Κλειστά παντζούρια


Home » Blog » Μικρές Ιστορίες » Κλειστά παντζούρια


φωτο από pixabay.com

Γράφει ο Μίλτος Μόσχος

Από μακριά δείχνει, βήμα μπερδεμένο, πόδια ανοιχτά, βήματα αργά, ασταθή, ένα χέρι που ψάχνει τοίχο. Αλλά πάλι δύσκολο να πει με σιγουριά ο Πέτρος, η σκοτεινή φιγούρα έτοιμη να πέσει…  δείχνει κάποιον παχύ, σίγουρα ηλικιωμένο. Μόνο όταν η φιγούρα κατάφερε να συρθεί κοντύτερα κατάλαβε ότι κάτι τρέχει με τον μπάρμπα Μήτσο. Πετάγεται ελατήριο από την καρέκλα του, βγαίνει στο πεζοδρόμιο, κοντοστέκεται να βεβαιωθεί. Βλέπει καθαρότερα… πράγματι ο μπαρμπα Μήτσος τρικλίζει. Το μυαλό του, τι περίεργο πράγμα κι αυτό, πάει στον πατέρα του… το ‘σκασε και αυτός σε άλλους κόσμους τέτοιο καιρό πέρυσι.  

Ο Πέτρος κάθε πρωί έχει το νου του να δει τα παντζούρια να ανοίγουν. Του ‘φεύγει μια έγνοια… κάθε μέρα χρόνια τώρα το ίδιο πράγμα, η ίδια έγνοια για τον παππού της αυλής, που δεν του ήταν κιόλας τίποτα, απλά τα παντζούρια γίνανε μπηγμένος σταυρός στο μυαλό του Πέτρου, γίνανε σύμβολα ζωής αλλά και θανάτου μαζί. Κάθε μέρα, όταν τα βλέπει ν’ ανοίγουν, μουρμουράει: «τουλάχιστον είναι όρθιος και σήμερα». Ο δικός του πατέρας έφυγε μια νύκτα αθόρυβα, και το κατάλαβε η γειτονιά από τα παντζούρια που δεν άνοιξαν εκείνη τη μέρα. Μια γειτόνισσα του πατέρα του το είδε, αλλά σκέφτηκε ότι τον πήρε ο ύπνος. Κατά τις 10 όμως άρχισε η γειτόνισσα να ανησυχεί, κατά τις 12 την τύλιξαν τα φίδια, δεν άντεξε, φόβος βλέπεις… αυτός ο παγερός που μοιάζει του θανάτου, του ξαφνικού θανάτου. Έτσι ξόδεψε ο πατέρας του Πέτρου την τελευταία του νύχτα στη γη, δεν πρόκαμε να ανοίξει τα παντζούρια. Αυτή η σκηνή στοιχειώνει τον Πέτρο ακόμα και σήμερα.

Ο μπαρμπα Μήτσος είναι πρωινός τύπος, αξημέρωτα ανοίγει τα παντζούρια, πίνει καφέ στην αυλίτσα, οι γάτες κάνουν πάρτι στα πόδια του, τις έχει βλέπεις καλομαθημένες, ένα ψάρι αυτός, ένα αυτές και τηγανιτό παρακαλώ!

Μετά, με αργό, γεροντίστικο βήμα παίρνει τα σύνεργά του και τραβάει στο λιμανάκι. Τον κάνεις εκεί, γύρω στα ογδόντα, ευτραφής… η κοιλίτσα τον προδίδει, λιγομίλητος με όλους, κι όταν πάρει να μιλήσει το κάνει αργά σαν να σκέφτεται ν’ ανοίξει το στόμα του, παλιός ξυλουργός με δικό του μαγαζί. Πάντα έχει μια καλημέρα για όλους. Και λιγάκι γυναικάς… παίρνει την πίεση σε κάτι τροφαντές γιαγιάδες της γειτονιάς και το μπράτσο τους το πασπατεύει καμιά ώρα γελώντας… «μα πού διάολο είναι η φλέβα σου μωρέ;», δεν βρίσκει την αρτηρία ρε παιδί μου, κακαρίζουν κι αυτές, άλλο που δεν θέλουν, στην ηλικία τους κάποιος άντρας τις κανακεύει, δεν είναι λίγο.

Ξεκινά λοιπόν με τα σύνεργα, μια καθετί, ένα πανέρι για τη λεία του και ένα καρεκλάκι… ώρες στημένος εκεί, παίζει με τα ψάρια. Ο ίδιος γελάει κάθε μεσημέρι που γυρνάει με άδειο το καλάθι… «δε βαριέσαι… να περνάει η ώρα», δικαιολογείται στον Πέτρο. Και ο Πέτρος, που έχει το μανάβικο πιο κει, του δίνει ψεύτικο κουράγιο για την επόμενη μέρα… «αύριο μπαρμπα Μήτσο θα πιάσεις», κι αυτός κάτω από το παχύ μουστάκι του συμπληρώνει… «α, ναι… καλά… αύριο… αν δεν προλάβω να τα τινάξω».

Σήμερα λοιπόν ο Πέτρος είδε τα παντζούρια, είδε τον παππού να πηγαίνει αργά προς το λιμανάκι με το καλάθι του, είδε το μεσημεριανό του γύρισμα, όλα καλά και σήμερα, αυτό που βλέπει όμως τώρα δεν το καταλαβαίνει.

Να βλέπει τον μπαρμπα Μήτσο να τρεκλίζει… αυτό πρώτη φορά το βλέπει, εντάξει πίνει το κρασάκι του, αλλά ποτέ δεν τον έχει δει μεθυσμένο. Αυτό τον έκανε να πεταχτεί και να τρέξει προς το μέρος του.

Τον πιάνει από το μπράτσο, αρχίζει σιγά-σιγά να τον τραβάει προς το σπίτι. «Μπαρμπα Μήτσο που ήσουν;»

«Άστα ρεεεε Πέτρο…»

Τυπική η ερώτηση… ο μπαρμπα Μήτσος βρωμάει κρασί και τσιγαρίλα. Από πού αλλού θα ‘ρχόταν; Από την ταβέρνα σίγουρα.

Σκοτάδι είναι εκεί που οι δύο άντρες  -40 χρόνια διαφορά ο ένας από τον άλλο- μπλέκουν τους ιδρώτες τους και ο ένας βοηθάει να σταθεί ορθός ο άλλος.

Μιλιά ο παππούς, προσπάθειες ομιλίας κάνει, δε λέω, αλλά οι πνιχτοί φθόγγοι δεν βγάζουν λέξεις για τους νηφάλιους, ίσως ένας μεθυσμένος να καταλάβαινε. Σε ακόμα δέκα βήματα βρίσκονται στη γωνιά του σπιτιού. Το φως της λάμπας πέφτει πάνω τους τώρα κατάφατσα… πρόσωπο κόκκινο έτοιμο να σκάσει, χείλια να μάχονται για την αξιοπρέπεια τους, ντροπιασμένα μάτια που καλύπτονται πίσω από δάκρυα, περήφανος βλέπεις ο μπαρμπα Μήτσος, δεν ζήτησε ποτέ βοήθεια από κανέναν, δεν πήρε ποτέ φαΐ από τη γυναίκα του Πέτρου που του ‘φερνε καμιά φορά από το σπίτι της, ξεφτιλίζεται τώρα, ανίκανος να κάνει δυο βήματα.

«Μπαρμπα Μήτσο τι έπαθες;»

«Άστα ρεεε Πέτρο…»

Μάτια που σουβλάνε, δεν θέλει να πει κάτι; δεν μπορεί να πει; ο Πέτρος δεν μπορεί να καταλάβει;

«Τι έπαθες; Τα ‘πιες;»

«Άστα σου λέωωω… «

«Γιατί;» επιμένει ο Πέτρος.

Τεράστιο δάκρυ αλλάζει κατεβασιά στο μάγουλο, από άλλη ρυτίδα ξεκίνησε σε άλλη κατέληξε… μετά κι’ άλλο… μετά κι’ άλλο.

«Μπαρμπα Μήτσο τι έγινε; Σε πείραξε κανείς;»

«Άστα ρεεε Πέτρο…»

«Τότε τι;…γιατί κλαις; Πονάς κάπου;»

Κεφάλι πέρα-δώθε.

«Τι… να σου πω… μωρέ;… άστα… να πάνε…», στριφογυρνάει δάκτυλα να βιδώσει τον αέρα, κι αυτά μιλάνε, αλλά ο Πέτρος δεν τα καταλαβαίνει… ίσως κάποιος μεθυσμένος να τα καταλάβαινε.

«Βόηθα να… πάω… στο δωμάτιο μου ρεεε… Πέτροοο»

«Έλα, πάμε σιγά-σιγά».

Φεύγουν από το φως της λάμπας, πέφτουν πάλι στα σκοτάδια της αυλής, φτάνουν στην μικρή πορτούλα του. Φως πάλι στα πρόσωπά τους από τη λάμπα του δωματίου.

Τα δάκρυα τώρα ποτάμι… αλλά μιλιά… σφίγγεται να τα κρατήσει δικά του αλλά μάταια, περήφανος βλέπεις, κρατιέται να μη μιλήσει, και ποιος ξέρει τι να θέλει να πει. Τόσα χρόνια που ζει έχει μαζέψει πολλά για απόθεμα, εγκυκλοπαίδεια γεμίζει.

Με το που τον ακουμπάει στο κρεβάτι, τα μάτια του κατεβάζουν παντζούρια, τον σκεπάζει, του σβήνει το φως και κλείνει την πόρτα. Γυρνάει στο μαγαζί του, μονολογώντας με τα χάλια του παππού. Βρίσκει τη γυναίκα του που έχει εν τω μεταξύ έρθει να τον βοηθήσει να κλείσουν το μανάβικο.

«Ο μπαρμπα Μήτσος είναι τύφλα στο μεθύσι… τον πήγα στο κρεβάτι του… χάλια σου λέω! τον ρώταγα και δεν μου ‘λεγε. Ρε γυναίκα, η κυρά του πού είναι; μέρες έχω να τη δω!»

«Δεν πήρες είδηση τίποτα;… έφυγε… 40 χρόνια μαζί…»


2 σκέψεις στο “Κλειστά παντζούρια

  1. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΩΣ ΓΕΓΟΝΟΣ. Ο ΤΡΟΠΟΣ ΟΜΩΣ ΠΟΥ ΦΤΑΝΕΙ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ Σ’ΑΥΤΟΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *