Home » Blog » Μικρές Ιστορίες »
Φωτο από pixabay.com
Γράφει ο Μίλτος Μόσχος
“Όπου ρίξει παλαμάρι, κάνει μήνες να σαλπάρει”
Κυριακή, έξη το απόγευμα, αραχτοί στο σαλόνι μετά από έναν ωραίο μεσημεριάτικο ύπνο οι δυο τους, ο Τάκης και η γυναίκα του η Ελένη… σπάει τη χαλαρότητα τους το ξαφνικό, αλλά διάολε, και επίμονο χτύπημα του κουδουνιού.
- Περιμένουμε Τάκη κανέναν;
- Η μάνα σου να μην είναι κι ας είναι όποιος θέλει.
- Αποκλείεται, έφυγε το πρωί για το εξοχικό.
- Ποιος διάολος είναι! σέρνεται προς την πόρτα, και χωρίς να το θέλει πραγματικά, αλλά αυτή η πουτάνα η συνήθεια μην αφήσουμε τίποτα αναπάντητο, επιφυλακτικά σκύβει στο θυροτηλέφωνο. Σιγανή η φωνή του: «ποιος είναι;»
- Τακούλη; Αγορίνα μου, άνοιξε, ο Πέτρος είμαι.
- Πέτρο!… Εσύ; Έλα σου ανοίγω.
Γυρνάει στην Ελένη, τη βάψαμε! την πατήσαμε! Η Ελένη σίφουνας χώνεται στο δωμάτιό της, ο Τάκης προσπαθεί να φορέσει ένα κοντό παντελόνι, να ρίξουν κάτι πάνω τους βρε αδελφέ, με τα βρακιά τους έπιασαν.
Με τη ψυχή στο στόμα ίσα που τα καταφέρνουν τελευταία στιγμή, κακήν κακώς βέβαια αλλά από το ολότελα… ακούγεται να ανοίγει η πόρτα του ασανσέρ στον όροφο, ξεπροβάλλουν από αυτό τα δυο χαρωπά πρόσωπα του Πέτρου και της Λίνας, της γυναίκας του.
Ε, τι περιμένετε να ακολουθήσει;
Φιλιά αγκαλιές και όλα τα σχετικά επιφωνήματα, δήθεν χαράς για την απρόσμενη επίσκεψη.
Συγνώμη βρε παιδιά, είμαστε πρόχειρα ντυμένοι, δεν σας περιμέναμε, δικαιολογείται η Ελένη… το σουτιέν στραβά κουμπωμένο, σίγουρα το βλέπει η άλλη, χαμογελάει πονηρά, αλλού ταξιδεύει το μυαλό της.
Έλα καλέ… ξένοι είμαστε; την αποπαίρνει ναζιάρικα η Λίνα ξεροσταλιάζοντας ακόμα έξω από την είσοδο.
- Ελάτε… περάστε… βρε τον Πέτρο!
- Τακούλη μου;… αγόρι μου;… πόσο καιρό έχω να σε δω!
- Τι κάνετε βρε σεις;… ούτε λέξη παραπάνω δεν πρόλαβε να πει ο Τάκης, τον τάπωσαν οι καλεσμένοι.
- Τακούλη μου, έχεις δίκιο, απόλυτο δίκιο, τι να σου πω;… ότι δεν χαθήκαμε; τρέχω και δεν φτάνω. Αλλά σήμερα είπαμε με τη Λίνα να το διορθώσουμε… «Α! δεν πάει άλλο, σήμερα θα πάμε οπωσδήποτε στα φιλαράκια μας. Στο τέλος θα μας παρεξηγήσουν της είπα, θα νομίζουν ότι τους αποφεύγουμε». Και να’μαστε! Αλλά να ξέρεις… εγώ βράχος ατίθασος. Μ’ έφαγε η Λίνα να έρθουμε από το μεσημέρι, δεν μπορούσα να τη συγκρατήσω… της είπα: «όχι πιο νωρίς από τις 6, Κυριακή είναι, θα κοιμούνται οι ανθρώποι». Ε, ναι… θα κοιμούνται ξαναλέει η Λίνα, χαμόγελο στ’ αυτιά, μάτι πονηρό που λίγο θέλει να στρίψει στη γωνία, κάρφωμα στην Ελένη… και ένα παράπονο, «αχ! σε ζηλεύω μωρή» σκύβει και της ψιθυρίζει.
Ε, ναι… εντάξει μωρέ… και να μας ξυπνάγατε, δεν έγινε κανένα κακό, το αμήχανο μουρμούρισμα της Ελένης.
- Είδες Λίνα που στα ‘λεγα; Κοιμούνται οι ανθρώποι τα μεσημέρια.
- Εντάξει Πέτρο μου, δεν είμαστε και ξένοι με τα παιδιά.
- Α, όχι γυναίκα, θα σε μαλώσω, δεν κάνουμε απρόσκλητοι επίσκεψη μεσημεριάτικα. Δεν είναι σωστό!
- Αφήστε τα τώρα αυτά, πέστε μας τα νέα σας… τα παιδιά καλά;… με κουβά από πηγάδι βγαίνει η φωνή της Ελένης.
- Καλά μωρέ, τα δικά σας;
Λόγια, λόγια… όλα του αέρα, να περάσει ανώδυνα -πόσο ανώδυνη να είναι μια ανεπιθύμητη βεγγέρα- μια αμήχανη συνάντηση και η ώρα χτυπάει 9, οπότε η Ελένη πρέπει να κάνει κάτι οπωσδήποτε, και επειγόντως. Η αμηχανία χτυπάει κόκκινο, δεν έχουν πιά να πούνε και τίποτα άλλο, τους θάψανε όλους. Δεν είναι και τόσο κολλητοί, όσο θέλει να δείξει ο Πέτρος και η Λίνα.
- Παιδιά, φτιάχνω κάτι πρόχειρο να τσιμπήσουμε, εντάξει; Αυτό το βάρος πέφτει πάντα στην οικοδέσποινα, ο Τάκης δεν προλαβαίνει έτσι κι αλλιώς να δέχεται λακτίσματα από τους απέναντι.
- Όχι μωρέ, μη κάνεις τίποτα, εξάλλου εμείς θα φεύγαμε, ακούγεται ο Πέτρος.
- Πέτρο, ντροπή… ε, αφού επιμένεις θα κάτσουμε να σας κάνουμε λίγη παρέα, τον βάζει στη σωστή ρότα η Λίνα, σιγά μη στολίστηκε και παρφουμαρίστηκε για επίσκεψη-αστραπή. Θα σε βοηθήσω εγώ στην κουζίνα.
- Όχι! Μη τολμήσεις! θα με βοηθήσει ο Τάκης… έλα Τάκη μου να φτιάξουμε κάτι στα παιδιά.
- Ναι… ναι, ασφαλώς… τι λες τώρα… αλίμονο, παιδιά συγνώμη δυο λεπτά να φτιάξουμε κάτι τις.
- Ναι βρε, κάντε τη δουλειά σας, αλίμονο, ξένοι είμαστε; ρε Λίνα, μέχρι να ‘ρθουν τα παιδιά βάλε κάτι στην τηλεόραση, έχει μπι μπρόδερ.
Τη βάψαμε Τάκη, του ψιθυρίζει η Ελένη στην κουζίνα …αρμένικη επίσκεψη μας κάνουν, να πάρει ο διάολος!
Σςς! Πιο σιγά θα σ’ ακούσουν! Τι ήθελα κι εγώ να απαντήσω στο κουδούνι! Να μαλάκα! Να μάθεις άλλη φορά!
Τζετζερέδια, λουκάνικα, σαλάτα από το μεσημέρι, λίγα κεφτεδάκια της μαμάς από προχθές, όλα μαζί ανταγωνίζονται να μπουν στον δίσκο.
Από το σαλόνι, η φωνή του Πέτρου: παιδιά, «τι διεύθυνση έχετε; … παραγγέλνω πίτσες, να βάλουμε κάτι και ‘μεις».
- Όχι, ρε πούστη μου! Θα μας πάρει το ξημέρωμα! ψιθυρίζει ο Πέτρος.
- Παπάγου 34, Πέτρο μου είμαστε, 3ος όροφος, απελπισμένα τους λέει η Ελένη. Τη βάψαμε!… μονολογεί.
- Πάρε τηλέφωνο τη μάνα σου, δήθεν, να μας πει ότι δεν αισθάνεται καλά, μη σηκωθούν και φύγουν.
- Είσαι τρελός; Αφού τους είπαμε ότι είναι στην εξοχή!
- Φτού σου! Γαμώτο.
Όλα έτοιμα πάνω στον δίσκο, οι πίτσες μόλις που εμφανίστηκαν… και το ρολόι;… άστα να πάνε… χτυπάει 10:30.
«Να μια ακόμα μπύρα», να μια «θυμάσαι στον στρατό;», να και «η άχρηστη κυβέρνηση που πάει να μας πεθάνει στους φόρους», να και «την είδες τη γκόμενα που έφυγε από το μπι μπράδερ», το σκουπόξυλο πίσω από την πόρτα να σημαδεύει το ταβάνι, το αλάτι ριγμένο όλο στο πάτωμα μη και δεν πιάσει το κόλπο με το σκουπόξυλο… και το ρολόι;… άστα να πάνε… δείχνει 12 το βράδυ.
Κι αυτοί… εκεί! Ακούραστοι! Λαλίστατοι!… και τι δεν θυμούνται οι απερίγραπτοι! Μέχρι και τις πρώτες ερωτικές τους ιστορίες τους είπαν, για 25η φορά, έλεος! Ο Κώστας και η Ελένη να κρύβουν τα χασμουρητά, να λένε με το ζόρι «καθήστε καλέ λίγο…», μα «είναι αργά Ελένη μου, αύριο δουλεύετε» να λέει η Λίνα και όλα να κυλάνε ευχάριστα.
Η ώρα που τους έβαλαν στο ασανσέρ δείχνει μία παρά δέκα.
- Αϊ στο διάολο μαλακισμένα! Βγαίνει βαριά κραυγή από τον Πέτρο -κάτι σαν του λύκου το ουρλιαχτό που του ξέφυγε το αρνί- και τρέχει γρήγορα να πλύνει τα δόντια του.
- Τι ώρα είπες, Τάκη μου, θα σηκωθείς το πρωί;
- Στις 6, γαμώ το φελέκι μου!
Και ύστερα σου λένε κάποιοι άσχετοι, ότι…οι παροιμίες είναι βλακείες!
Αυτήν την έχετε ακούσει;