Home » Blog » Ποίηση »
Ποίηση
γράφει ο Kouros Poso Stoi
Μου θυμίζει κάτι παλιό,
τόσο παλιό που καταντάει Αρχαίο,
έτσι γινόταν πάντα,
από τότε που ο πατέρας των Θεών,
έκανε αυτό που πρέπει.
Χιλιάδες αυτοί που τάσπασαν τα μούτρα τους,
σαν κείνον τον ομορφονιό που κοίταγε στην λίμνη,
τόσο κοντά κατέβηκε να δει την ομορφιά του,
ήταν γραφτό του, είπανε αργότερα οι άλλοι,
ξεπέρασε τα όρια θα τόλεγε ο Ελύτης,
κακοτραγούδησε αυτό που τούδωσε η φύση,
κι’ ο Δίας αυτός ο απόλυτος Θεός του,
κατάρα έδωσε σ’αυτόν και σ’όλη την γενιά του.
Και τώρα κάθομαι εδώ και βλέπω την κατάντια,
βλέπω να φεύγουν σύννεφα, να γίνονται κυκλώνες,
να υψώνονται κεί ψηλά, να πνίγουν
τα ουράνια,
ν’ απειλούν και Αυτόν και όλους τους ομοίους,
να του ζητούν την χάρη του,
και την παρηγοριά του,
τα σύννεφα να γίνονται πουλιά,
σμήνη να τον καρφώσουν,
να πάρουν ξανά το αίμα τους,
να βρουν την λεβεντιά τους.
με μια ξεδιάντροπη μορφή,
τρελή για κάθε άλλους
Φταίνε αυτοί?
Φταίει αυτός?
ή έτσι ήταν το γραφτό τους?
Αγκομαχά και σκέφτεται,
τον νοιάζουν τα χαμένα,
τον σκιάζουν τα βαριά κλαριά,
που δώσαν τον καρπό τους,
ζυγίστηκαν, παλέψανε και βγήκαν νικημένα,
και τούπαν, έτσι γίνεται παντού,
το ίδιο το τροπάρι.
Κοιτάς παλιά, δεξιά και πιο στερνά,
είδες να αλλάζει κάτι?
Παντού και πάντα η συμφορά,
σου έκανε παρέα,
λες νάπιασε η ευχή που κείνη σούχε κάνει?
Να πάθεις ότι τράβηξα εγώ με τούτα και με σένα,
τ’άδεια μπουκάλια σού δειχνε,
κι’ ο βήχας να την πνίγει,
μερόνυχτα να ξενυχτά,
και μάτι να μη κλείνει,
σε ξέγραψα, σε έσβησα δε θέλω να σε ξέρω
μα συ αλλού αρμένιζες,
στα ήσυχα λιμάνια,
δεν έβλεπες τη μύτη σου, ήσουν για αλλού δοσμένος,
δε θώραγες κι’ αυτόν εκεί, στον θρόνο του επάνω,
τα έγραφε, σου γέλαγε, σου έκλεινε το μάτι,
σε κάλαγε στα ύψη του,
να δεις από κει επάνω,
πόσο γελοίος φαίνεσαι, και συ και το λεφούσι.
Τα σύννεφα γίνηκαν βροχή,
που τα ξεπλύναν όλα,
και όλα γενήκαν σαν παλιά,
σαν τότε που σ’αρέσαν,
σαν τότε πού παιζες με κείνα τα κοχύλια,
με λίγη άμμο μέσα τους,
και πιο πολύ το δάκρυ.
Εντάξει τελειώσαν πια αυτά,
μπορείς να τα ξεχάσεις,
έτσι παράγγελνε ο Θεός,
και τούτο θες να κάνεις.
Αλλά σαν άνθρωπος θνητός,
σαν πονηρός που είσαι,
να παίζεις με τα σύννεφα,
δε θες να το ξεχάσεις,
σου άλλαξε την, τη μορφή,
την έπλασε μουρίτσα, κάτι σου θύμιζε κι’ αυτό
και έπιασες να δοκιμάσεις,
τη δόξα του εζήλεψες και είπες να τον ξεκάνεις,
η θάλασσα αντάριασε, οι βάρκες της βουλιάξαν,
κι’ έτσι έμεινες εσύ κι’ ο άλλος σου ο εαυτός.
Σε ταίριαξε, σ’ ομοίωσε, σ’ έκανε το στοιχειό του,
σε τίναξε μες στους αφρούς και σε έκανε δικό του,
εσύ, αυτή και τα γλαράκια.
Κάθε πρωί που ξύπναγες σου άνοιγε τα μάτια,
κι’ έβλεπες μαζί μ’αυτόν του Παραδείσου εικόνες.
Κακόμοιρε, κακότυχε ανταριασμένη κόρη,
που νόμιζες πως πάντα αυτή θα ήταν η βολή σου,
καινούργια σμάρια από πουλιά,
φτιάχναν παλιά ασμάρια,
φτιάχναν καινούργια κουτσουλιά,
για την δική σας κόμη.
Αυτό γινόταν πάντα.
Γιατί όχι και τώρα?
Χρόνια πολλά παιδεύεσαι να πιάσεις την Ιθάκη,
τη δική σου,
αυτή που θα ‘ταν το βασίλειο σου,
εκεί που θάβρισκες μαζί τον διάολο και τον Θεό
κι’ έλεγες,
ψάχνω να βάλω Καπετάνιο στα όνειρα μου,
να καβαλήσω στ’ αστέρι του, για να με πάει,
εκεί που πάντα ονειρευόσουν,
νόμιζες ότι τον είχες στο κουπί,
μα κει ήταν η σκιά του,
ο άλλος αλλιώς κανόνιζε,
αλλιώς είχε συμφωνήσει,
μή σού ’ταξε ποτέ να σε χαϊδεύει?
Μήπως τα μίλησες μ’αυτούς,
να μη σηκώνουν κύμα?
Σαν μήπως είπες στα πουλιά,
να κόψουν τις φτερούγες?
Ποιος θα σου μάθει άραγε,
να δέσεις άλλους κάβους,
ν’αλλάξεις ρότα στο σκαρί,
γιατί δε σε συμφέρει.
Έπαιξες με τη μάνα σου,
την έσκισες στα πέντε,
την βύζαξες, την έμαθες,
της πήρες και τη γνώση,
την δούλεψες, την έπλασες,
της είπες τα δικά σου,
έπαιξες με την άμμο της, και πήρες τα καλά της.
Τάβαλες όλα μαζί,
τα ζύγιασες στα μάτια της,
τα βρήκες όλα πρώτα,
ανέβηκες πολύ ψηλά, στης Άρτεμις τα μέρη,
εκεί που θα παιζε κι’ αυτή με τόξα και με βέλη,
τα πάντα βρήκες Θεϊκά,
τα δάση,
τα ψηλά βουνά,
τα δυο βραχάκια τα γυμνά
σου φαίνονταν αστέρι,
σαν κείνα που πέσαν με βουή
και της καρφώσαν πάνω της την ίδια την ζωή,
όσο χρειάστηκε και Αυτός να φτιάξει αυτά τα μέρη,
τόσο χρειάστηκες και συ να πιείς τ’ όνειρο σου.
Λες δεν ήταν αρκετό,
του λες τ’ αντίθετα σου,
τον βγάζεις ψεύτη, προσπαθείς,
το παίρνεις σαν παιχνίδι
και κοιτάς τον καθρέφτη, του κάνεις μαθήματα,
κατεβάζεις θεωρίες,
που σ’ άλλους δουλέψανε,
που άλλους γιατρέψανε, και άλλους καταστρέψανε.
«Διάλεξε» σου σταλάζει μές τα’ αυτί,
στο σταλάζει πάνω στα τύμπανα σου,
στο περνάει πιο μέσα,
σε κάνει ψυχολογικό πειραματόζωο,
θα στο ξαναπεί,
να το βάλεις καλά στο κουτάκι της μνήμης σου.
Κάνε πιά τη σύγκριση,
άστα τα σύννεφα να φτιάχνουν αρκούδες από πάνω σου,
άστα τα γλαροπούλια να φωλιάζουν μόνα τους,
άστην την θάλασσα να σου μουρμουρίσει,
από σένα κάποια στιγμή περιμένουν κάτι,
τα βράχια ή οι ακρογιαλιές περιμένουν,
πάνω τους να σπάσεις κάτι,
αυτό που σ’ άρεσε, αυτό που σούδωσε, αυτό που σε σκοτώνει
ΔΙΑΟΛΕ ! ! !
Άρα τους χρωστάς
θάναι το τέλος
θάχεις μπει πια στην Ιθάκη
θ’αχεις στην αγκαλιά σου αυτό που πόθησες
μη περιμένεις κάποιος Αιγαίας να σε περιμένει
μόνος σου θα μπεις,
μόνος σου θα το σπάσεις,
και μόνος σου θα το κλάψεις,
για τελευταία φορά.
Αυτή τη φορά η θάλασσα θα σε κοιτάει ήσυχα,
με νεκρική φοβέρα,
τα πουλιά που σ’ όλα τα χρόνια τα παλιά,
σου χάλαγαν τα πλάνα,
θα μείνουν ακίνητα,
θα σε κοιτάζουν,
θα σε ρωτάνε, «μπορείς»?
«μπορείς» να το σπάσεις?
«θέλεις» να το κάνεις χίλια κομμάτια?
Τη μισείς τόσο?
Έχεις τη μαγκιά να το κάνεις?
Ρεζίλι θα γίνεις,
αν δεν το κάνεις
Η φάτσα σου στον καθρέφτη, θα σε κοιτάει ακόμη,
«για να σε δούμε» ! ! !
και μετά τι?
Το τίποτα?
Το καθένα όνειρο στη θέση του?
Για να το κλέψει άλλος και να το συνεχίσει?
Να το σπρώξει στα μέρη,
που αυτός θέλει?
Χωρίς να με ρωτήσει?
Εγώ το ζωγράφισα και άλλος θα το βλέπει όνειρο?
Να περιμένω λοιπόν,
να πιστέψω στην άλλη ζωή,
να ελπίσω ότι κάποιος άλλος Θεός θα ξεκινήσει,
τον πίνακα του, με άλλα χρώματα, με άλλα πινέλα, με άλλα φόντα,
να ελπίσω ότι στην θέση της θάλασσας,
που τόσο μ’ έπνιξε,
θα ζωγραφίσει μια πράσινη ή μια πορτοκαλί λίμνη,
με ολούθε γύρω της βουνά,
και τα βρωμόπουλα να τα ξορίσει,
να τους φτιάξει τα σπίτια τους,
κάπου αλλού
Να κάνουν παρέα σε κάποιον άλλον Προμηθέα,
και τώρα αντίθετα, να δέσει αυτά πάνω στα βράχια.
Δε θέλω πια να ξανακούσω αυτές τις,
βλαμμένες ερωτήσεις τους.
Και ελπίζω να μη χρειαστεί να ξαναμπώ
σε καμιά άλλη Ιθάκη.
Δε μπορώ να δω και πάλι το ίδιο έργο.
Το βαρέθηκα
Το ίδιο όνειρο με κουράζει κάθε βράδυ
Έλεος πιά ! ! !
Ευτυχώς που ξημέρωσε
δείτε και αυτά:
Ο αντάρτης της ποίησης Μεσάνυχτα και κάτι Νίκος Σουβατζής – Χειμερινή Ισημερία