Χρονογράφημα "Γεια σου, κότα"

Γεια σου, κότα

φωτο από το pixabay.com

Home » Blog » Μικρές Ιστορίες » Γεια σου, κότα


Αφήγηση “Γεια σου, κότα”

γράφει ο Β.Γ.

Κάποιος τα ’χει βάλει με το πόμολο της πόρτας.

Δεν εννοεί να μπει, και στις απανωτές εκκλήσεις μου, «Ναι;… Εμπρός;… Ποιος;!»… τσιμουδιά. Σηκώνομαι κι είμαι έτοιμος να αιφνιδιάσω τον ανάγωγο επισκέπτη, όταν… δειλά δειλά, η πόρτα αρχίζει να υποχωρεί…

«Βρε… βρε… βρε! Έλα μέσα, μάτια μου».

Διστάζει.

«Έλα μέσα, λοιπόν!»

Πλησιάζει με κατεβασμένα τα μάτια. 

«Πόσο καιρό έχω να σε δω!… Καλέ! Εσύ μεγάλωσες, έγινες κοτζάμ κοπέλα».

Σκύβω, την αγκαλιάζω και τη φιλάω στην κορυφή του κεφαλιού.

«Μαριλένα; Ξέρω, ήρθες για να παίξουμε· έτσι δεν είναι;»

Το προσωπάκι της αστράφτει.

«Ναι! Να κάνουμε ζωγραφιές με τις μπογιές μου».

«Που ’ναι οι μπογιές σου;»

«Τις έχει η μαμά».

Τα παιδιά των συναδέλφων τα υποδεχόμαστε με αγάπη και συγκίνηση, ιδιαίτερα τα μικρότερα σε ηλικία. Για τούτο όμως το τετράχρονο κοριτσάκι, περίσσια η συγκίνηση.  Βλέπεις, γεννήθηκε πρόωρα, 1600 γραμμάρια όλα κι όλα, και για εβδομάδες τότε, μέχρι να δυναμώσει η φλογίτσα που σιγόκαιγε μέσα του, παρακολουθούσαμε με κομμένη την ανάσα. 

Και τώρα, το θαύμα να το, σε δράση:

Σκαρφαλωμένη στο γραφείο μου, γεμίζει με χρώματα τα λευκά φύλλα που έχω απλώσει μπροστά της. Όπως είναι πεσμένη στα τέσσερα, με το κορμάκι της να καμπυλώνεται χαριτωμένα προς τα κάτω, μοιάζει με αγουροξυπνημένο γατάκι που ανακλαδίζεται για να ξεμουδιάσει.

Περνούν από τα χέρια της όλοι σχεδόν οι μαρκαδόροι, και κάθε φορά που βρίσκεται σε δίλημμα ποιον να διαλέξει, σφίγγει τα χείλια της και δυο λακκάκια παιχνιδίζουν στα μάγουλά της. Μαλλάκια καστανά, ριγμένα άτακτα στο μέτωπο, συμπληρώνουν την τρυφερή, πανέμορφη εικόνα.  

«Σ’ αρέσει το σπιτάκι μου;»

«Πάρα πολύ… Αλλά αυτό τι είναι;»

«Δε βλέπεις καλέ τη καμινάδα; Καπνός είναι».

«Α, καπνός… Και γιατί έχει κόκκινο χρώμα;»

«Βρε χαζέ, αφού έχει φωτιά μέσα του!»

Ήταν πριν πέντε ή έξι μήνες.

«Βρε, παιδί μου, μας την κρύβεις; Πότε θα φέρεις την κόρη σου;» Και μας την έφερε. Ήταν η πρώτη φορά που τη βλέπαμε, κοριτσάκι τώρα πια.  

Και τότε μας είχε εντυπωσιάσει με τα λογάκια της. Θυμάμαι το πέρασμα μαμάς και κόρης απ’ το γραφείο μου… Δεν είχαν τελειώσει ακόμη οι συστάσεις, όταν κάλεσαν τη συνάδελφο να κατέβει για λίγο στη γραμματεία. Η διαβεβαίωσή της, «Μαριλένα, σε δυο λεπτά θα ’μαι πίσω», δεν καθησύχασε και τόσο τη μικρή, που από τη στιγμή που μείναμε μόνοι κοιτούσε διαρκώς προς την πόρτα.

Για να διασκεδάσω την ανασφάλειά της, έβγαλα απ’ το συρτάρι του γραφείου μου ένα μπολ με καραμέλες και το ’σπρωξα μπροστά της. «Είναι όλες δικές σου» της είπα. Με μια κίνηση του κεφαλιού αρνήθηκε να πάρει και, με περισσότερο πείσμα τώρα, αναζητούσε τη μαμά της. Tης την έδωσα στο τηλέφωνο. «Μαμά, ο κύριος μου δίνει καραμελίτσες. Επιτρέπεται να τις πάρω;» Ήταν ολοφάνερο: η μικρή ακολουθούσε πιστά τις συμβουλές τής μαμάς της, να ‘ναι καχύποπτη σε κάθε προσφορά από το άλλο φύλο. Δεν άντεξα, άρπαξα το ακουστικό. «Σε παρακαλώ, για πες μου, το ρήμα ‘‘επιτρέπεται’’ πώς το εννοεί η κόρη σου; Στην παθητική φωνή με άλφα γιώτα ή στο δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο με έψιλον;»

«Πώς σε λένε;»

«Τάκη».

«Τάκη, θέλεις τώρα να παίξουμε κρυφτό;»

«Ναι, αγάπη μου, κρύψου και θα ’ρθω να σε βρω».

«Όμως, εσύ βλέπεις…»

«Δε βλέπω, καλή μου. Να, κλείνω τα μάτια».

Τρέχει να κρυφτεί πίσω από την κουρτίνα.

Ο τρόπος του λέγειν να κρυφτεί. Η κουρτίνα είναι κοντή και από τη μέση και κάτω την αφήνει ακάλυπτη.

Στέκεται ακίνητη, σε στάση προσοχής, κι από την ταραχή της ανασαίνει βαριά.

«Αχ, βρε καρδούλα μου!» θα ’θελα να της πω, «μην ανησυχείς, κανείς δε θα μπορέσει να σε βρει».

Η φούστα της φαρδιά, καναρινί, με δυο μεγάλες τσέπες μπροστά. Επάνω στη δεξιά τσέπη ακροβατεί ο Μίκυ Μάους. Με χέρια, πόδια και μορφασμούς πασχίζει να τραβήξει την προσοχή μου. Μου βγάζει επιδεικτικά την κατακόκκινη γλώσσα του, σαν να μου λέει, «Φίλε, σιγά μη μας βρεις! Είμαστε πολύ καλά κρυμμένοι».

Tα πόδια της αδύνατα και μακριά, ερεθίζουν τη φαντασία μου, την κάνουν να καλπάζει… Η εικόνα που ’χω μπροστά μου σιγά σιγά ξεθωριάζει και… μπα σε καλό μου!… πίσω απ’ την κουρτίνα ξεπροβάλει, Μαριλένα κι αυτή, μια εντυπωσιακά όμορφη, νέα γυναίκα, με ψηλές, αψεγάδιαστες γάμπες…   

Με επαναφέρει η φωνή της:  

«Τάκη;»

Δεν κρατιέμαι.

Έτσι μου ’ρχεται να τρέξω, να αρπάξω το κουκλί, να το ζουλήξω, να το τσιμπήσω, να το φάω!

«Ναι, ψυχή μου!»

«Έλα! Δε θα με βρεις;»

«Μωρέ θα σε βρω μέχρι να πεις κύμινο!… Είσαι… είσαι πίσω απ’ την πολυθρόνα».

«Όχι όχι! Δεν είμαι».

«Είσαι… είσαι πίσω απ’ το ντουλάπι».

«Όχι όχι! Δεν είμαι» κι ακολουθεί γελάκι πνιχτό.   

«Πονηρούλα, γελάς ε;… Λοιπόν, είσαι… είσαι… ε άμα πια! σ’ έπιασα. Είσαι πίσω απ’ την κουρτίνα!»

«Πάλι! Πάλι! Πάλι!» κι αφήνεται στην αγκαλιά μου μέσα σε ξέφρενα γέλια.

Παίξαμε κρυφτό και γω δεν ξέρω πόσες φορές, επαναφέραμε στην τάξη τα τρία γουρουνάκια, ζήσαμε και πάλι την περιπέτεια της κοκκινοσκουφίτσας.   

Η ώρα περνά, αλλά η ζωηράδα της δε λέει να εκτονωθεί.

«Θα κάτσεις καλά;»

«Όχι! Να παίξουμε κι άλλο».

«Τώρα θα δεις! Θα ’ρθει η κότα να σου τσιμπήσει τον ποπό».

«Που ’ναι η κότα;»

«Εγώ είμαι η κότα».

Δύσπιστη, αλλά γρήγορα ξεθαρρεύει.

«Κότα;… Έλα!»

«Ώστε έτσι ε; Δεν τη φοβάσαι. Τώρα θα δεις!… Να τη! Έρχεται!»

Και ξεκινάμε.

Μπροστά η Μαριλένα να τρέχει σαν παλαβό γύρω απ’ το γραφείο μου, κι από κοντά εγώ, η κότα, να την κυνηγάω κακαρίζοντας: «κοκοκοκοκο!… κοκοκοκοκο!…»

Η φαεινή μου ιδέα, να δράσω σαν κότα για να επανέλθει η ηρεμία στο γραφείο, στην πράξη αποτυγχάνει παταγωδώς. Η μικρή έχει καταλάβει ότι οι διαθέσεις μου κάθε άλλο παρά απειλητικές είναι, ενώ και οι αντοχές της να φέρνει γύρους, σε σύγκριση με της… κότας που τρέχει πίσω της, αποδεικνύονται ανεξάντλητες.

Σταματάω.

«Δεν μπορώ άλλο, καρδιά μου».

«Έλα, βρε κότα, τσίμπησέ με».

«Λυπήσου την κοτούλα, κούκλα μου, πονάνε τα ποδαράκια της».

«Θέλω κι άλλο!»

«Είπαμε! Δεν μπορεί άλλο η κοτούλα».

«Μπορεί!» Και τα ματάκια της βουρκώνουν.

Σαν από μηχανής θεός εμφανίζεται η μάνα της, και η πονεμένη μικρούλα, κλαίγοντας με αναφιλητά, τρέχει να κρυφτεί στην αγκαλιά της.

Τη συνάντησα πάλι αργά το μεσημέρι, την ώρα που σχολάγαμε. Κατέβαινε τη σκάλα που οδηγεί στο ισόγειο, κρατώντας με το αριστερό της χέρι το χέρι της μαμάς και με το δεξί της το στηθαίο.

Καθώς τις προσπερνούσα, τη χαιρέτησα:

«Γεια σου, Μαριλένα, καλό απόγευμα».

Δεν απάντησε. 

Σταμάτησα και γύρισα προς το μέρος της.

«Καλέ; Δε μου μιλάς;»

Κοντοστάθηκε, με κοίταξε ερευνητικά από την κορυφή ως τα νύχια και, χαρίζοντάς μου το πιο γλυκό της χαμόγελο, με χαιρέτησε κι αυτή:

«Γεια σου, κότα».


1 σκέψη στο “Γεια σου, κότα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *