Μια συνηθισμένη ιστορία


Home » Blog » Χρονογραφήματα » Μια συνηθισμένη ιστορία


Γράφει ο Γ.Β.


Αρνητικοί και οι δυο τους. Όχι ότι δεν αγαπούσαν τα σκυλιά· δεν το επέτρεπαν οι συνθήκες.

     Πρώτη γραμμή “αντίστασης” η γυναίκα του. Όπλα της, τα γνωστά: φαγάκι και νερό για τα αδέσποτα της γειτονιάς, βιντεοταινίες και βιβλία με σκυλάκια πρωταγωνιστές, κουτάβια σε αφίσες παντού μες στο σπίτι, κι άλλα τέτοια, που, πάντοτε στο τέλος, σκόνταφταν στο… «Δε με νοιάζει! Εγώ, θέλω ένα δικό μου» ‒ «Δεν ξέρω, βρες τα με τον μπαμπά» η απάντηση, κι αναλάμβανε αυτός. Δεν του ήταν εύκολο. Λάτρευε την κόρη του. Η αντιπαράθεση μαζί της τον πονούσε.

     Η αντίδρασή της, σε κάθε άρνησή του, σθεναρή, επίμονη: Η Χριστίνα κι ο Ορφέας έχουν σκυλάκι, εγώ γιατί να μην έχω; Μα, βρε παιδί μου, τα σπίτια τους έχουν αυλή, και κει το σκυλάκι μπορεί να παίζει με άνεση. Και μεις, μπαμπά, έχουμε μεγάλο μπαλκόνι, το ίδιο είναι. Τα πρωινά, εγώ και η μαμά θα ‘μαστε στη δουλειά και συ στο σχολείο, ποιος θα το φροντίζει; Θα γαβγίζει και θα ενοχλεί τους γείτονες. Ε, τι νομίζεις, δε θα καλέσουν την αστυνομία; Σιγά που θα ενοχλεί, θα του ’χω φαγάκι να τρώει και παιχνίδια να παίζει. Εντάξει, αλλά και κάποιος πρέπει να το πηγαίνει βόλτα και… ξέρεις τώρα, να μαζεύει τα κακά του. Εγώ θα το πηγαίνω βόλτα, μπαμπά, και τα κακά του καθόλου μα καθόλου δεν τα σιχαίνομαι, μια χαρά θα τα μαζεύω. Ωραία· αλλά στις διακοπές, για πες μου στις διακοπές, ποιος θα κρατάει το σκυλάκι; Η γιαγιά; Η καημένη είναι άρρωστη, δεν μπορεί. Ρε μπαμπά! Δε θα κάνει κι αυτό διακοπές; Έλα τώρα! Θα το παίρνουμε μαζί μας.

Εκείνη την ημέρα τον γυρόφερνε από νωρίς το απόγευμα. Και πάλι δεν κατάφερε να αποσπάσει τη συγκατάθεσή του. Το βραδάκι, λίγο πριν πέσει για ύπνο, η πονεμένη μικρούλα έτρεξε στην αγκαλιά τής μάνας της κλαίγοντας με αναφιλητά. «Όχι, τώρα! Να μου πεις τώρα! Άμα πεθάνει ο μπαμπάς, θα πάρουμε σκυλάκι;»

     Ήταν στο μπάνιο. Ξυριζόταν. Στο άκουσμα, ταράχτηκε. Η οκτάχρονη κόρη του είχε καταλήξει: αν ο μπαμπάς της δεν αποδημούσε εις Κύριον, σκυλάκι στο σπίτι δε θα ‘μπαινε.

     Έτρεξε και μάζεψε άρον άρον χλωρίνες, AJAX κι ό,τι άλλο απολυμαντικό υπήρχε στο σπίτι· από την αποθηκούλα, δίπλα στο μπάνιο, πένσες, κατσαβίδια, σφυρί και μια μικρή βαριοπούλα ‒ο πεθερός του του την είχε φέρει· του περίσσευε‒, και από την κουζίνα τα μαχαίρια που είχαν αγοράσει πρόσφατα για να κόβουν το κρέας. Τα έκρυψε όλα στο μεταλλικό ντουλάπι, έξω στο μπαλκόνι. Κλείδωσε κι έβαλε το κλειδί στην τσέπη. Αμέσως μετά πήρε στο τηλέφωνο τον συνάδελφό του, τον Μανώλη. Η κόρη του ήταν παιδοψυχολόγος. «Είναι επείγον, καίγομαι», του είπε.

Από το μεσημέρι της επόμενης, Σάββατο ήταν, το σκηνικό άλλαζε άρδην. Ένα τρισχαριτωμένο σκουρόχρωμο κουτάβι έμπαινε σαν σίφουνας στο σπίτι. Άρχισε να τριγυρνά στα δωμάτια, να χώνει τη μούρη του παντού. Η μικρή, εκστασιασμένη απ’ αυτό που ζούσε, έτρεχε διαρκώς πίσω του. Οι γονείς της, σιωπηλοί στο σαλόνι, αναλογίζονταν τις αλλαγές που θα επέφερε στην καθημερινότητά τους ο εισβολέας.

     «Μπαμπά! Πώς θα το φωνάζουμε;»

     «Μη βιάζεσαι, θα δούμε».

     Βράδιασε. Το ζωντανό συνέχιζε τις τρέλες του· η μικρή, χωμένη στο τάμπλετ τής μαμάς της, έψαχνε να βρει με τι παίζουν τα κουτάβια, τι φαγάκι τρώνε και τα σχετικά· και οι μεγάλοι, σε υπερένταση όλη την ημέρα, είπαν να ’νοίξουν  λίγο την τηλεόραση. Έπαιζε τον “Μπακαλόγατο”με τον Χατζηχρήστο. Το είχαν ξαναδεί· κάθισαν.

     Καθώς η ταινία προχωρούσε και οι κατραπακιές άρχισαν να πέφτουν βροχή στο σβέρκο του Ζήκου, αφέθηκαν για λίγο. Κι έτσι, το κουτάβι βρήκε την ευκαιρία να ‘ρθει και να καθίσει ανακούρκουδα στο κέντρο του σαλονιού. Πριν προλάβουν να αντιδράσουν, είχε σερβίρει επάνω στο χαλί μια ολοστρόγγυλη κουράδα.

     Κόντεψε να πάθει. Σηκώθηκε επάνω έξαλλος κι άρχισε να κραυγάζει: «Χάσου! Χάσου από δω, ρε βλάκα!» και το κουτάβι έτρεξε βολίδα να κρυφτεί κάτω από τον καναπέ. Για να το κάνει να βγει από την κρυψώνα του, χτυπούσε στην αρχή παλαμάκια κι ύστερα με τα πόδια του δυνατά το πάτωμα. «Βγες! Βγες έξω, ρε αλήτη» του φώναζε, με τη μικρή να τον παρακολουθεί έντρομη και κάθε λίγο και λιγάκι να τον εκλιπαρεί: «Μη! Μη μπαμπά! Είναι καλό σκυλάκι». Κι επειδή το κουτάβι δεν έβγαινε, έψαχνε να βρει κάτι να του πετάξει. Κι όλο βλαστημούσε Χριστούς και Παναγίες, γιατί η μαμά προλάβαινε κι άρπαζε από τα χέρια του τα ασημένια και τα γυάλινα. Και κάποια στιγμή που η μαμά δεν πρόλαβε, το σημάδεψε με το κομπιουτεράκι τής τηλεόρασης, και το κουτάβι έγινε καπνός. Ύστερα από λίγο, το πονηρό, κι ενώ η μαμά μάζευε τα κακά του, έβαλε το μουσούδι του στο άνοιγμα της πόρτας και τους κοιτούσε με παράπονο· κι ήταν τόσο γλυκούλι, που ο μπαμπάς το λυπήθηκε και του είπε: «Έλα δω, ρε βρομιάρη! Έλα δω, ρε λέρα!» ‒ «Α! Μπαμπά, το βρήκα! Λέρας… Λέρας ο γλυκούλης! Τι λες;» πετάχτηκε η μικρή. Και το κουτάβι… Λέρας, τώρα πια, ήρθε· με δειλά βηματάκια στην αρχή, και, ξεθαρρεύοντας σιγά σιγά, με κείνο το κουταβίστικο περπάτημα που μοιάζει με χοροπηδητό.

Έχουν περάσει χρόνια… Η μικρή, μια όλο δροσιά και χάρη δεκαπεντάχρονη. Έχει παύσει πια ο Λέρας να μονοπωλεί το ενδιαφέρον της. Αντ’ αυτού, ο καθρέφτης της, το κινητό της, με αρκετή πίεση από τη μαμά και τον μπαμπά τα βιβλία της, και ο Κίμωνας˙ με δύο πόδια αυτός, όχι τέσσερα.

    Η γυναίκα του, από την αρχή, και με εμφαντικό μάλιστα τρόπο, είχε ξεκαθαρίσει τη θέση της: «Όλη μέρα λερώνετε, κι όλη μέρα η “δούλα” μαζεύει. Ε, όχι και το σκυλί!» Έτσι, η φροντίδα τού Λέρα πέρασε σ’ αυτόν.

     Δεν άργησαν να γίνουν φίλοι. Τι φίλοι. Κολλητοί. «Αυτοκόλλητοι δε λες καλύτερα, ρε μπαμπά», τον πείραζε η κόρη του.

     Ο Λέρας δεν ήταν το σκυλί φύλακας, αλλά ένα ζωηρό, πανέξυπνο σκυλάκι, που έτρεχε κοντά σου με φιλική πάντοτε διάθεση, για να σε αγγίξει και να εισπράξει αγκαλίτσες. Στο σπίτι, ισότιμο πια μέλος της οικογένειας, συμμετείχε ενεργά τόσο στις χαρές, με πηδηματάκια στον αέρα και γλυψιές σε λαιμούς κι αυτιά, όσο και στις λύπες, με κατεβασμένο το μουσούδι, τα μάτια υγρά και την ουρά ανάμεσα στα σκέλια.  

     Για τον μπαμπά ήταν το μωρό του. Και μόνο στην ιδέα ότι θα μπορούσε να τον χάσει ή να του συμβεί κάτι κακό, παρέλυε. Αφού στο εξοχικό ‒αρκετά σαββατοκύριακα τα περνούσαν οι δυο τους εκεί‒, έφθανε στο σημείο, όταν τις νύχτες ακουγόταν κάποιος περίεργος θόρυβος και ο Λέρας πεταγόταν όρθιος, να τον κλειδώνει μέσα και να βγαίνει ο ίδιος έξω να δει τι συμβαίνει. Αν χρειαζόταν, είχε καταλήξει: θα γάβγιζε αυτός.

Ο Λέρας ‒πάνε δυο-τρεις ημέρες τώρα‒ σέρνεται στην απογευματινή περατζάδα. Αυτός, που έτρεχε αριστερά δεξιά σαν παλαβό, κι έφτυνες αίμα να τον μαζέψεις. Και σαν να μην έφτανε, το τελευταίο εικοσιτετράωρο ούτε καν άγγιξε το πιάτο του κι ούτε τα κατάφερε, αν και ζορίστηκε αρκετά, να κάνει την ανάγκη του.

     Θορυβήθηκε. Είχε ήδη αργήσει· τον έτρεξε.

     “Κήλη σε περίσφιξη” η διάγνωση, “κι αν δεν χειρουργηθεί άμεσα, είναι ζήτημα ημερών” ‒ Κατέρρευσε. Έτρεξαν να του φέρουν καρέκλα να καθίσει κι ένα ποτήρι νερό. Όταν ο πατέρας του είχε πάθει το εγκεφαλικό, έτυχε να ’ναι δίπλα του· έτσι δεν είχε νιώσει.

     Άφησε τον Λέρα στην κλινική. Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, θα ‘μπαινε στο χειρουργείο. Τρόμαξε να επιστρέψει στο σπίτι. Οδηγούσε και δεν έβλεπε· δεν έβλεπε φανάρια, δεν έβλεπε αυτοκίνητα, δεν έβλεπε τίποτα· μόνο εκείνη την ψυχούλα που υπέφερε είχε διαρκώς μπροστά του.

     Όταν έφθασε, πήγε κατ’ ευθείαν και κάθισε στο σαλόνι. Μάνα και κόρη έπεσαν επάνω του. «Τι έγινε; Πώς είναι ο Λέρας;» Δεν απάντησε. Έσκυψε, στήριξε το κεφάλι στα δυο του χέρια και ξέσπασε σε λυγμούς.  ­­


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *