από τη σύνδεσή τους με τον πολιτισμό που τις υπαγόρευσε (π.χ. βιωματικές κ.ά.).

Η παράδοση που εξετάζουμε ανήκει στην κατηγορία Χώρες και τόποι της κατάταξης του Πολίτη, στις Αιτιολογικές των Κυριακίδη και Μέγα, που ερμηνεύουν φαινόμενα και ενέργειες, στις Γεωλογικές του Λουκάτου και στις επίσης Αιτιολογικές του Μερακλή.

Σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν σχετικά και με το περιεχόμενο των παραδόσεων, όπως και της παρούσας που αναφέρεται στον «άθλο» ενός αντρειωμένου, μαρτυρούν τη λαϊκή τους προέλευση. Ορισμένα από τα στοιχεία που απαντώνται σε παραδόσεις και επιβεβαιώνουν το λαϊκό τους χαρακτήρα είναι: οι αναχρονισμοί, που παρουσιάζουν για παράδειγμα τους Τούρκους ως αντιπάλους των Ελλήνων στη μάχη του Μαραθώνα, οι συνδυασμοί παλιών μύθων, η παρείσφυση παραμυθικών θεμάτων, η υπερβολή σε καταγεγραμμένα γεγονότα, όπως για παράδειγμα ότι δε γλίτωσε κανένας από τους εχθρούς των Ελλήνων στη μάχη του Μαραθώνα, η παρετυμολογική σύνδεση τοπωνυμίων με γεγονότα, όπως του Ψυχικού, που πήρε το όνομά του σε ανάμνηση του πρώτου μαραθωνοδρόμου, ενός πολεμιστή στη μάχη του Μαραθώνα, ο οποίος έφτασε τρέχοντας και αφού έδωσε το μήνυμα της νίκης στους Αθηναίους ξεψύχησε εκεί.

Σε ορισμένες παραδόσεις παρατηρείται σύνδεση με μυθικά ή ιστορικά πρόσωπα, όπως του Ηρακλή, στον οποίο για παράδειγμα αποδίδονται τα αχνάρια που είναι αποτυπωμένα σε βράχο στην Κεφαλλονιά, και είναι αποτέλεσμα της επέμβασης των λογίων, των οποίων ο στόχος ήταν η απόδειξη της αδιάλειπτης συνέχειας του ελληνισμού επί τρεις χιλιετίες.

ΣΥΝΟΨΗ

Η προφορικότητα και η εγγραμματοσύνη αποτέλεσαν τους βασικούς άξονες της πρώτης ενότητας. Αναφέρθηκαν τα χαρακτηριστικά του προφορικού πολιτισμού και τα εκ διαμέτρου αντίθετα χαρακτηριστικά του γραπτού, τα οποία και στις δύο περιπτώσεις συσχετίστηκαν με συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, οι δύο βασικές στάσεις απέναντι στην προφορικότητα και οι αλλαγές που επέφερε στη συνείδηση η μετάβαση στην εγγραμματοσύνη.

Στη δεύτερη ενότητα προσεγγίστηκε το θέμα των παραδόσεων, ως προς τα γνωρίσματά τους, την ταξινόμησή τους, και το περιεχόμενό τους υπό την οπτική των προσλήψεων της αρχαιότητας, λαϊκών και λογίων.  

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Δαμιανού Δέσποινα, Μαριλένα Παπαχριστοφόρου, «Η προφορική παράδοση», στο: Δ. Δαμιανού, Μ. Μιράσγεζη, Μ. Παπαχριστοφόρου, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, Λαϊκή Φιλολογία, Τόμος Γ΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σσ. 18-25, 81 (πίνακας).

Κακριδής Θ. Ι., Οι αρχαίοι ΄Ελληνες στη νεοελληνική λαϊκή παράδοση, εκδ. Μορφωτικό ΄Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1978, σσ. 13-16 (εισαγωγικά), 87-89 (σχόλια).

Ong J. Walter, «Η προφορικότητα της γλώσσας. Ο εγγράμματος νους και το προφορικό παρελθόν», στο: Προφορικότητα και Εγγραμματοσύνη: Η εκτεχνολόγηση του λόγου, μτφρ. Κ. Χατζηκυριάκου, επιμ. Θ. Παραδέλλης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2015, σσ. 2-16.

Ong J. Walter, Προφορικότητα και Εγγραμματοσύνη: Η εκτεχνολόγηση του λόγου, μτφρ. Κ. Χατζηκυριάκου, επιμ. Θ. Παραδέλλης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2015 [Επιλεγμένα Αποσπάσματα από την Εισαγωγή Θ. Παραδέλλη και το κυρίως μέρος].

Παπαχριστοφόρου Μαριλένα, «Παραδόσεις», στο: Δ. Δαμιανού, Μ. Μιράσγεζη, Μ. Παπαχριστοφόρου, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, Λαϊκή Φιλολογία, Τόμος Γ΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σσ. 94-111.


Σταυρούλα Καραμπάτου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα.

Είναι πτυχιούχος του τμήματος Ελληνικού Πολιτισμού της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, με βαθμό Λίαν Καλώς.

Περαιτέρω το ενδιαφέρον της στράφηκε στην Ελληνική Παλαιογραφία, την ανάγνωση και μελέτη των χειρόγραφων κωδίκων. Παρακολούθησε μαθήματα, μετέχοντας στο Φροντιστήριο Ιστορικών Επιστημών του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, κατά το ακαδημαϊκό έτος 2009-2010. Για το ίδιο γνωστικό αντικείμενο παρακολούθησε επίσης τα Μαθήματα και των τριών ετών του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2011-2013. Πέραν της Ελληνικής Παλαιογραφίας παρακολούθησε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, στο ίδιο Ινστιτούτο, τα μαθήματα της Επιγραφικής και της Κωδικολογίας κατά το ακαδημαϊκό έτος 2009-2010, της Βυζαντινής Σφραγιστικής και της Εραλδικής κατά το ακαδημαϊκό έτος 2010-2011. Eπίσης στο πλαίσιο των Μορφωτικών του Εκδηλώσεων το Μάρτιο του 2010, τον Κύκλο Ομιλιών με γενικό τίτλο «Άνθρωπος και Περιβάλλον στο Βυζάντιο». Στο πλαίσιο του Προγράμματος Συμπληρωματικής εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών παρακολούθησε το Φθινόπωρο του 2021 το Επιμορφωτικό Πρόγραμμα «Οι Γυναίκες στην Επανάσταση του 1821 μέσα από τη Λογοτεχνία».

Τα προσωπικά της ενδιαφέροντα είναι ο ελληνικός παραδοσιακός χορός και το νεοελληνικό θέατρο.


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *