Home » Blog » Μικρές Ιστορίες »
φωτο από pixabay.com
Γράφει ο Μίλτος Μόσχος
Ήταν εκεί γύρω στο ’70, εργατούπολη, σπίτια μισοφτιαγμένα-μισοερηπωμένα, βρώμαγε το στόμα μας από την αφαγιά. Τόσο ωραία! Αλλά η παρέα μας, όλοι γύρω στα 15, έβγαζε δουλειά. Όλα αυτά δεν μας πείραζαν, θα πέρναγαν κάποια μέρα. Άλλος θα μπαρκάριζε, άλλος θα γινόταν μεγάλος γκολκήπερ, άλλος θα γινόταν αστροναύτης και ο Στελιος -Στελάκης για μας- θα γινόταν σίγουρα γκόμενος της Κορνηλίας.
Ωραίο κορίτσι η Κορνηλία, μεγαλύτερη μας πέντε χρόνια, πεταχτή, μ’ όλα τα χρειαζούμενα, και πολύ πιο άνετο από μας. Κάθε λίγο τραβιόταν με τους αντίστοιχους εικοσάρηδες της γειτονιάς. Τσούρμο με τα αγόρια της ηλικίας της -το μόνο κορίτσι στην παρέα τους- που πήγαιναν στο ποτάμι, πιο κει από τα σπίτια μας. Εμείς, οι της μικρότερης κατηγορίας, παλεύαμε με τη φαντασία μας.
Πολύ σκέρτσο σας λέω, και από καμπύλες… άστα να πάνε. Πριν λίγο καιρό ο πατέρας της την κούρεψε σύριζα, τρεις μήνες είχαμε να τη δούμε- καλόγρια στο σπίτι της- μέχρι να ξαναφυτρώσουν. Κάποια στιγμή βαρέθηκε κι αυτός να την κυνηγάει, την παράτησε στο έλεος του ποταμιού, δεν τον βοήθαγε στα παιδαγωγικά του και το κρασί που κατέβαζε στην ταβέρνα, βαρέθηκε και τα σχόλια των γειτόνων. Έτσι, η Κορνηλία κέρδισε το ελεύθερο να ψάχνει.
Ο Στελάκης που λέτε, μας μάζευε, εμάς της χαμηλότερης κατηγορίας, κάθε τρεις και λίγο και μας ταξίδευε σε αλανιάρικες γειτονιές, εκεί που έπιναν το κρασί τους οι Ολύμπιοι. Εμείς οι περισσότεροι άβγαλτοι -όλοι μας της Φιλοσοφικής παιδιά- γυναίκα εκτός από τη μάνα μας δεν είχαμε ακουμπήσει ακόμα, οπότε όλα για μας ήταν φιλοσοφικά ερωτήματα.
Που λέτε, ο Στελάκης όχι μόνο τη μάνα του είχε ακουμπήσει αλλά και την Κορνηλίτσα. Αυτό μας παρουσίαζε σχεδόν καθημερινά.
«Πού πάω, ρε σεις, τα βράδια όταν κτυπάμε διάλυση;»
«Πού πας;»
«Στο ποτάμι».
«Γιατί;» Ρωτάει ένα μικρούλικο, δεν ήταν πάνω από τεσσάρων χρονών, ένα ορφανάκι από πατέρα. Τόσο δα το άτιμο, όμορφο αγοράκι, η μασκώτ μας, πάντα ερχόταν μαζί μας… να μάθει από μας ήθελε. Το αγαπούσαμε, το μικρό μας φιλαράκι.
«Σκάσε σπόρε!»
«Και τι κάνεις εκεί;» εμείς.
«Με την Κορνηλία, ρε!…».
«Άντε, ρε!» χάσκαν τα στόματα μας.
«Ναι σας λέω! Να, και σήμερα εκεί θα βρεθούμε».
«Να ‘ρθουμε να δούμε;» οι πιο πεινασμένοι, δηλαδή όλοι.
«Τ’ ανήλικα δεν μπαίνουν σινεμά», μας κοροϊδεύει κιόλας. Ανήλικα εμείς, ενώ ο Στελάκης ένα χρόνο μεγαλύτερος και ενήλικας!
«Και τι κάνεις εκεί;» όλο ρωτούσαμε, φιλομαθείς εμείς, όσο και στα μαθήματα.
«Παράδεισος, μάγκες, φιλιόμαστε, πιανόμαστε, παλεύουμε…»
«Παλεύετε;… γιατί μαλώσατε;» ακούγεται ο σπόρος.
«Σκάσε ρε σου είπα!» ο Στελάκης.
«Και πώς είναι το Κορνηλάκι; πες μας ρε συ!», τέτοια σάλια ούτε οι πεινασμένοι σκύλοι.
«Φωτιά, κόλαση, εγώ της έμαθα την αλφαβήτα». Θεός μας ο Στελάκης! Άχρηστος ο δάσκαλος, παιδεύεται να μας τα μάθει τόσα χρόνια και τζίφος.
«Δηλαδή;» επιμένουμε εμείς, επιμελείς μαθητές.
«Την έμαθα να φιλάει, να πιάνει, να παλεύουμε…»
«Τη φιλάς;»… ρωτάει το μικρό.
«Ναι, ρε σπόρε, τη φιλάω»…
«Και δεν κάνει παιδί;»… επιμένει το σποράκι.
Άντε ρε! το αποπαίρνει.
«… και γιατί παλεύετε; πες μου και μένα», επιμένει το ορφανό.
«Ρε σκάσε σου λέω!»
Εμείς τέτοια εξωτικά ούτε στα περιοδικά στο περίπτερο του κυρ-Γιώργου δεν τα ‘χουμε δει, εκείνα ντε, με τα απαγορευτικά αστράκια πάνω τους. Η χούντα της εποχής είχε υψηλό συναίσθημα ευθύνης απέναντι στους νέους! Βυζί και αστράκι, κώλος και νεφέλωμα άστρων!
Ε, ρε όμως, τι σου είναι ο Θεός! Εκεί που μας έλεγε όλα τούτα, να ‘σου από τη γωνιά το Κορνηλάκι, φρεγάτα στα βράχια, πλοία να βαράνε ντουντούκες, θέ μου, τι πλάσμα!
«Στελάκη, νάτη! Όρμα της!» κάποιος είπε, όχι ότι τον ένοιαζε το καλό του Στελάκη, να μάθει, κι αυτός πώς ορμάνε σε κορίτσια, πόθαγε.
Μας πλησιάζει επικίνδυνα…
Μούγγα εμείς, μας σώζει το ορφανάκι, «Κορνηλία, ο Στελάκης, μας είπε ότι τα βράδια παλεύετε στο ποτάμι… αλήθεια;».
Καρπούζι κόκκινο ο Στελάκης… τρευλίζει.
«Τιιιι;» τιτιβίζει η Κορνηλία, «παλεύουμε;»
«Ναι, έτσι μας είπε… και ότι σου ΄μαθε την αλφαβήτα».
«Ποια αλφαβήτα;» Κοιτάζει τον Στελάκη, το τρέμουλο φανερό στα χείλη του… αρχίζει η γυναικεία πονηριά να δουλεύει.
Ο Στελάκης μπορεί και να χέστηκε πάνω του.
«Μας είπε ότι σ’ έμαθε να φιλάς, να χαϊδεύεις» συνεχίζει ο σπόρος, αθώο το άτιμο! Μας βγάζει απ’ τη δύσκολη θέση να ρωτήσουμε ‘μείς.
«Άντε, ρε, βούτα την», του ψιθυρίζει ο διπλανός μου, αυτός που αργότερα έγινε πράγματι ναυτικός. Άλλος τύπος κι αυτός… αυτός να δείτε ιστορίες κάθε που ‘ριχνε παλαμάρι στη ξηρά. Ο άτιμος όμως κατάφερε και πήρε διδακτορικό στα τόσα γκαζάδικα που φοίτησε. Περιγραφές να σου σηκώνεται η τρίχα.
Ο Στελάκης κοιτάζει τις μπεκάτσες, και ‘μεις περιμένουμε να δούμε ακατάλληλο για κάτω των δεκατριών έργο.
Θα τη βουτήξει και θα της σκάσει ένα παθιάρικο φιλί, θα την πάρει και θα την τρέξει στο ποτάμι και θ’ αρχίσουν να παλεύουν! μαγειρειό η φαντασία μας.
Ο Στελάκης κάνει να φύγει μουλωχτά.
«Α, ναι; έτσι τους λες;» ακούγεται η Κορνηλία, «έλα εδώ κοντά μου…».
«Ε, ο, εγώ…»
«Τι ε, ο, εγώ λες; αφού μας είπες ότι την έχεις γκόμενα», τον ξεμπροστιάζει ο μικρός.
«Σκάσε ρε μούλε!» του λέει ο Στελάκης, χαμογελάει ηλίθια στην Κορνηλία. «Ε… πρέπει να πάω σπίτι μου, η μάνα μου… με ψάχνει».
«Λοιπόν, παιδιά θα σας πω κάτι, αλλά δεν θα το πείτε πουθενά, εντάξει;» μας λέει η θεά.
«Ναι, ναι! ναι!» και πήραμε θέση… επιτέλους… θα τα μάθουμε όλα.
Η γυναικεία φύση ξεδιπλώνεται, πάει για εκδίκηση.
«Και μένα μου αρέσει ο Στελάκης, αλλά μη το πείτε πουθενά! Στελάκη μου, έλα φίλησε με εδώ μπροστά στα παιδιά!»
«Και να παλέψετε… να σας δω θέλω…», τσιρίζει το ορφανό. Σήμερα θα χυθεί αίμα στην αρένα.
Η Κορνηλίτσα δίνει παράσταση, είπαμε πέντε χρόνια μεγαλύτερη, ξέρει τουλάχιστον μέχρι το Κ την αλφαβήτα.
«Ε, ο, εγώ…», ο Στελάκης σε αργό ρυθμό ραπτομηχανής.
«Έλα βρε! μη ντρέπεσαι, αφού τους τα ‘πες όλα…» τον κολλάει πάνω της η Κορνηλία.
Κλείνει μάτια, τουρλώνει χείλια, «έλα δεν θα περιμένω πολύ!», του λέει.
«Κορνηλία, θα μάθεις και μένα να φιλάω;» χαλάει το μάθημα το μικρό.
Ο Στελάκης κοιτάζει αν περνάνε μπεκάτσες… εντάξει… να φιλήσει…. με τι;… πώς;… τι μπαίνει πρώτο, τι δεύτερο;…πώς φιλάνε;
Δεν είχε φιλήσει μέχρι τώρα -εκτός από το χέρι του παπά- τίποτα ο φουκαράς.
Ανάθεμα τον κι αν ήξερε το κόλπο.
«Φίλα τη ρε!» Όλοι μαζί εμείς μπας και δούμε λίγη τσόντα.
Ο Στελάκης κάνει τρέξιμο σαν των κοκόρων όπως έφυγε και ο Λωτ εκ των Γομόρων!
Για τον επόμενο μήνα τον χάσαμε, κρυβόταν στα φουστάνια της γιαγιάς του, ο μπαγάσας.
Ήθελε το παλληκάρι μας να φιλήσει, αλλά δεν είχε τα κότσια… ενώ η Κορνηλία περιμένει ακόμα με τα μάτια κλειστά και χείλη τουρλωμένα.
Και ‘μεις;…άστα… δεν μάθαμε ποτέ πώς παλεύεις με κορίτσι.
ΥΓ
Η πλάκα είναι ότι την παροιμία αυτή μου την εξήγησε η γιαγιά του Στελάκη!