μικρές ιστορίες - χωρίς air condition

Χωρίς air condition


Home » Blog » Μικρές Ιστορίες » Χωρίς air condition


φωτο από το pixabay.com

Γράφει ο ΒΓ     

 «Ε λοιπόν, Αντώνη, ξέχασέ το! Η μπαλκονόπορτα θα μένει κλειστή τα βράδια. Δε θα κοιμάμαι εγώ με τους γύφτους να σουλατσάρουν πάνω απ’ το κεφάλι μου», κι ύστερα από μια σύντομη αυτοψία, με ύφος αυστηρό, επιτιμητικό, συνέχισε: «Για κοίταξε εδώ! Ακόμη κι ένα μωρό μπορεί να σκαρφαλώσει».
     Μου θύμισε τον Παναγόπουλο, τον αρχιλοχία μας στη Λήμνο. Κάθε φορά που η μονάδα μας βρισκόταν σε κατάσταση ετοιμότητας, και με τα ελληνοτουρκικά συνέβαινε συχνά, αυτός το γλεντούσε. «Ρε στραβάδι, μπορεί να σκαρφαλώσει κανείς από δω; Ναι ή όχι;! Λέγε ρε!..» Αν απαντούσες ‘‘ναι’’, θα ομολογούσες ότι δεν πήρες τα κατάλληλα μέτρα ώστε να αποτρέψεις το ενδεχόμενο αυτό, ενώ με το ‘‘όχι’’, θα αποδείκνυες ότι, με περισσή επιπολαιότητα, υποτίμησες τις δυνατότητες του επιτιθέμενου. Σε κάθε περίπτωση, είχες υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα.

     Τούτη τη φορά βέβαια δε λέω, η γυναίκα μου είχε δίκιο: τα σκαλάκια, από το επίπεδο του κήπου μέχρι και την είσοδο της γκαρσονιέρας, πέντε όλα κι όλα.
     Για μια στιγμή, σκέφτηκα να αναζητήσω τον υπεύθυνο του συγκροτήματος και να διαμαρτυρηθώ. Όμως λύση δε θα βρισκόταν. Ήταν το μοναδικό διαθέσιμο κατάλυμα· έτσι μου ’χαν πει. Και θα ’πρεπε τώρα, ύστερα από τρεις ώρες ταξίδι, κατάκοποι και με τις βαλίτσες στα χέρια, να ψάξουμε για κάτι άλλο. Δεν είχαμε καμιά τέτοια διάθεση. Άλλωστε, Αύγουστο μήνα και μάλιστα παραμονές της Παναγίας, τι θα βρίσκαμε; ίσως, αν ήμασταν τυχεροί, κανένα ημιυπόγειο. Θα γυρίζαμε πίσω λοιπόν ή θα τη βγάζαμε ξάπλα στην παραλία; Έκρινα ότι έπρεπε να παραμείνω ψύχραιμος.    
     Κατά τα άλλα, ο χώρος ευρύχωρος, φωτεινός, πλήρως εξοπλισμένος και λειτουργικός. Μπαίνοντας, αριστερά η κουζίνα και δεξιά το λουτρό· στο κέντρο, στη μια μεριά η τηλεόραση, αναρτημένη στον τοίχο, και απέναντί της ένα διθέσιο καναπεδάκι· στο βάθος, κοντά στην μπαλκονόπορτα, τρία κρεβάτια, τοποθετημένα παράλληλα, το ένα δίπλα στο άλλο. Όλα συμπαθητικά.
     Στο μεταξύ, η γυναίκα μου εκεί, στο μπαλκόνι. Κοίταζε ολόγυρα, μέτραγε βήματα, σχεδίαζε άμυνες.
     Σκεφτόμουνα ότι αυτό μας έλειπε τώρα: η θερμοκρασία στους 36 βαθμούς, η ΕΜΥ να προβλέπει σταδιακή άνοδο, και μεις… να πέφτουμε για ύπνο με τα παντζούρια κλειστά!

«Κοιτάξτε», μου είπαν, όταν τους είχα πάρει για να κλείσω, «υπάρχει μόνο μία γκαρσονιέρα στον πρώτο όροφο. Βλέπει στη θάλασσα βέβαια, αλλά, μόλις ανακαινίστηκε και το air condition δε θα ’χει μπει». 
     Επειδή ο συνομιλητής μου μου είχε συστηθεί σαν ο ιδιοκτήτης του συγκροτήματος, δεν μπορώ να πιστέψω ότι είχε συγκεχυμένη αντίληψη για το τι σημαίνει πρώτος όροφος. Συνεπώς, κατά το κοινώς λεγόμενο, με δούλευε. Όσο για το air condition, και να υπήρχε θα μας ήταν άχρηστο﮲ ούτε και στο σπίτι το ανάβαμε τα καλοκαίρια· τη βγάζαμε με ανεμιστήρες, που σκόπευαν αποκλειστικά εμένα και το παιδί. Η γυναίκα μου φρόντιζε να κάθεται σε απόσταση ‒ τα αρθριτικά της βλέπεις. Γι’ αυτό, χωρίς δισταγμό, απάντησα: «Δεν μας πειράζει· χωρίς air condition».

     Αλλά εγώ και το παιδί εκεί δε θα ‘μασταν; Πώς δεν προνόησα, o ανόητος, να βάλω στο πορτμπαγκάζ κι έναν ανεμιστήρα; Και τώρα τι θα ‘πρεπε δηλαδή; Να τρέξω μέχρι το κοντινότερο αστικό κέντρο, εξήντα χιλιόμετρα πήγαιν’ έλα, και να ‘γοράσω ακόμη έναν; Και επιστρέφοντας στο σπίτι… τι; Θα τον προσθέταμε στη συλλογή μας; Πεντ’-έξη έβοσκαν αριστερά-δεξιά στα δωμάτια.
     Είχα καταλήξει: αν επέμενε με την μπαλκονόπορτα, θα την άφηνα σύξυλη και θα γύριζα στην Αθήνα. Αλλά το παιδί; Τι μας έφταιγε το παιδί;
     Αυτά σκεφτόμουνα και, σαν σε εφιάλτη, έβλεπα τώρα όλους αυτούς, με τους οποίους κατά καιρούς διασταυρωνόμουνα στις Εθνικές Οδούς και ελαφρά τη καρδία αποκαλούσα μαλάκες, επειδή έσερναν μπαγκαζιέρες ή στοίβαζαν σε σχάρες ένα σωρό τσουμπλέκια, να παίρνουν την εκδίκησή τους: στριμώχνονταν απέναντί μου σε αναμνηστική φωτογραφία, βγάζοντάς μου επιδεικτικά τη γλώσσα και μ’ έναν ανεμιστήρα ο καθένας ανάμεσα στα πόδια του.  
     Τέλος πάντων, ήταν η πρώτη μέρα των διακοπών μας, η ατμόσφαιρα φορτισμένη, και μπροστά μου δεν είχα τον αρχιλοχία αλλά τη γυναίκα μου. Δεν μπορούσα να παριστάνω τον μουγγό. Έπρεπε με κάθε τρόπο να διασκεδάσω τις φοβίες της. Βγήκα στο μπαλκόνι· την πλησίασα. «Για δες» της είπα, «ο ορίζοντας ανοιχτός και η θάλασσα στα είκοσι μέτρα. Έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε γέφυρα πλοίου» ‒ «Μόνο που στη γέφυρα του πλοίου δε σουλατσάρει ο καθένας» η απάντησή της. Δεν το’ βαλα κάτω. «Έλα, βρε παιδί μου, δεν ήρθε και η καταστροφή», και κάνοντας μαζί της δυο βήματα προς το εσωτερικό της γκαρσονιέρας, συνέχισα: «Κοίταξε· εσείς θα κοιμηθείτε εδώ και εγώ στο ακριανό κρεβάτι· όποιος μπει θα περάσει αναγκαστικά από μένα».

     Αντέδρασε μ’ έναν μορφασμό αποδοκιμασίας, που σήμαινε, “Καλά, τώρα σωθήκαμε!” Και για να μη γίνει καμιά παρανόηση: «Αντώνη! Ούτε να το συζητάς. Η μπαλκονόπορτα θα μένει κλειστή».

     «Έλα, βρε μπαμπά· άμα μπει κανένας, εσύ θα το βάλεις πρώτος στα πόδια», το σχόλιο της κόρης μου.

     Από τη γυναίκα μου δεν έχω παράπονο ‒ ό,τι δίνω, αυτό εισπράττω. Όμως, τα λόγια της Αγγελικούλας μου με τάραξαν. Ώστε αυτό πίστευε η κόρη μου; ότι ο πατέρας της είναι ένας δειλός, ένας άχρηστος; Μα πάντα δεν ήμουν δίπλα της; Τι έχει συμβεί; Πού έχω κάνει λάθος; Ο αυθόρμητος μα και συνάμα κατηγορηματικός τρόπος που αντέδρασε με έπεισε ότι υπήρχε πρόβλημα. Έπρεπε να το ψάξω και το συντομότερο δυνατόν να αποκαταστήσω την εικόνα που είχε ήδη σχηματίσει για μένα. Μια καρικατούρα πατέρα είναι ό,τι το χειρότερο για ένα κοριτσάκι στην εφηβεία.

     Με το ‘‘εσύ θα το βάλεις πρώτος στα πόδια’’ να ηχεί διαρκώς στο μυαλό μου, το πρόβλημα ‘‘μπαλκονόπορτα’’ άρχισα να το βλέπω κι από μια άλλη σκοπιά: σαν μια ευκαιρία που δε θα ‘πρεπε να πάει χαμένη, αν ήθελα να κερδίσω και πάλι την εμπιστοσύνη τής Αγγελικούλας. Χρειαζόταν όμως να δράσω αμέσως.
     Ξεχύθηκα στην παραλία. Το μυαλό μου δούλευε με όλες του τις στροφές. Μπήκα στο πρώτο mini-market που συνάντησα, αγόρασα νάιλον κλωστή και επέστρεψα τρέχοντας.

     Τακτοποιούσαν τα πράγματα. Ούτε ξέρω αν με παρακολουθούσαν ούτε μ’ ενδιέφερε. Πήγαινα πέρα-δώθε σαν παλαβός. Σε πέντε λεπτά το σκηνικό ήταν έτοιμο: Στις δυο άκρες του μπαλκονιού, από μία πλαστική καρέκλα· πάνω σε κάθε καρέκλα, κατσαρόλα αναποδογυρισμένη· και στον γλιστερό πάτο κάθε κατσαρόλας, μαχαιροπήρουνα σε πλαστικό νεροπότηρο. Οι δύο ετοιμόρροπες κατασκευές ενώνονταν μεταξύ τους με νάιλον κλωστή, καλά τεντωμένη.
     «Αγγελικούλα; Έλα στο μπαλκόνι που σε θέλω».

     Ήρθε ανύποπτη και, μέσα σε ορυμαγδό, παρέσυρε τα πάντα: καρέκλες, κατσαρολικά, ποτήρια, μαχαιροπήρουνα.

     Χαμόγελο επιδοκιμασίας.

     «Μπαμπά, έξυπνο!»

     «Είδες; Μέρα μεσημέρι και δεν το πρόσεξες. Φαντάσου ο άλλος το βράδυ! Θα ξεσηκώσει τον κόσμο και θα τσακιστεί να φύγει».

     Η κυρία μου δύσπιστη και με ειρωνική διάθεση.

     «Ωραία! Το κάναμε τσίρκο εδώ μέσα».

     Ίδρωσα μέχρι να πειστεί ότι υπάρχουν και δημοκρατικές διαδικασίες. Έτσι, η ευρεσιτεχνία μου μπήκε σε εφαρμογή με ψήφους δύο προς ένα.

Τις δυο-τρεις πρώτες ημέρες η κατάσταση ήταν υποφερτή. Μάλιστα, αργά το βράδυ, το αεράκι που φυσούσε από την ανοικτή μπαλκονόπορτα ζωήρευε και με ανάγκαζε να κουκουλώνομαι με το σεντόνι. Σήμερα όμως, από το απόγευμα δεν κουνιέται φύλλο και το θερμόμετρο πάει να σπάσει.
     Με το που ξάπλωσα, πέταξα από πάνω μου τη φανέλα, κι αν δεν κοιμόταν στο διπλανό κρεβάτι η Αγγελικούλα, θα τα πέταγα όλα. Πάλι όμως, και ξεβράκωτος δε θα κέρδιζα τίποτα· εκτός… εκτός αν όλη τη νύχτα πηγαινοερχόμουνα στο ντους, που κι αυτό, ας όψεται εκείνος ο πόνος στη μέση, δεν το τόλμησα.
     Ήδη, είναι τρεις το πρωί, το κρεβάτι μου έχει μουλιάσει στον ιδρώτα, και γω αρχίζω τις ακροβασίες… Από ανάσκελα γυρίζω μπρούμυτα. Αμέσως μετά, έρποντας, κάνω στροφή για να ’κουμπήσω το κεφάλι μου στην άλλη, την πιο στεγνή υποτίθεται άκρη του κρεβατιού· ύστερα πάλι ανάσκελα· μετά πάλι μπρούμυτα· κι όλο το βράδυ το ίδιο βιολί, σαν μουρλός. Κι επειδή όλα αυτά συμβαίνουν κατά μήκος του κρεβατιού, λέω να δοκιμάσω και κατά πλάτος· μόνο που τώρα ο χώρος δεν επαρκεί να βολέψω κάπου τα πόδια μου, κι έτσι, στα ανάσκελα, τα απλώνω επάνω στην πλάτη τής καρέκλας που ’ναι παραδίπλα, ενώ στα μπρούμυτα, τα αφήνω να κρέμονται έξω απ’ το κρεβάτι. Τίποτα. Μια τρύπα στο νερό.
     Έτσι, το μυαλό μου πηγαίνει σε άλλες λύσεις, δραματικές ίσως, αλλά σίγουρα πιο αποτελεσματικές: Μ’ ένα κοφτερό λέει μαχαίρι να ξεπετσιάσω το κορμί μου, κι όπως στον ανατομικό χάρτη που κρεμότανε πάνω απ’ το κεφάλι του δασκάλου μας, στην έκτη του Δημοτικού, να τα βγάλω όλα στη φόρα ‒ φλέβες, αρτηρίες, όργανα, οστά. Να η καρωτίδα μου, να κάτω χαμηλά η μηριαία, εκεί το συκώτι μου, πιο πέρα το πάγκρεας… Όλα στη σωστή θέση και, το πιο σημαντικό για μένα, στη σωστή θερμοκρασία.

     Κι ενώ το βλέμμα μου ταξιδεύει προς τον πάγκο της κουζίνας σε αναζήτηση κατάλληλου μαχαιριού, ένα μακρύ, περίεργο αντικείμενο, κάτι σαν χαλί σε σεντονένια θήκη, προκαλεί από το κρεβάτι της γυναίκας μου. Μα είμαι εγώ τώρα για τέτοια; Πού στο διάολο έχει πάει; Και τούτο δω, στο κρεβάτι της, τι είναι; Στηρίζομαι στους αγκώνες μου… Αϊ σιχτίρ! και τρόμαξα. H γυναίκα μου είναι, τυλιγμένη από την κορυφή μέχρι τα νύχια με σεντόνι και λεπτή πάνινη κουβερτούλα! Ο ήρεμος, ρυθμικός ήχος της αναπνοής της αποδεικνύει ότι απολαμβάνει τον ύπνο της. Όσο κοιτάζω το αριστοτεχνικό φάσκιωμά της και σκέφτομαι ότι από κάτω φοράει όχι μόνο το βρακί της, αλλά και βαμβακερή νυχτικιά, κουμπωμένη μέχρι ψηλά το λαιμό, γίνομαι έξαλλος. Να χέσω τις ευαισθησίες της. Ήμαρτον, Θεέ μου! Έτσι μου ’ρχεται μ’ ένα σάλτο να βρεθώ δίπλα της, να της τραβήξω τα σκεπάσματα και να την αρχίσω στα χαστούκια.

     Δίνω τόπο στην οργή και τακτοποιώ το μαξιλάρι μου για να πέσω ξανά. Αχ μωρέ! Να ’μαι άυπνος, λιώμα απ’ τη ζέστη, και να μη βρίσκω στεγνό τόπο ν’ ακουμπήσω το κεφάλι μου! Φέγγω με το κινητό μου… Παντού ζάρες μουσκεμένες στον ιδρώτα. Είναι ημαξιλαροθήκη που, όταν τσαλακώνεται, συμπεριφέρεται περίεργα· πόσο μάλλον τώρα που ’ναι και μουσκεμένη ‒ μορφάζει όλο ειρωνεία και απαξίωση η πουτάνα.
     Και κει που συνειδητοποιώ ότι αυτή η υγρή πάνινη μάζα δε μου χρησιμεύει πια σαν μαξιλάρι, μια φωνούλα από μέσα της μου ψιθυρίζει: «Aγορίνα μου; Υγράνθηκες; Για ηρέμησε λιγάκι»… Για φαντάσου! Εγώ, “αγορίνα”… Ε όχι! Θα του κόψω το βήχα. Τώρα!

     Αφήνω το μαξιλάρι να γλιστρήσει απ’ τα χέρια μου και ανασηκώνομαι στα γόνατά μου. Προσποιούμαι ότι ψάχνω να βρω κάτι. Σκύβω αριστερά, αμέσως μετά δεξιά, και για να γίνω περισσότερο πιστευτός απλώνω το χέρι μου προς την καρέκλα. Αναποδογυρίζω ό,τι βρίσκεται πάνω της και, καθώς υποτίθεται δε βρίσκω αυτό που ζητάω, βλαστημάω την τύχη μου. Καθυστερώ λίγο ακόμη, κοιτάζοντας δήθεν προς την κρεμάστρα, κι όταν με την άκρη του ματιού μου σιγουρεύομαι ότι έχει αφαιρεθεί, γυρίζω απότομα και το αρχίζω στις γροθιές ‒ απανωτές, δυνατές, λυσσασμένες.
     Δεν προβάλει αντίσταση, αλλά ούτε και κάνει κάτι να φυλαχτεί απ’ τα χτυπήματά μου· τα δέχεται υπομονετικά. Όμως έννοια του, εμένα δε με ξεγελάει. Περιμένει να εξαντληθώ, για να περάσει μετά στην αντεπίθεση.
     Σταματώ τις γροθιές και, πριν πάρει ανάσα, πέφτω επάνω του με όλο μου το βάρος. Το στέρνο μου ένα με την πλάτη του· τα μπράτσα και οι μηροί μου τανάλιες στα πλευρά του ‒ ας κουνηθεί τώρα.
     Είχα σχηματίσει την εντύπωση ότι συμπάσχει μαζί μου, αφού, τόσες ώρες που βολόδερνα στο κρεβάτι κρατιόμασταν χέρι χέρι ή το ’χα αγκαλιά. Μάλιστα, μέχρι που σκέφτηκα να του ζητήσω και συγγνώμη, όταν, μια-δυο φορές το ’σπρωξα ασυναίσθητα χαμηλά ανάμεσα στους μηρούς μου, και η υγρασία του μου δρόσισε λιγάκι τα… ξέρετε ποια. Κι εντάξει, δε λέω, με τέτοια ζέστη έχει κι αυτό τα δίκια του· κι ούτε που θα με πείραζε αν καθόταν σε μιαν ακρούλα να πάρει μερικές ανάσες· αλλά εκείνα τα κουτσαβάκικα για αγορίνες και υγρασίες εγώ δεν τα σηκώνω! Μια ζωή αθώος, ανυστερόβουλος, εύπιστος. Φτάνει πια. 
     Δένω πιο καλά τη λαβή μου στο ύψος της κοιλιάς του και με το σαγόνι μου σκάβω βαθιά στο σβέρκο του. Δεν αντιδρά… Το πούστικο! Λες να τα τίναξε ή κάνει τον ψόφιο κοριό για να… Έτσι μου ’ρχεται, τώρα που ’χω το πάνω χέρι, να το λαρυγγώσω. ‘Ομως, πανάθεμά με, μια ζωή αγωνιζόμουνα τίμια, τι θα μ’ έκανε να ’λλάξω τώρα; Αυτό το χαμένο;

     …Χαλαρώνω λιγάκι το σφίξιμο και προσπαθώ να ’κούσω… Η αναπνοή του αργό αγκομαχητό που ολοένα αυξάνει σε ένταση. Θέλω να του φωνάξω: ‘‘Σκάσε γαμώ το! Θα τις ξυπνήσεις’’, μα δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη.
     Είναι αυτή η διαβολεμένη ζαλάδα που με… Και δε φταίει το κρασί· τη ζημιά του την ξέρω καλά. Ούτε η κουζίνα της κυρίας Ελένης· οι πάγκοι και τα τεντζερέδια της αστράφτουν· κι όσο για τα υλικά της, γνήσια, σπιτικά…
     …Μα, για Όνομα!… Oύτε ψοφίμι έτσι… Δεν μπορεί… κάποιος… κάποιος έχει βαλθεί να… ναι, να με τελειώσει… αλλά πού θα μου πάει;… θα τον ξετρυπώσω… αρκεί… αρκεί να ηρεμήσω… να ηρεμήσω και να πάρω μια βαθιά ανάσα… ναι, ανάσα… έτσι… έτσι, Αντώνη… έτσι, αγόρι μου… μια βαθιά ανάσα… αργάαα και σταθερά… έλα… κι άλλη μία… το ίδιο… αργάαα και… όπα!… να το, να το το χτύπημα!… το περίμενα… ξερνάει μπόχα το γαμημένο… ναι, αυτό είναι, αυτό… χωνεμένη μπόχα από… γαμώ το!… τζατζίκι και τυροκαυτερή!
     Ε λοιπόν… εγώ μπροστά, ανάσκελα, να με πηγαίνουν τέσσερις, και πίσω μου συγγενείς και φίλοι, τεθλιμμένοι υποτίθεται, να χασκογελάνε με ιστορίες για μαξιλάρια και τζατζίκια, είναι ξεφτίλα που, και πεθαμένος, δε θα την αντέξω!  
     Ανασηκώνω τον κορμό μου και περνάω τα χέρια μου κάτω απ’ τις μασχάλες του. Συγκεντρώνομαι, επιστρατεύω όσες δυνάμεις μού έχουν απομείνει, κι όταν είμαι έτοιμος ‒το’ χω δει στο σινεμά αυτό‒, δίνω μια, και, τινάζοντας το σώμα μου ψηλά, το συμπαρασύρω σε εντυπωσιακή πτήση. Διαγράφουμε καμπύλη τροχιά, μια μεγάλη καμάρα, και καταφέρνω, όσο ταξιδεύουμε στον αέρα κι αυτό το χαμένο έχει πανιάσει από το φόβο του, να το γυρίσω 180 μοίρες μες στην αγκαλιά μου.

     Σκάμε κάτω με πάταγο. Εγώ πάλι μπρούμυτα, αυτό και πάλι από κάτω μου· τούτη τη φορά όμως με την πλάτη του καρφωμένη στο καναβάτσο.

     Τα νεύρα μου χορδές κιθάρας. Η αναπνοή μου αγχωμένη. Τα μελίγγια μου έμβολα ξετρελαμένα, έτοιμα να διαλυθούν. 
     Η εξέδρα γύρω μου χειροκροτεί και αλαλάζει. 
     Άστους… Έχουν δει εμένα τα μάτια μου ανατροπές! Κι άλλωστε, ο διαιτητής δεν έχει πει ακόμη την τελευταία του λέξη.

Δεν το αρνούμαι: Αν, αυτή τη στιγμή, στην κατάσταση που βρίσκομαι, άρχιζα να ψελλίζω διάφορα… το σχόλιο, ‘‘Βρε τον ηλίθιο! Τώρα βρήκε;’’ ίσως να ’ταν κι απ’ τα πιο αθώα. Όμως, δέχομαι ερεθίσματα που με υποχρεώνουν να μιλήσω· γι’ αυτό και θα σας παρακαλέσω να μη βιαστείτε να… Εν πάση περιπτώσει, εγώ θα πω δυο λόγια, και σεις μετά πείτε ό,τι θέλετε… Αναρωτιέμαι λοιπόν αν φτάνουν και σε σας οι κραυγές, «μην τον λυπάσαι τον καριόλη», «βγάλ’ του τα ’ντερα», «σκίσ’ του τον κώλο», κι άλλες, παρόμοιες. Πάντως, τα δικά μου αυτιά, ασκημένα να λειτουργούν μέσα σ’ αυτό το εκκωφαντικό βουητό, τις πιάνουν με αρκετή ευκολία. Σας ομολογώ ότι προτροπές σαν κι αυτές με λυπούν αφάνταστα, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση με εκπλήσσουν κιόλας. Περίμενα ότι αυτοί οι λίγοι που τις εκστομίζουν θα είχαν ήδη ξεκουμπιστεί. Τόση ώρα χτυπιέμαι μ’ αυτό το χαμένο· δεν έχουν πειστεί ότι δε θα τους κάνω τη χάρη; Ή μήπως νομίζουν ότι με συγκρατεί ο διαιτητής; Λοιπόν, μάθετέ το: Η κτηνωδία στην πάλη με απωθεί, μου προκαλεί αηδία. Μάλιστα, όντας θεατής σε αγώνες παρόμοιους, σκληρούς, όταν κάποιοι δε χάνουν την ευκαιρία και χώνουν ύπουλα, απάνθρωπα χτυπήματα στον αντίπαλό τους, πολλές φορές την ώρα που αυτός βρίσκεται φαρδύς-πλατύς στο καναβάτσο, σχεδόν αναίσθητος ή ακόμη και τελειωμένος, ε, πιστέψτε με ‒ μου ’ρχεται να ξεράσω. Όμως, σε καμιά περίπτωση δε θα ’θελα να νομίσει κανείς ότι, επειδή έτσι είμαι φτιαγμένος εγώ, η άνανδρη συμπεριφορά αυτού του χαμένου θα μείνει αναπάντητη.
     Στο μεταξύ, ο διαιτητής, που από την αρχή της σύγκρουσης έχει γίνει η σκιά μας, τρέχει και γονατίζει για να δει καλύτερα. Για να σιγουρευτεί, σκύβει κι ακουμπάει το μάγουλό του στο καναβάτσο. Διαπιστώνει την αδυναμία του να αντιδράσει και χωρίς χρονοτριβή αρχίζει να μετρά. Κι ενώ το πλήθος τον συνοδεύει φωναχτά, εγώ φροντίζω, έστω και την τελευταία στιγμή, αυτό το άθλιο υποκείμενο να βλαστημήσει την ώρα που γεννήθηκε: «1… 2… κάθαρμα κάτσε… 3… να σου τσιμπήσω λίγο το μαγουλάκι… 4… λίγο είπα, ρε!… 5… 6… 7… τι έπαθε η κοιλίτσα σου; … 8… ε και; τη ζούληξα λιγάκι… 9… 10».

     Αυτό ήταν! Του γάμησα τη μάνα.

     Αφήνομαι πάνω στο άψυχο κουφάρι… Ο ιδρώτας κυλάει στο πρόσωπό μου. Τα μάτια μου τσούζουν.

     Ξέρω τι θ’ ακολουθήσει. Eίναι μια σκηνή που, όσες φορές κι αν την έχω δει στα στάδια και στις τηλεοράσεις, και είναι άπειρες, δεν τη χορταίνω. Να, θα πλησιάσει ο διαιτητής και θα με βοηθήσει να σηκωθώ· το ίδιο θα κάνει και μ’ αυτό το χαμένο. Αμέσως μετά, θα απλώσει το αριστερό του χέρι, θα πιάσει το δεξί χέρι του νικητή, το δικό μου δηλαδή, και θα το σηκώσει ψηλά. Έτσι θα κλείσει και τυπικά ο αγώνας.

     …Καθυστερεί. Μα δε με βλέπει; Λίγο πριν ήταν εδώ και μετρούσε. Πού πήγε; Χάθηκε;… Να δεις που απ’ την πλευρά αυτού του χαμένου θ’ αρχίσουν να πέφτουν βροχή οι ενστάσεις.

     Για κάτσε… σαν κάτι να ‘κούγεται.
     …τακ… τακ… τακ…
     Μοιάζει με…
     Τι μοιάζει; Αυτός είναι! Έρχεται!
     Ήδη τον αισθάνομαι κοντά μου, δίπλα μου. Έτσι να κάνω, θα τον ακουμπήσω. Ανασηκώνω το δεξί μου χέρι… όχι, όχι το δεξί, το δεξί αργότερα για να… μα, ο βλάκας, αφού είμαι κάτω, ξάπλα, τι σημασία έχει το ’να ή τ’ άλλο χέρι; Αρκεί να σταθώ στα πόδια μου… μόνο που ύστερα… ε βέβαια, ύστερα δε σηκώνει λάθος· το δεξί· το δεξί το δικό μου με το αριστερό το δικό του, ενωμένα ψηλά, στον αέρα, όπως γίνεται πάντοτε.

     Σπαθίζω τη νύχτα άτσαλα, απελπισμένα, κι όσο η ώρα περνά και δε στοχεύω σωστά, η καρδιά μου πάει να σπάσει.
     Αχ μωρέ! Αν κι αυτός βοηθούσε λιγάκι…

     Επιτέλους!… Ναι… ναι, η παλάμη του.
     Την αρπάζω. 
     …Λεία και… δροσερή, πολύ δροσερή.  
     …Μα, γιατί δε με τραβάει;

     …τακ… τακ… τακ…

     Έλεος!… Μα τι κάνει; Σημειωτόν;

     Δεν πάει άλλο… 

     Σφουγγίζω τα μάτια μου στο πάνινο πτώμα. Περνούν δευτερόλεπτα για να συνηθίσουν στο σκοτάδι… Μπα!… Το ανθοδοχείο!… Στο κομοδίνο το θυμάμαι…
Πώς, διάολε, βρέθηκε στα χέρια μου;… Και η ώρα… Τι λες!… 5 και… 15… Και το μαρτύριο… τακ… τακ… τακ… δε λέει να τελειώσει… γιατί τη γαμημένη βρύση που στάζει εγώ πρέπει να την κλείσω.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *